Συνέντευξη του ηθοποιού Δημήτρη Γιώτη με αφορμή το θεατρικό μονόλογο του Νικολάϊ Γκόγκολ «Το Ημερολόγιο ενός Τρελού»

«Κάθε παράσταση είναι μια νέα σελίδα του»

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018, στο Θέατρο Απόλλων

Την αγάπη, την αποδοχή και μία ουσιαστική επαφή αναζητά ο «Τρελός» του Νικολάϊ Γκόγκολ, αισθανόμενος την ανάγκη να μοιραστεί το «βασίλειο» που διοικεί στο ελεύθερο μυαλό του με έναν άνθρωπο… άντρα ή γυναίκα δεν έχει σημασία… Μ’ έναν άνθρωπο.

Το «Ημερολόγιο ενός τρελού» αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους μονολόγους του παγκόσμιου θεάτρου, τον οποίο έχουν παρουσιάσει και στη χώρα μας μεγάλοι πρωταγωνιστές, όπως ο Δημήτρης Χορν, ο Θύμιος Καρακατσάνης, ο Κώστας Καρράς, ο Λάκης Λαζόπουλος και ο Στάθης Ψάλτης.

Στη λίστα αυτή έρχεται να προστεθεί και ο ηθοποιός Δημήτρης Γιώτης, ο οποίος πριν από μερικά χρόνια, πήρε την απόφαση να αναμετρηθεί και ο ίδιος να αναμετρηθεί με τον λόγο του Γκόγκολ, υποδυόμενος τον Ποπρίστσιν, ένα ρόλο πρόκληση που του χάρισε την Υποψηφιότητα για το Βραβείο Μονολόγου “Αντιγόνη Βαλάκου” από την Ακαδημία Ελληνικών Βραβείων Τέχνης.

Μετά από τρεις επιτυχημένες σαιζόν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Θήβα, Ερέτρια, Χαλκίδα, Νέα Σμύρνη και Γλυφάδα, το «Ημερολόγιο ενός Τρελού» θα παρουσιαστεί και στο Θέατρο Απόλλων, τη Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου, στο πλαίσιο του Συριανού Καρναβαλιού «Γεώργιος Σουρής 2018».

Ο ερμηνευτής και σκηνοθέτης της παράστασης, από κοινού με τον Αλέξανδρο Κλημόπουλο, μίλησε στην «Κοινή Γνώμη» για το μεγάλο αυτό «στοίχημα», αλλά και τα διαχρονικά μηνύματα του κειμένου.

Πόσο δύσκολο είναι το τόλμημα για έναν ηθοποιό να βάλει το δικό του λιθαράκι σε ένα έργο, με το οποίο έχουν καταπιαστεί στο παρελθόν σημαντικά ονόματα του ελληνικού θεάτρου;

«Ένιωσα την ανάγκη να επικοινωνήσω το σπουδαίο κείμενο του Γκόγκολ, γιατί θεωρώ ότι είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, ειδικά σε μια εποχή απομόνωσης, όπως η σημερινή, όπου ο άνθρωπος έχει συνηθίσει σε μία ψεύτικη κοινωνικότητα με το facebook, το instagram και κάθε τεχνολογική «εφεύρεση». Κάποια στιγμή, ο ήρωας αναφέρει μέσα στο έργο «έναν άνθρωπο μωρέ, αυτό χρειάζομαι. Έναν άνθρωπο, να βγω και να μιλήσω με έναν άνθρωπο, άντρα, γυναίκα δεν έχει σημασία». Δεν υπάρχει περίπτωση να μην ταυτιστεί ο κόσμος με μία ατάκα ή μία σκέψη του ήρωα. Είναι ένα έργο κωμικοτραγικό, όπως η ζωή. Εκεί που γελάς, δακρύζεις. Έχει πάρα πολλά κωμικά στοιχεία και είναι τόσο δυνατό που για να είμαι ειλικρινής, αυτός ο ρόλος ήρθε και «κούμπωσε» με μένα, με την παράσταση, με την ερμηνεία. Εδώ και τρία χρόνια που παρουσιάζεται, ζω ευτυχισμένες στιγμές. Παίχτηκε δύο χρονιές με επιτυχία στην Αθήνα, στη συνέχεια πήγαμε Θεσσαλονίκη, Ερέτρια, Χαλκίδα, Θήβα, έπαιξα στη Νέα Σμύρνη και στο Φεστιβάλ της Γλυφάδας, μπροστά σε 1.800 άτομα. Είναι ένας διαχρονικός ρόλος, που μίλησε πρώτα μέσα μου. Βρήκα πολλά στοιχεία δικά μου σε αυτόν.  Έτσι, προχωράμε και ελπίζουμε στα καλύτερα. Ο λόγος του Γκόγκολ είναι συγκλονιστικός. Το κείμενο αφορά τόσο πολύ τον κόσμο. Υπάρχουν στιγμές που οι θεατές γίνονται μία φωνή. Ξαφνικά όλοι μαζί γελάνε, όλοι μαζί δακρύζουν».

