Συνέντευξη του σκηνοθέτη Δημήτρη Φοινίτση για τη «Φτέρενη Κόρη», μία παράσταση με θέμα τη διαφορετικότητα και το bullying

«Ο θεατής θα κάνει την αυτοκριτική του»

Τα ζητήματα της ετερότητας και της ψυχολογικής κακοποίησης του ατόμου λόγω εξωτερικής εμφάνισης, καθώς και το θρίαμβο του καλού και του δίκαιου με την αποδοχή της διαφορετικότητας, πραγματεύεται το λαϊκό παραμύθι «Φτέρενη Κόρη», που παρουσιάζεται το Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018 στο Θέατρο «Απόλλων», στο πλαίσιο των χριστουγεννιάτικων εκδηλώσεων του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης.

Η πρόσφατη δημιουργία της Ομάδας Παραστατικών Τεχνών προΤΑΣΗ συγκεντρώνει ισόποσα και πλήρως εναρμονισμένα τις παραστατικές τέχνες: το θέατρο και το χορό (κλασικό και σύγχρονο), τη χρήση της κινηματογραφικής προβολής, τη μουσική με λαϊκά τοξωτά όργανα της Γηραιάς Ηπείρου (κρητική λύρα, σουηδική νικελάρπα, νορβηγικό βιολί), αλλά και την εικαστική τέχνη του οριγκάμι από την Άπω Ανατολή που δημιουργείται μπροστά στους θεατές, μετουσιώνοντας μορφές και στοιχεία του μύθου σε έναν ισχυρό διαπολιτισμικό διάλογο του χθες με το σήμερα.

Στην παράσταση παίζει και χορεύει η Μικαέλα Κεφαλογιάννη. Αφηγείται ο δημιουργός και σκηνοθέτης της, Δημήτρης Φοινίτσης, ο οποίος μίλησε στην «Κοινή Γνώμη» για τα διαχρονικά μηνύματα του έργου, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε το θέμα της διαφορετικότητας.

Η «Φτέρενη Κόρη» είναι ένα λαϊκό παραμύθι με μεσαιωνικές καταβολές. Ποια η ακριβής προέλευσή του και ποια η δύναμη που πηγάζει από τα νοήματά του, καθιστώντας το έργο «σταυροδρόμι» ανάμεσα στο χθες και το σήμερα;

«Το παραμύθι μας απαντάται σε διάφορα μέρη της πατρίδας μας και κυρίως στο νότιο Αιγαίο. Η εκδοχή που χρησιμοποιούμε προέρχεται από τη Ρόδο, όπου η μεσαιωνική ατμόσφαιρα διατηρείται σχεδόν ατόφια ως τις μέρες μας. Αναφέρομαι στην παλιά πόλη και της (μερικής) διάσωσης αυτής από τα σαγόνια του σύγχρονου «δράκου», που ακούει στο όνομα Τουρισμός. Η δύναμή του -με τη σοφία του λαού- διαπερνά τα όρια της προφορικής μας παράδοσης και φωτίζει διαχρονικές προβληματικές όπως η ανοχή στο «άλλο», το διαφορετικό∙ αυτό που δεν είναι σαν κι εμάς –«καθ’ εικόνα και ομοίωση». Και η πλήρης, εν τέλει, αποδοχή και επιβολή του.  Αλίμονο αν όλοι ήμασταν ίδιοι! Θα ήταν εξωφρενικά βαρετό, δε νομίζετε;».

Η ιδιότητα του «διαφέρειν» στο πνεύμα, στη συμπεριφορά, στην εμφάνιση και στον τρόπο ζωής γενικότερα αποτελεί «τροφοδοτεί» σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη δραματουργία. Πώς προσεγγίσατε το θέμα της ετερότητας, έχοντας ως πρώτη ύλη ένα κείμενο – κληρονομιά από άλλη εποχή;

«Με ευθύτητα.  Και πλήρη ελευθερία στην πρόσληψη του κοινού με όλα τα πιθανά διακείμενα -προσωπικά και συλλογικά- ως προς την κατακραυγή της μη αποδεκτής εξωτερικής εικόνας από τη μάζα και τις σύγχρονες προσταγές του πλαστικού lifestyle (σ.σ.: το οποίο ακόμα «βρυχάται»). Ο θεατής –στην ανάγνωση μας- έχει όλο το χρόνο και την ευθύνη, αν θέλετε, να συμπληρώσει την εικόνα με τη δική του σκευή. Να προβληματιστεί και να βρει το κουράγιο να αποφανθεί με ειλικρίνεια, αναγνωρίζοντας το δικό του κομμάτι ευθύνης στη συνεχιζόμενη ανοησία. Να κάνει την αυτοκριτική του και να επαναδιαπραγματευθεί με τον εαυτό του επάνω στο κεντρικό θέμα, καταρχάς».

