Το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν για πρώτη φορά στη Σύρο – Συνέντευξη της ηθοποιού Τζένης Κόλλια για την παράσταση «Όλο Σπίτι, Κρεβάτι κι Εκκλησία» στο Θέατρο Απόλλων

«Είμαστε όλοι άνθρωποι και δικαιούμαστε ίσες ευκαιρίες»

Την κατάσταση της γυναίκας στον σύγχρονο «πολιτισμένο» κόσμο, της αδερφής, της μητέρας, της φίλης, της νοικοκυράς ή της εργαζόμενης που έχει ανάγκη από αγάπη και σεβασμό, πραγματεύεται το εμβληματικό έργο των Ντάριο Φο και Φράνκα Ράμε «Όλο Σπίτι, Κρεβάτι κι Εκκλησία», η πρώτη παραγωγή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν που «ταξιδεύει» σε όλη την Ελλάδα και η πρώτη που φιλοξενείται στο νησί της Σύρου.

Η παράσταση σε σκηνοθεσία Κωστή Καπελώνη και μουσική Σταμάτη Κραουνάκη, αποτελούμενη από τρεις γυναικείους μονολόγους, που ερμηνεύουν οι ηθοποιοί Τζένη Κόλλια, Γιάννα Μαλακατέ και Ράνια Παπαδάκου, θα παρουσιαστεί στις 16 και 17 Φεβρουαρίου 2019 στο Θέατρο Απόλλων, στο πλαίσιο του Συριανού Καρναβαλιού «Γεώργιος Σουρής».

Το έργο αποτελεί μια κραυγή απόγνωσης της σύγχρονης γυναίκας, που επαναστατεί απέναντι στην κοινωνική, οικογενειακή και σεξουαλική καταπίεση. «Ανέβηκε» για πρώτη φορά το 1977, με τη Φράνκα Ράμε να ενσαρκώνει όλους τους ρόλους και τρεις δεκαετίες αργότερα παραμένει το ίδιο επίκαιρο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, χθες το πρωί, η υφυπουργός Εσωτερικών, Μαρίνα Χρυσοβελώνη η οποία παρακολούθησε το έργο στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν στην Πλάκα, υποδέχτηκε στο γραφείο της τους συντελεστές της παράστασης, τους οποίους και ενημέρωσε σχετικά με το νέο Νομοσχέδιο για την Ισότητα που εισάγεται αυτές τις μέρες στη Βουλή. Στο πλαίσιο αυτό, συζητήθηκαν και τρόποι συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών, προκειμένου το «Όλο σπίτι, κρεβάτι κι εκκλησία» να παρουσιαστεί σε πόλεις όπου λειτουργούν Συμβουλευτικά Κέντρα και Ξενώνες του Δικτύου Υποστηρικτών Δομών της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων.

Με αφορμή τις προσεχείς παραστάσεις στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, η ηθοποιός Τζένη Κόλλια μίλησε στην «Κοινή Γνώμη» για τη βαθιά σχέση της με το Θέατρο Τέχνης, τη διαχρονικότητα των κειμένων των Ντάριο Φο και Φράνκα Ράμε, μέσω των οποίων αναδεικνύονται οι πολλαπλοί ρόλοι που η γυναίκα σηκώνει στην πλάτη της, καθώς και την ανάγκη παροχής ίσων ευκαιριών σε όλους για τη βελτίωση και εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Πώς αισθάνεστε που συμμετέχετε στην πρώτη παραγωγή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, η οποία βγαίνει εκτός «έδρας» και παρουσιάζεται στο κοινό της περιφέρειας;

«Είμαι πάρα πολύ συγκινημένη, γιατί έχω αποφοιτήσει από το Θέατρο Τέχνης και νιώθω μια απίστευτη οικειότητα, σαν να είναι το σπίτι μου. Εκεί έμαθα πράγματα. Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Κωστής Καπελώνης ήταν δάσκαλός μου. Οι περισσότεροι συντελεστές προέρχονται κι αυτοί από το Θέατρο Τέχνης και θεωρώ πως όταν όλοι έχουμε σκοπό κυρίως να αφυπνίσουμε συνειδήσεις μέσα από την ιστορία του, οι σχέσεις αυτές στηρίζονται στην εμπιστοσύνη και την αγάπη. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά και κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι ένας από τους λόγους της επιτυχίας που γνωρίζει η παράσταση στην επαρχία. Ο Κάρολος Κουν έχει στιγματίσει το ελληνικό θέατρο. Ήταν πρωτοπόρος, δημιούργησε σχολή με την έννοια ότι είχε άποψη, μία θέση στα πράγματα, ευνοούσε τους καλλιτέχνες, αγαπούσε τους ανθρώπους και αυτό είναι αναντικατάστατο. Ήταν ένας φωτισμένος άνθρωπος και παρόλο που έχει φύγει τόσα χρόνια, η αίγλη του ονόματός του αποτελεί εγγύηση».

