Έπεσε μαύρο στην Ελλάδα

  • Τετάρτη, 25 Ιουλίου, 2018 - 06:19

Μερικές φορές, τα «χαστούκια» που «τρώμε» είναι τόσα πολλά και απανωτά, που όσο και να θες να σηκώσεις κεφάλι ή να πάρεις ανάσα, αδυνατείς να το κάνεις. Η πραγματικότητα σε ξεπερνά. Η τραγωδία είναι τόσο μεγάλη και αβάσταχτη και εσύ μπροστά της, τόσο μικρός, ανίσχυρος, σχεδόν ανύπαρκτος. Ψάχνεις τον τρόπο να διαχειριστείς τα γεγονότα, αλλά ξέρεις καλά μέσα σου ότι ποτέ, δεν θα συνηθίσεις τον πόνο, τη βαρβαρότητα, τη φρίκη και όλα τα χτυπήματα που σε ανύποπτο χρόνο δέχεται η καρδιά σου, σαν σάκος του μποξ, άψυχος και ειδικά κατασκευασμένος γι’ αυτόν το σκοπό.

Από την περασμένη Κυριακή, η Ελλάδα δεν έχει σταματήσει να θρηνεί. Οι απώλειες αρκετές και διαφορετικές. Οι λόγοι και οι συνθήκες ποικίλουν, όμως όλα μαζί συνδιαμορφώνουν μια δεδομένη κατάσταση. Η χώρα μας βιώνει ένα συνεχόμενο και βαρύ πένθος.

Πριν λίγες ημέρες, είπαμε αναπάντεχα «αντίο» σ’ έναν σπουδαίο άνθρωπο των Γραμμάτων και του Πολιτισμού, τον Μάνο Ελευθερίου. Στο δικό μας Μάνο, τον Συριανό. Βέβαια το «αναπάντεχα» -θα μπορούσε κανείς να πει πως- είναι σχετικό. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με τον χρόνο και τη «φυσική φθορά». Απλώς, δεν μπορείς ποτέ να συμφιλιωθείς με τον θάνατο. Να συμβιβαστείς με την ιδέα ότι δεν θα ξαναδείς και δεν θα ξανακούσεις ένα αγαπημένο πρόσωπο που σήμαινε τόσα πολλά για σένα, όσο και για το σύνολο της τοπικής και ευρύτερης κοινωνίας.

Από την άλλη, το μεσημέρι της Δευτέρας σήμανε και πάλι συναγερμός. Η Ανατολική Αττική άρχισε να τυλίγεται στις φλόγες και σταδιακά τα θύματα των φονικών πυρκαγιών, άρχισαν να αυξάνονται. Νεκροί, τραυματίες, αγνοούμενοι, σπίτια και αυτοκίνητα καταστράφηκαν. Πόνος, οδύνη, θλίψη ποτίζουν αυτές τις «μαύρες σελίδες» της σημερινής ιστορίας της χώρας μας και ένα μεγάλο «γιατί» πλανάται στον αέρα μαζί με τον καπνό, που έφτασε μέχρι και στο νησί μας. Εμπρησμός; Εγκληματική αμέλεια; Ελλιπής αντιπυρική προστασία; Όποια κι αν είναι η αιτία που οδήγησε στην ανείπωτη τραγωδία που βιώνει από χθες ολόκληρη η Ελλάδα, το αποτέλεσμα είναι ένα. «Μαύρο» στις οθόνες μας, «μαύρο» στο μυαλό μας, «μαύρο» και στις ψυχές μας.

Από την Κυριακή, περίμενα τη στιγμή που θα «αποχαιρετούσα» τον ποιητή, πεζογράφο και στιχουργό, Μάνο Ελευθερίου με τον δικό μου τρόπο, πέρα από τους τύπους, τα οριοθετημένα μέτρα και σταθμά που επιβάλλει η δημοσιογραφία. Ίσως κάποιοι να μην το καταλαβαίνουν. Αλλά όταν καλείσαι να μεταδώσεις μια δυσάρεστη είδηση που σε αγγίζει και σένα προσωπικά, ο πόνος είναι διπλός. Γιατί θυμάσαι… Πράγματα, στιγμές και λόγια που μέχρι χθες σε έκαναν να γελάς και να χαμογελάς και που σήμερα σε κάνουν να δακρύζεις και να τα αναπολείς με νοσταλγία και συγκίνηση. Αισθάνομαι τυχερός, γιατί μέσα από τη δουλειά μου είχα την τύχη μέχρι σήμερα να γνωρίσω αξιόλογους ανθρώπους και να μιλήσω μαζί τους. 

Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μάνος Ελευθερίου. Στην αρχή με μπέρδευε, με φώναζε με το όνομα του θείου μου, που ήταν φίλος του. «Γεια σου, Γιωργάκη». «Αντώνη, με λένε κ. Ελευθερίου», απαντούσα εγώ. «Ο Γιώργος είναι θείος μου». «Το ξέρω, βρε», μου έλεγε και αμέσως με ρωτούσε πώς είμαι και πώς πηγαίνουν τα πράγματα στη Σύρο. Είχαμε πάντα μια όμορφη επικοινωνία. Του εξέφραζα την επιθυμία μου για συνεντεύξεις κι όποτε ήταν έτοιμος, μου έκανε σινιάλο. Όταν του έδωσα κάποια δικά μου γραπτά για να μου πει τη γνώμη του, χάρηκα τόσο πολύ όταν τα πήρε και τα φύλαξε με τόση θερμή, που δεν με ενδιέφερε κάτι άλλο. Όταν μετά από καιρό, με πήρε τηλέφωνο για να με συγχαρεί και να με ευχαριστήσει που του εμπιστεύτηκα την «πνευματική δουλειά μου», ένιωσα τέτοια μεγάλη συγκίνηση, που δεν θα την ξεχάσω ποτέ.

Από τη μία λοιπόν, η Ελλάδα αποχαιρετά έναν υπέροχο καλλιτέχνη και άνθρωπο και από την άλλη, βλέπει τους ανθρώπους της, τη γη της, να παλεύουν με «θεριά» και δυστυχώς, να χάνουν τη μάχη. Οι στιγμές που περνά είναι δύσκολες και το χρώμα που της ταιριάζει, ένα. Μαύρο.

Διαβάστε ακόμα