Φοβηθήκατε έστω και για μία στιγμή τη σύγκριση με άλλους ηθοποιούς που έχουν ερμηνεύσει τον συγκεκριμένο ρόλο;

«Η διαδικασία της προετοιμασίας δεν ήταν εύκολη. Έτρεμα ολόκληρος. Είχε ιδρώσει η σπονδυλική μου στήλη και σε κάθε πρόβα, είχα πόνους στο θώρακα. Με το συνεργάτη μου δουλεύαμε ενάμιση χρόνο, πριν την έναρξη των προβών. Όταν αυτό άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, ίδρωνα ολόκληρος. Το γεγονός ότι το έργο κουβαλούσε αυτή την περιουσία στην πλάτη του και είχε αυτές τις καταβολές, τουλάχιστον στην Ελλάδα, με έκανε να νιώθω δέος. Όμως, η ψυχική ανάγκη μου να αναγνωρίσω αυτόν τον ήρωα και να βρω μαζί του το φως της ζωή με βοήθησε να ξεπεράσω κάθε φόβο. Όλα τα νομίσματα έχουν δύο όψεις. Εξαρτάται από το πώς θα τα φωτίσει ο καθένας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις παραστάσεις. Γι’ αυτό ανεβαίνει ξανά και ξανά μία παράσταση. Εδώ λοιπόν φωτίζουμε την αισιόδοξη πλευρά ναι μεν της απομόνωσης, αλλά το πού μπορεί να μας οδηγήσει αυτό. Είναι ένα ταξίδι προς την αναζήτηση του ανώτερου εαυτού του. Ο τρελός μου, δεν είναι τρελός. Είναι ελεύθερος. Ένα τρελός δεν έχει καρκίνο, γιατί απλά δεν μπαίνουν μέσα του βαθιά, οι δυσκολίες ή αυτά που περνά. Τα εξωτερικεύει. Ο Ποπρίστσιν βάζει την κορόνα του και νιώθει βασιλιάς. Γιατί μέσα από αυτό απολαμβάνει όσα δεν είχε ποτέ στη ζωή του, την αγάπη, την αποδοχή και την αναγνώριση του εαυτού του από τους άλλους. Εγώ έχω ξεπεράσει τα όρια της ταύτισης με το ρόλο. Όσο κι αν πονάω μετά το τέλος της παράστασης σε όλο μου το σώμα, το φινάλε είναι απόλυτη λύτρωση και ευτυχία».

Πέρα από τα μηνύματα του ίδιου του έργου, τι άλλο κρατάτε από αυτό το θεατρικό «ταξίδι» σας που έχει αγκαλιαστεί θερμά από κοινό και κριτικούς;

«Αυτό που απολαμβάνω είναι το αλισβερίσι με τους θεατές και οι εντυπώσεις τους μετά την παράσταση, όχι τόσο ως προς την ερμηνευτική μου ικανότητα, όσο για τον τρόπο με τον οποίο αυτή επιδρά στις μεταξύ τους σχέσεις. Το έργο δίνει την ευκαιρία στους ανθρώπους να ξαναγνωριστούν. Μιλάει για την ευτυχία της ζωής, την αγάπη. Αν ανταλλάζαμε μία απλή καλημέρα ο ένας με τον άλλον, η ζωή μας θα άλλαζε. Παλαιότερα, μας απασχολούσε ποιος θα κρατήσει το πούρο και ποιο τζιπ θα κατέβει το Κολωνάκι. Σε αυτόν το fake κόσμο, χάθηκε η ουσία, η οποία είναι η αγάπη, η αποδοχή, η αναγνώριση της ικανότητας του άλλου και η σημασία μιας αγκαλιάς. Έτσι σίγουρα θα είχαμε έναν καλύτερο κόσμο. Είναι μαγικό να νιώθεις την ενέργεια, την αναπνοή του κοινού, τον κραδασμό, το γέλιο και τη συγκίνησή του. Το «Ημερολόγιο» είναι ένα ταξίδι και κάθε παράσταση μια νέα σελίδα που γράφεται σε αυτό, γιατί γεννιέται και πεθαίνει την ίδια στιγμή που γίνεται».