Συνέντευξη του ηθοποιού Κωνσταντίνου Μπιμπή, ο οποίος μαζί με τη Λίλα Μπακλέση θα βρεθούν απόψε κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό του ιστορικού Θεάτρου της Ερμούπολης

«Βρισκόμαστε στο ίδιο σύμπαν με τον Νικολή και τη Μένια»

Μια ιστορία αγάπης και ενηλικίωσης για τις πολύ μεγάλες προσδοκίες και τη σκληρή πραγματικότητα, με φόντο τη μικρή κοινωνία της επαρχίας, τις παραλίες του καλοκαιριού και την ξέγνοιαστη εποχή της αθωότητας, παρουσιάζεται απόψε στη σκηνή του Θεάτρου Απόλλων.

Μετά από συνεχή sold out παραστάσεις στο Θέατρο Άλφα.Ιδέα στην Αθήνα, στην Πάτρα, στην Καβάλα, αλλά και σε ανοιχτά θέατρα το περασμένο καλοκαίρι, «Οι κάτω απ' τα' αστέρια» του Τηλέμαχου Τσαρδάκα συνεχίζουν το ταξίδι τους τόσο στην έδρα τους, όσο και σε αρκετές πόλεις της Ελλάδας.

Επόμενος σταθμός της -γεμάτης χιούμορ και συγκίνηση, τρυφερότητα και απόρριψη, σύγκρουση και νοσταλγία- παράστασης με σκηνοθέτες και ερμηνευτές τους Κωνσταντίνο Μπιμπή και Λίλα Μπακλέση, η πρωτεύουσα των Κυκλάδων, η οποία υποδέχεται την ξεχωριστή αυτή παραγωγή στο πλαίσιο του χριστουγεννιάτικου πολιτιστικού προγράμματός της.

«Τέλη των 80ς, αρχές των 90ς. Ελληνική επαρχία, πόλη νησιού. Η Μένια και ο Νικολής πάνε μαζί σχολείο, γίνονται αχώριστοι, ονειρεύονται, μεγαλώνουν, κάνουν έρωτα, ερωτεύονται «για πάντα». Αλλά τα χρόνια περνούν και η πραγματικότητα - όπως συνηθίζει - επιβάλλει τον εαυτό της. Οι δύο ήρωες όμως ποτέ δεν παύουν να σημαδεύουν ο ένας τον άλλο. Παρά τις επιλογές που έχουν κάνει στις ζωές τους, ανάμεσά τους, εξακολουθεί να καίει μια πυρκαγιά άγρια. Είναι η τελική αναμέτρηση ενός μεγάλου εγκλωβισμένου έρωτα. Είναι η συνάντηση που χρωστούσε ο Νικολής στην Μένια και η Μένια στον Νικολή!».

Για την επί σκηνής συνύπαρξή του με την Λίλα Μπακλέση, τα στοιχεία του εαυτού τους που οι δυο τους αναγνωρίζουν στους ρόλους που υποδύονται, καθώς και τη θερμή ανταπόκριση του επαρχιακού κοινού, που συμπάσχει με τα πρόσωπα της ιστορίας και θυμάται δικές του στιγμές, μίλησε στην «Κοινή Γνώμη» ο Κωνσταντίνος Μπιμπής.

Τόσο εσείς, όσο και η Λίλα Μπακλέση έχετε «διπλό ρόλο» στη συγκεκριμένη παράσταση. Οι δυο σας δώσατε σάρκα και οστά στο έργο του Τηλέμαχου Τσαρδάκα με τις ερμηνείες σας, αλλά και με τη σκηνοθετική σας υπογραφή. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη συνεργασία σας μέχρι και σήμερα;

«Η συνεργασία μεταξύ μας ήταν και παραμένει ιδανική, υπέροχη κι αυτός ήταν ένας λόγος, που ξεκίνησε όλη αυτή η δουλειά. Ο συγγραφέας είναι χρόνια φίλος και των δυο μας, οπότε όταν μας δόθηκε το κείμενο, το οποίο έγραψε με στόχο να ερμηνευθεί από εμάς, με κάποιον τρόπο ήμασταν σίγουροι ότι δε χρειάζεται οποιοδήποτε σκηνοθετικό όραμα, οποιαδήποτε σκηνοθετική ιδέα που θα έρθει να «φορεθεί» στο έργο. Έτσι, θεωρήσαμε πως το ιδανικό θα ήταν να παλέψουμε μόνοι μας με το έργο και στην ουσία να δημιουργήσουμε μία έντεχνη απουσία σκηνοθεσίας και όχι μια σκηνοθεσία με την κλασική έννοια».

