Συνέντευξη με τον Θανάση Παπαγεωργίου, σκηνοθέτη και ηθοποιό της παράστασης «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» που έχει λάβει διθυραμβικά σχόλια από κοινό και κριτικούς

«Οι θεατές βλέπουν στη σκηνή τον Μάρκο, όχι τον Παπαγεωργίου»

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Πατριάρχης του Ρεμπέτικου, ο Μάρκος ο Συριανός, ο Μάρκος της Φραγκοσυριανής και τόσων ακόμη επιτυχιών που έχουν μείνει αναλλοίωτες στο χρόνο και ακούγονται στα πέρατα του κόσμου, «ανεβαίνει» στη σκηνή του Θεάτρου «Απόλλων» και μιλάει για τη ζωή, το έργο και τα βάσανά του με τη «φωνή» του σκηνοθέτη και ηθοποιού, Θανάση Παπαγεωργίου.

Το έργο της Νάνση Τουμπακάρη «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης», βασισμένο στην αυτοβιογραφία του Μάρκου, έτσι όπως την κατέγραψε η πένα της Αγγελικής Βέλλου-Κάϊλ, παρουσιάζεται για τέσσερις ημέρες στο ιστορικό θέατρο της Ερμούπολης, στο πλαίσιο του 4ου Φεστιβάλ Ρεμπέτικου «Η Σύρα του Μάρκου Βαμβακάρη».

Η πραγματοποίηση της παράστασης στη γενέτειρα του μεγάλου ρεμπέτη, ήταν μια υπόσχεση που ο Θανάσης Παπαγεωργίου είχε δώσει από την αρχή στα αδέλφια του. Ωστόσο, οι τέσσερις αυτές παραστάσεις (28 Ιουνίου – 1η Ιουλίου 2019) είναι αφιερωμένες, στο γιο του Στέλιο, ο οποίος έφυγε από τη ζωή, πριν από λίγες ημέρες.

Σε συνέντευξή του στην «Κοινή Γνώμη», ο κ. Παπαγεωργίου αναφέρεται στη σχέση του με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον οποίο συνάντησε για πρώτη φορά σε ηλικία 10 ετών, αλλά και στην πρόθεσή του να απενοχοποιήσει τον ίδιο και τις ζωές όλων εκείνων των ανθρώπων που στιγματίστηκαν και τέθηκαν στο περιθώριο, εξαιτίας των επιλογών τους.

Η ενσάρκωση ενός ρόλου, μιας προσωπικότητας, ενός μύθου που κουβαλά πίσω του μία ολόκληρη ιστορία αποτελεί πρόκληση για έναν ηθοποιό, που καλείται να γίνει κοινωνός μιας γνωστής και ταυτόχρονα άγνωστης ιστορίας γεμάτης χαρές, λύπες, αλλά και πικρές αλήθειες;

«Νομίζω ότι όλα αυτά τα άτομα που άφησαν πολύ έντονα το στίγμα τους στην κοινωνία και την ιστορία, είναι πλάσματα τα οποία ο καθένας θέλει να ερμηνεύσει, να τα ενσαρκώσει, να νιώσει λίγο σαν αυτά. Ο Μάρκος είναι ένας Πατριάρχης. Ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει βάλει τη σφραγίδα του φαρδιά πλατιά στην εξέλιξη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Σε αυτόν οφείλονται πάρα πολλά πράγματα. Δε λέω όλα, γιατί θα ήταν υπερβολή. Ωστόσο, ένας Πατριάρχης είναι η πηγή από την οποία ξεπηδούν οι επόμενες φουρνιές. Όταν ήρθε στα χέρια μου το συγκεκριμένο κείμενο, φυσικό ήταν να συγκινηθώ με την ιδέα να ενσαρκώσω τον Μάρκο και να αισθανθώ λίγο όπως αυτός. Και νομίζω πως βγήκε μία παράσταση και μία ερμηνεία αντάξια του μεγαλείου του».

