Δίπλα στον βασιλικό, απότιστος ο δυόσμος

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια Δημοτική Αρχή που είχε αλλεργία στην αρνητική κριτική και κάθε αποδοκιμασία, παρατήρηση ή μομφή προκαλούσε στα μέλη της κνησμό και ταραχή.

Έχοντας την ψευδαίσθηση ότι, η περίοδος χάριτος θα κρατούσε αιώνια, έπεφταν από τα σύννεφα όταν ο Τύπος έγραφε «σεντόνια» για τα λάθη και τις αστοχίες τους, που άφηναν υπόνοια ανεπάρκειας και ανικανότητας, σπέρνοντας τη διχόνοια και βγάζοντας στην επιφάνεια τα κρυμμένα τους δαιμόνια.

Με κάθε κείμενο σατιρικό βαρούσαν τα κανόνια, αστεία, λογοπαίγνια ονόμαζαν «καψώνια» κι αφού με το χιούμορ ήταν μαλωμένοι επί χρόνια, με κάθε ατάκα καυστική τους άναβαν τα λαμπιόνια.

Εκχύλισμα τσαγιού δοκίμασαν, αγγούρι και παπάγια, μα νέα σπυράκια έβγαλαν πιο κάτω και στα πλάγια, στο Δημαρχείο κρύφτηκαν, σε καραβάν-σεράγια, μα όπου κι αν ετρύπωναν, τους έβρισκαν τα σκάγια.

Οι σφαίρες έπεφταν βροχή, ήταν μιλιούνια, σε δικηγόρους έτρεξαν που ήταν και μαμούνια, δεν ήξεραν πώς να φερθούν, τα είχαν βρει μπαστούνια, οπότε αποφάσισαν να τους κρεμούν κουδούνια.

Ο Τύπος δεν πτοήθηκε, συνέχισε να γράφει, τα νέα ταξιδεύανε από Σύρο μέχρι Ανάφη, οι δολοπλοκίες τους πηγαίναν όλες στράφι και κάθε μέρα έχαναν και κάνα δυο εδάφη.

Οπότε ήρθε ο καιρός που είπανε νισάφι και έστρεψαν τα βέλη τους στο εύκολο ελάφι, που έτρεχε αμολητό έξω απ’ το χωράφι, να πέσει και να κατακρημνιστεί όπως το καθεστώς Καντάφι.

Τη ρουφιανιά αγάπησαν πολλοί, μα όχι το ρουφιάνο, που ήρθε ένα πρωινό ακολουθώντας πλάνο, στο αφεντικό για να κλαφτεί και να του βάλει λόγια, ώστε το ελάφι να διωχτεί αμέσως απ’ τα σόγια.

Προς έκπληξη μεγάλη του δεν έριξε την Τροία κι αυτά που πήρε φεύγοντας ήτανε μόνο τρία, στη μαύρη λίστα τέθηκε γι’ αυτή την ατιμία και πια το φως αναζητά από τη γαλαρία.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, επήλθε ηρεμία, ησύχασαν τα πνεύματα μετά την τιμωρία, τα μέλη έβαλαν μυαλό κι αφήσαν την κακία για να τη βγάλουν καθαρή την τετραετία.

Την κριτική αποδέχτηκαν χωρίς να κάνουν τούμπες και στο ταψί χορεύανε συρτάκι μέχρι ρούμπες, χαρταετό πετούσαμε, κρατούσαν τις καλούμπες κι αυτοί που απαξιώθηκαν, μπουκώνονταν τουλούμπες.

Παλιοί εχθροί που σφάζονταν, έγιναν πλέον φίλοι κι αυτοί που έμειναν εκτός ανάβαν σαν φυτίλι, τους ήρθε ο ουρανός απρόσμενα σφοντύλι κι από τα νεύρα τα πολλά έπαθαν εντεροκήλη.

Την ευκαιρία έψαχναν να βγούνε στο προσκήνιο, γιατί βαρέθηκαν κι αυτοί να μοιάζουν με ένα σκρίνιο, ο Τύπος τους περιφρονεί το ίδιο και ο κόσμος, δίπλα στο βασιλικό, απότιστος ο δυόσμος.

Μια μέρα τα βροντήξανε, δηλώσαν παρουσία, κεφάλι εσηκώσανε χωρίς την Ηγεσία, τον Τύπο κατηγόρησαν που κάνει τη δουλειά του και βγάζει θέματα πολλά χωρίς την άδειά του. «Αυτό που επιδιώκουνε είναι να με εκθέσουν», τι λες βρε κακομοίρη μου, ούτε που να σε χ…..

Κρυφά δεν είναι όλα αυτά που τίθενται δημόσια, σε αυλές και στα περίχωρα και σε δημοτικά συμπόσια.

Ο λόγος δε φιμώνεται, δε μπαίνει σε καλούπι, σε τριγυρίζει, σε τσιμπά σαν χωριανό κουνούπι.

Οπότε, γύρνα το αλλιώς και μείνε στην αφάνεια και για φωτό πιάσε σειρά μπροστά στα Θεοφάνεια.

Ο κόσμος πια δεν κάθεται να κάνει παλαμάκια σε όσους ψάχνουν δω και κει να βρούνε ψηφαλάκια.

Συνέχισε τον ύπνο σου, μετρώντας προβατάκια κι όταν ξυπνήσεις μάζεψε όλα τα μπογαλάκια.

Ταξί θα σου καλέσουμε γιατί θα φύγεις νύχτα, ζακέτα πάρε να φορείς, Αντίο, Καληνύχτα!

 

Διαβάστε ακόμα