Το έργο αποτελεί ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο των συγγραφέων για τη θέση της γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο. Με ποιον τρόπο καταφέρνει να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές όλων των θεατών, ανεξαρτήτως φύλου;

«Παρότι μιλάει για την κατάσταση της γυναίκας, την καταπίεση που έχει υποστεί όλα αυτά τα χρόνια, την ανισότητα με το άλλο φύλο στη δουλειά και στην εργασία, θεωρώ πως το συγκεκριμένο έργο απευθύνεται σε όλους μας. Γράφτηκε το 1977 από τη Φράνκα Ράμε και τον Ντάριο Φο, οι οποίοι είχαν μια πολιτική θέση στα πράγματα. Η διαχρονικότητα των κειμένων οφείλεται στο γεγονός ότι παρόλο που γράφτηκαν πριν από 30 χρόνια, συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να απασχολούν και να είναι επίκαιρα. Μπορεί από τη μια μεριά, η γυναίκα να έχει βγει και να έχει διεκδικήσει πράγματα, αλλά ουσιαστικά βρίσκεται σε κατάσταση «δουλείας». Ίσως ακούγεται υπερβολικό, όμως υπάρχει ανισότητα ακόμα και σήμερα. Δεν έχει τις ίδιες ευκαιρίες. Μία γυναίκα που είναι 50 χρονών δεν έχει τις ίδιες ευκαιρίες που έχει ένας άντρας. Η γυναίκα έχει επωμιστεί πάρα πολλούς ρόλους μέσα στο σπίτι. Και από τη φύση της βεβαίως. Είναι εκείνη που γεννάει τα παιδιά. Οι ρόλοι δεν την αφήνουν να αναπτυχθεί. Το έργο μιλάει επίσης για τη σεξουαλική καταπίεση, τη δουλεία μέσα στο σπίτι, την ασέβεια που υφίσταται, για αξίες και ευκαιρίες που θα έπρεπε να έχουν όλοι, για να μπορέσει η ανθρωπότητα να προχωρήσει μπροστά».

Η ανισότητα οφείλεται στο γεγονός ότι το στερεότυπο περί αδύναμου και δυνατού φύλου εξακολουθεί να «βασιλεύει» σε πολλές κοινωνίες;

«Θεωρώ πως, η γυναίκα είναι το πιο δυνατό φύλο. Είναι από τη φύση της εξοπλισμένη για να κάνει παιδιά, αν το θελήσει. Κρύβει μέσα της πλούτο συναισθημάτων, που μπορεί να δώσει. Έχει υπομονή και μια εσωτερική δύναμη να παλέψει. Η γυναίκα αποτελεί μεγάλο στήριγμα για την κοινωνία, ωστόσο δεν θα έπρεπε να διαχωρίζουμε τα φύλα. Είμαστε άνθρωποι και πρέπει όλοι να έχουμε τις ίδιες ευκαιρίες για να αναπτυχθούμε και να ολοκληρωθούμε ως οντότητες. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι επιλογές είναι πιο περιορισμένες. Αυτό όμως είναι και θέμα παιδείας, κράτους. Όταν όλα είναι συγκεντρωμένα στις πόλεις, οι άνθρωποι της περιφέρειας αισθάνονται πως υστερούν. Όμως αυτό, είναι μια ψευδαίσθηση που δημιουργείται. Γιατί η ζωή στην Αθήνα είναι οργανωμένη με τέτοιον τρόπο όπου μπορεί να υπάρχει μια πληθώρα πραγμάτων, αλλά κανείς δεν έχει το χρόνο και την αντοχή πια να τα κάνει όλα. Είναι λοιπόν στην κρίση του καθενός το κατά πόσο θέλει να παλέψει προς αυτή την κατεύθυνση, να βγάλει τη ζωή του από ένα τέλμα, από την πλήξη, την ανία. Αυτό γίνεται μόνο οργανωμένα. Όλοι μαζί μπορούμε να το κάνουμε. Όχι ο καθένας μόνος του».

Η παράστασή σας στην Αθήνα περιλαμβάνει συνολικά τέσσερις μονολόγους, ωστόσο στο πλαίσιο της περιοδείας της, «ταξιδεύουν» μόνο οι τρεις.

«Οι ιστορίες είναι αυτόνομες, θα μπορούσε η κάθε μία να παρουσιάζεται και μόνη της. Ο Ντάριο Φο και η Φράνκα Ράμε επαναλαμβάνουν σε κάθε μονόλογο το ίδιο μοτίβο. Οι ιστορίες συνδέονται μεταξύ τους, καθώς αφορούν ένα πρόσωπο. Η Φράνκα Ράμε τα έπαιζε όλα μόνη της και μάλιστα σε μια εποχή, όπου το θέμα της γυναίκας ήταν πολύ έντονο. Προσπαθούσε όμως να δώσει κίνητρα και να αφυπνίσει».