Αντιλαμβάνεστε την ομοιότητα που το κοινό εντοπίζει, τουλάχιστον φυσιογνωμικά, ανάμεσα στον Μάρκο Βαμβακάρη και εσάς;

«Προσωπικά το αντιλαμβάνομαι, αλλά και οι θεατές, απ’ ό,τι μου λένε, δεν βλέπουν τον Παπαγεωργίου στη σκηνή, βλέπουν τον Μάρκο. Να φανταστείτε, ότι ξεγελάστηκε ακόμη κι ο γιος του, ο Στέλιος, που μας έφυγε πριν από λίγες ημέρες. Παρακολουθώντας μία μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη που προβάλλεται στην παράσταση, με ρώτησε πού βρήκα το υλικό; «Εγώ είμαι», του απάντησα. Δεν το είχε καταλάβει. Από την αρχή που του είχα δείξει μια φωτογραφία μου, αναρωτήθηκε το ίδιο. «Πού τη βρήκες αυτή τη φωτογραφία; Εγώ δεν την έχω». Δεν ξέρω αν η ομοιότητα με τον Μάρκο είναι μεγάλη. Παραπέμπει εκεί, νομίζω όμως ότι αυτά τα πράγματα λειτουργούν από κοινού με την ερμηνεία. Όχι από μόνα τους. Δεν ξέρω πόσο εύκολα θα το πεις, βλέποντας μία σκέτη φωτογραφία, αλλά αν δεις και την ερμηνεία μαζί, θα τα συνδέσεις και θα τα συνδυάσεις».

Με ποιον τρόπο υπήρχε ο Μάρκος στη ζωή σας, πριν από τη δημιουργία αυτής της παράστασης;

«Όπως αναφέρω και στο πρόγραμμα, με τον Μάρκο είχα τρεις συναντήσεις. Η μία ήταν όταν ήμουν παιδάκι 10-11 ετών. Ο πατέρας μου πήγε όλη την οικογένεια στο μαγαζί του, στις Τζιτζιφιές. Εκεί γνώρισα ονόματα, τα οποία αναφέρονται στην παράσταση από το μαγαζί εκείνο, του «Καλαματιανού». Ο Παπαϊωάννου ήταν βασικά, Ροβερτάκης, Καρίπης, Περιστέρης, Κερομύτης, όπως λέει και ο Μάρκος, ένα ιερατείο ολόκληρο. Η πρώτη γνωριμία ήταν εκεί, χωρίς να ξέρω ποιος είναι ο Βαμβακάρης. Η δεύτερη έγινε το 1969, όταν ανέβασα στην Κοκκινιά την «Αυλή των θαυμάτων» και πήγα λίγα τετράγωνα παρακάτω από το θέατρο, στο σπίτι του Μάρκου να του ζητήσω να μου γράψει τη μουσική της παράστασης. Πίστευα ότι οι συνθέσεις του θα ταίριαζαν πολύ στο έργο. Τον συνάντησα, μιλήσαμε, βέβαια ήταν άρρωστος εκείνη την εποχή, είπε «δεν μπορώ να το κάνω εγώ, γιατί είμαι κουρασμένος, μπορεί να αναλάβει ο Στέλιος». Πράγματι, ήρθε ο Στέλιος και έγραψε μια εκπληκτική μουσική επένδυση για το έργο. Η τρίτη συνάντησή μου με τον Μάρκο ήταν αυτή, όπου έγινα εγώ Μάρκος».

Σας είχε περάσει ποτέ από το μυαλό η σκέψη να τον ενσαρκώσετε επί σκηνής;

«Όχι, δεν το είχα σκεφτεί καθόλου. Μπήκε στο μυαλό μου όταν η Νάνσυ μου έφερε τον μονόλογο, τον οποίο έμαθα ότι είχε γράψει πριν από χρόνια και μάλιστα της είπα «γιατί δεν το έστειλες σε μένα που ασχολούμαι με το ελληνικό έργο»; Όταν το διάβασα, μέσα σε μία νύχτα δώσαμε τα χέρια. Είπαμε «τελείωσε, το ανεβάσαμε» και ξεκινήσαμε. Δεν το είχα στο μυαλό μου, αλλά ο Μάρκος υπήρχε στη ζωή μου από τότε που νιώθω τη μουσική, από τότε που ανακατεύτηκα με την τέχνη. Ήξερα τα τραγούδια του, τα έλεγα, μου άρεσε το ρεμπέτικο, ήξερα ποιος είναι ο Μάρκος. Μπορεί όχι σε βάθος, αλλά τον έμαθα καλύτερα ασχολούμενος τώρα με την αυτοβιογραφία του».