Η παράστασή σας λειτουργεί ως «γέφυρα» μεταξύ διαφόρων μορφών τέχνης, όπως το θέατρο, ο χορός, τα οπτικοακουστικά μέσα και τα εικαστικά. Ποια οφέλη που προκύπτουν από το «πάντρεμα» και πόσο μεγάλο είναι το στοίχημα της σύνθεσης μιας πολυδιάστατης σκηνικής πραγματικότητας για έναν δημιουργό;

«Είναι πράγματι μεγάλο. Αλλά αυτή είναι και η πρόκληση του όλου εγχειρήματος. Θεωρώ, ωστόσο, πως «δένουν» με τρόπο παραμυθένιο! Το «στοίχημα» εδώ είναι πως όλα τα ετερόκλητα συστατικά του θεάματος (σ.σ.: σκηνοθετικό σχόλιο για τις διαφορετικές καταγωγές της ετερότητας!) μετουσιώνονται σε ένα σκηνικό πρόσωπο, το οποίο φέρει διαρκώς την ευθύνη της επικοινωνίας τους. Αυτή είναι η μέγιστη πρόκληση. Η οποία κάθε φορά κερδίζεται από τη χαρισματική ηθοποιό και χορεύτρια της παράστασης».

Σε ποιες βάσεις γεννήθηκε, εξελίχθηκε και «έδεσε» η συνεργασία σας με τη Μικαέλα Κεφαλογιάννη και ποιες οι εμπειρίες που έχετε συλλέξει από την πρώτη παρουσίαση του έργου μέχρι σήμερα;

«Με τη Μικαέλα Κεφαλογιάννη συνεννοηθήκαμε αμέσως. Μας ενώνει η αγάπη και η ανιδιοτέλεια για αυτό που κάνουμε. Δεν ανήκει στην ακμάζουσα «φυλή» του «πόσα θα πάρω;». Είναι καλλιτέχνις και η προσέγγισή της στο θέατρο είναι αμιγώς καλλιτεχνική. Αυτό γίνεται αντιληπτό και από τους θεατές που επιλέγουν να παρακολουθήσουν τη δουλειά μας. Και «εξαργυρώνεται» αναλόγως, με άυλο και ανεκτίμητο τρόπο. Πρωτίστως με ενθουσιασμό και διαύγεια επικοινωνίας. Ο κόσμος απολαμβάνει αυτή τη σκηνική αφήγηση και εντυπωσιάζεται από την απλότητα των μέσων αλλά και την καθοριστική λειτουργία τους».

Ποια η φιλοσοφία και το πεδίο δράσης της Ομάδας Παραστατικών Τεχνών προΤΑΣΗ και ποιες οι επόμενες καλλιτεχνικές προτάσεις της προς το κοινό;

«Η Ομάδα Παραστατικών Τεχνών προΤΑΣΗ υπάρχει καλλιτεχνικά, στην Αθήνα και αλλού, από το 2005. Η αφαίρεση και ο μινιμαλισμός διαπνέουν και τις 36 έως τώρα δράσεις και παραστάσεις που έχουμε στο ενεργητικό μας. Εξακολουθούμε να είμαστε «άστεγοι» διότι απεχθανόμαστε το καθεστώς των ιμπρεσάριων που λυμαίνεται το θέατρο και «κινεί» τα νήματα (με τα αντίστοιχα αποτελέσματα, βεβαίως). Δεν ξέρω, από την άλλη, ως πότε θα αντέξουμε σε ένα ατελέσφορο (;) δονκιχωτισμό… Παλεύουμε, όμως, με τίμια μέσα και μόνοι μας. Μόνοι μας! Αυτό είναι και η περηφάνια μας. Σε τούτο το πλαίσιο σχεδιάζουμε τη σκηνική αναπαράσταση της νουβέλας του Ιωάννη Κονδυλάκη «Πρώτη Αγάπη» για τρία πρόσωπα και του μικρασιατικού παραμυθιού «Το γιασεμί, η ροδιά και η χαρουπιά». Αλλά αυτά από το καλοκαίρι και πέρα…».

Αυτή είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζετε δουλειά σας στο νησί της Σύρου. Ποια η σχέση σας με το νησί;

«Δυστυχώς, καμία! Σκέφτομαι, όμως, πολύ σοβαρά να αποκτήσω κάποια στιγμή ισχυρούς δεσμούς, αξιοποιώντας την εκπαιδευτική μου ιδιότητα ως θεατρολόγος. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής ονειρεύομαι να ζητήσω να διοριστώ για ένα διάστημα στην Ερμούπολη. Νομίζω πως θα είναι ένα ανεπανάληπτο ταξίδι που θα με τροφοδοτήσει με εικόνες και υγεία».