Υπάρχουν κοινά σημεία ανάμεσα σε εσάς και τους ήρωές σας;

«Από κουβέντες που έχουμε κάνει κατά καιρούς και από άλλες συνεντεύξεις, αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι εγώ διαθέτω πολλά περισσότερα κοινά στοιχεία με τον Νικολή απ’ ότι η Λίλα με τη Μένια. Πάντως σίγουρα και οι δύο βρισκόμαστε στο ίδιο σύμπαν αυτών των ηρώων, στον ίδιο κόσμο και τους κατανοούμε σε μεγάλο βάθος».

Δεδομένου ότι η ιστορία του έργου έχει ως τόπο δράσης ένα νησί, ποια τα συναισθήματα που δημιουργεί η παράσταση στους θεατές της επαρχίας;

«Οι αντιδράσεις του κόσμου είναι πρωτοφανείς και εντός του θεάτρου, κατά τη διάρκεια της παράστασης και μετά που μας περιμένουν όλοι, γιατί έχουν την ανάγκη να μοιραστούν κάτι μαζί μας, να μας πουν τι θυμήθηκαν, κάποιοι απλώς να μας πάρουν αγκαλιά. Είναι πολύ όμορφος και ζεστός ο τρόπος με τον οποίο μας προσεγγίζουν».

Ο «εγκλωβισμένος έρωτας» των ηρώων οφείλεται κυρίως στις συνθήκες που επικρατούν στην περιφέρεια;

«Ο συγγραφέας τοποθετεί αυτούς τους δύο χαρακτήρες σε μία κλειστή επαρχιακή κοινωνία νησιού. Επειδή κι εγώ από νησί είμαι, Σκυριανός – όχι Συριανός (γέλια), αντιλαμβάνομαι τις συνθήκες. Η κλειστή κοινωνία του νησιού βιώνει και μια καθήλωση. Πρέπει να περιμένεις πότε θα έρθει το καράβι για να μπορέσεις να φύγεις από τον τόπο, πράγμα το οποίο σε αντίθεση με άλλες επαρχίες που δεν είναι νησιά, δημιουργεί ένα έξτρα άγχος. Το άγχος αυτό υποδόρια φαίνεται στο κείμενο, χωρίς να εκφράζεται τόσο».

Η ιστορία θα είχε άλλη τροπή αν εκτυλισσόταν σε μία μεγάλη πόλη, όπως η Αθήνα;

«Εμείς δυστυχώς ζούμε στην Αθήνα και είναι σαφές πως, εκεί αν θέλεις να χαθείς, σχετικά με κάποια ερωτική εκκρεμότητα ή κάποια πρώην σχέση σου, μπορείς να το κάνεις. Στο νησί, όσο κι αν θέλεις δεν μπορείς να χαθείς. Κάπου θα τον πετύχεις τον άλλον. Σε ένα καφέ, σε μια δημόσια υπηρεσία, σε ένα μπαρ, σε μια ταβέρνα… Στην Αθήνα, αν θέλεις να εξαφανιστείς και να μη δεις κάποιον πρώην σύντροφό σου για χρόνια, μπορείς να το κάνεις. Αυτή είναι η διαφορά».

Η ζωή στην επαρχία, σε ένα νησί συγκεκριμένα, είναι μια σκέψη η οποία περνάει από το μυαλό σας; Είναι κάτι, το οποίο θα μπορούσατε να κάνετε μελλοντικά;

«Ναι, είναι ένα όνειρο που θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα, όταν έρθει η στιγμή που θα αποσυρθώ κι εγώ από το θέατρο,. Προς το παρόν, η φύση της δουλειάς μου το απαγορεύει».

Ποια είναι η πορεία των «Κάτω απ’ τ’ αστέρια» από την αρχή του ταξιδιού σας έως σήμερα;

«Η παράσταση ξεκίνησε πέρυσι τον Μάρτιο στην Πάτρα. Έπειτα παρουσιάστηκε το καλοκαίρι στη Σκύρο, στην Εύβοια, στη Θεσσαλονίκη και στην Άνδρο. Από τον Οκτώβριο του 2018 συνεχίζεται στην Αθήνα με μεγάλη επιτυχία και έχει ξεκινήσει μια περιοδεία σε όλη την Ελλάδα η οποία θα ολοκληρωθεί προς τα μέσα Μαρτίου. Αμέσως μετά θα ταξιδέψει σε Λονδίνο, Μάντσεστερ και Άμστερνταμ».