Τι ήταν αυτό που θέλατε εξ’ αρχής να πείτε μέσω αυτής της παράστασης;

«Κύριος στόχος μου ήταν να απενοχοποιήσω τον Μάρκο και τη ζωή όλων αυτών των ανθρώπων που είναι στιγματισμένοι είτε με το χασίσι, είτε με το ρεμπέτικο. Τα ρεμπέτικα είχαν πάρει, στην αίσθηση των ανθρώπων, μία αρνητική όψη. Οι ρεμπέτες… οι «αλήτες» και πήγαινε και παρακάτω, οι «μαχαιροβγάλτες», οι «χασικλήδες». Όλα αυτά ήθελα να τα απενοχοποιήσω, γιατί με ενδιέφερε το βάσανο που τράβηξαν αυτοί οι άνθρωποι για να σταθούν στα πόδια τους. Δηλαδή, νομίζω ότι το να καταλήγει κανείς εκεί, είναι περισσότερο μια άμυνα παρά μία προτίμηση, μία επιλογή. Δε γεννήθηκε κανείς για να καπνίσει χασίσι, να φύγει από το μαρτύριό του. Και πιστεύω πως αυτό, το δίνει καλά η παράσταση και ο ίδιος ο Μάρκος με την αυτοβιογραφία του. Ο ίδιος δεν αναφέρεται στο χασίσι σαν κάτι φοβερό, κακό, άθλιο, άτιμο και ανήθικο. Θέλω να πω ότι, αυτά είναι παιχνίδια κοινωνικά. Σε καμία περίπτωση δεν προτείνουμε «παιδιά, άμα έχετε βάσανα, καπνίστε χασίσι». Για όνομα του Θεού. Αλλά αυτή η γενιά ήταν χιλιοβασανισμένη. Δεν είχαμε ιδέα τι τράβηξαν. Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε το 1905. Είχε περάσει δυο-τρεις δικτατορίες, τρεις παγκόσμιους πολέμους, είχε ζήσει την προσφυγιά, πρώτη φορά έβαλε παπούτσια, σε ηλικία 10 χρονών. Το διανοείστε αυτό σήμερα; Δεν μπορούμε να στιγματίσουμε αυτούς τους ανθρώπους με τις επιλογές που έκαναν στη ζωή τους, για να μπορέσουν να νιώσουν μια στιγμή ευτυχίας. Μιλάμε για μια άθλια εποχή της Ελλάδας».

Το γεγονός ότι μετά από δύο χρόνια επιτυχημένης πορείας, η παράσταση έρχεται στη Σύρο σας γεμίζει με περισσότερη ευθύνη;

 «Η αλήθεια είναι, ότι έχω ένα πρόσθετο τρακ. Έρχομαι να παίξω τον Μάρκο μπροστά σε κόσμο που τον έχει κάνει ίνδαλμά του, οπότε διπλασιάζονται οι ευθύνες μου. Ήθελα πάρα πολύ να παίξω στη Σύρο, παρόλο που από κει έφυγε μικρό παιδί. Δεν έχει σημασία. Συριανός ήταν. Η αγάπη του για το νησί ήταν γνωστή και όλα γίνονταν για τη Σύρα. Το χειρότερο που μου έλαχε, ήταν που πριν από λίγες ημέρες πέθανε ο γιος του ο Στέλιος, στον οποίο αφιερώνω αυτές τις τέσσερις παραστάσεις. Επιπλέον, με μεγάλη μου χαρά θα παίξω για έξι ημέρες στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στην πόλη όπου ο Μάρκος πήγε 12 ετών, μεγάλωσε, έζησε και πέθανε. Αμέσως μετά, η παράσταση θα συνεχιστεί στην Αθήνα, στο Θέατρο Άνεσις».