Συνέντευξη με τη σκηνοθέτη Στέλλα Σερέφογλου για την παράσταση «Θα σε πάρει ο δρόμος» του Σάκη Σερέφα στο 7ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού και Χοροθεάτρου στη Σύρο

«Οι δυσκολίες της ζωής είναι κομμάτι της ανθρώπινης μοίρας»

Δέκα μικρές ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας που έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με τη ζωή, συνθέτουν το αφηγηματικό νήμα της παράστασης «Θα σε πάρει ο δρόμος», σε σκηνοθεσία Στέλλας Σερέφογλου.

Η θεατρική διασκευή του ομώνυμου βιβλίου του Σάκη Σερέφα παρουσιάζεται την Κυριακή 14 Ιουλίου 2019 και ώρα 20:30, στην Πινακοθήκη Κυκλάδων, στο πλαίσιο του 7ου Akropoditi DanceFest.

Μία γυναίκα κι ένας άντρας συναντιούνται σε μία κουζίνα και εξομολογείται ο καθένας την ιστορία του. Σχεδόν πάντα, επιθυμούμε να οργανώνουμε με τέτοιο τρόπο τις ζωές μας, ώστε το απρόοπτο και ξαφνικό να εκδηλώνεται όσο γίνεται πιο σπάνια. Το μυστήριο όμως, η δυσκολία και η μαγεία της ζωής είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο ανατροπής, αναπόσπαστο τελικά κομμάτι της ανθρώπινης μοίρας. Γιατί είμαστε άνθρωποι, άνθρωποι που μας παίρνει ο δρόμος. Τους χαρακτήρες του έργου ενσαρκώνουν ο Γιάννης Δρακόπουλος και η Λένα Γιάκα.

Σε συνέντευξή της στην «Κοινή Γνώμη» η Στέλλα Σερέφογλου μιλά για την Τρίτη κατά σειρά σκηνοθετική δουλειά της, που μετά από δύο επιτυχημένα χρόνια στην Αθήνα (Θέατρο 104 και Άλφα Ιδέα), ολοκληρώνει τον κύκλο της στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων.

Τι ήταν αυτό που σας κίνησε το ενδιαφέρον, διαβάζοντας το βιβλίο του Σάκη Σερέφα και σας έδωσε το ερέθισμα να το διασκευάσετε και να το παρουσιάσετε επί σκηνής;

«Ο Σάκης Σερέφας είναι γνωστός και πολυγραφότατος. Έχει γράψει και θεατρικά έργα αλλά και λογοτεχνία. Παρακολουθώ τη δουλειά του. Διάβασα το συγκεκριμένο κείμενο και μου άρεσε που είχε είκοσι διαφορετικές ιστορίες. Γενικά, είμαι λάτρης του σύντομου γραπτού λόγου. Επιπλέον, οι πρωταγωνιστές των διαφορετικών αυτών διηγημάτων είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Αλλά τους συμβαίνουν πολύ περίεργα γεγονότα που ανατρέπουν την κανονικότητα της ζωής τους. Εμείς τα παρακολουθούμε αυτά μέσα σε 15-20 σελίδες κάθε φορά. Ένα διήγημα, όπως και μία ταινία μικρού μήκους, είναι πάρα πολύ δύσκολο να πετύχει γιατί πρέπει να πεις μια ιστορία, αλλά δεν έχεις όλο το χρόνο να την ξεδιπλώσεις και να την αναλύσεις δραματουργικά, όπως σε ένα βιβλίο 200-300 σελίδων. Άρα πρέπει να είσαι πάρα πολύ καλός σε αυτό που κάνεις. Και νομίζω πως ο Σάκης Σερέφας το πέτυχε, γιατί καταλαβαίνεις πάρα πολλά πράγματα για τους ήρωες, χωρίς να τα διαβάζεις. Ξέρει πολύ καλά ποιοι είναι οι ήρωές του. Ενώ οι ιστορίες είναι σύντομες κι εμείς μαθαίνουμε ένα πολύ μικρό κομμάτι της ζωής τους, ταυτόχρονα μπορούμε να μαντέψουμε ποιες είναι αυτές οι προσωπικότητες. Το ίδιο κάνει και ο Τσέχωφ στα διηγήματά του. Είναι πολύ μικρά σε έκταση, όμως καταλαβαίνεις αρκετά γι’ αυτό που συμβαίνει και για την ψυχολογία των ηρώων».

Ήταν δύσκολη η επιλογή των δέκα ιστοριών που θα συνδιαρμόφωναν την παράστασή σας;

«Η βασική δυσκολία ήταν στον τρόπο με τον οποίο θα ένωνα τις ιστορίες, ώστε να αποτελούν μία ενιαία παράσταση. Άρα ήταν πολύ σημαντικό να επιλέξω με ποια ιστορία από όλες θα ξεκινάει και με ποια θα τελειώνει. Ήταν πολύ δημιουργικό μεν, αλλά ταυτόχρονα δύσκολο γιατί πιστεύω ότι θα είχαμε τελείως διαφορετική παράσταση αν ξεκινούσε με άλλη ιστορία και τελείωνε με άλλη. Άρα, επειδή κάποιες από αυτές έχουν ένα σχετικά σκληρό και σκοτεινό θέμα, ήθελα να τελειώσουμε αισιόδοξα με μία ιστορία που να μην αφήνει στον θεατή τα ίδια συναισθήματα, που του άφησαν οι προηγούμενες. Αυτό που ήθελα είναι να αφήσω τους θεατές με μια γλυκόπικρη αίσθηση. Ναι μεν, αλλά… η ζωή συνεχίζεται».

Υπάρχει κάποιο κοινό στοιχείο μεταξύ των ιστοριών;

«Όλες οι ιστορίες έχουν γραφτεί από τον ίδιο άνθρωπο. Μπορεί να μιλάει για τελείως διαφορετικά προβλήματα, αλλά το ύφος είναι το ίδιο. Αυτό έπρεπε να το υπηρετήσω και δραματουργικά και σκηνοθετικά. Οπότε και στην ένωση των ιστοριών υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που σε βοηθάει να χωνέψεις αυτό που έχεις δει και να σε προετοιμάσει για το επόμενο. Είναι σαν να βρισκόμαστε σε μια πολυκατοικία και να μπορούμε να δούμε από την κλειδαρότρυπα τι συμβαίνει στο κάθε διαμέρισμα. Βλέπεις μια ιστορία του πρώτου ορόφου, μία από το υπόγειο κλπ. Κάποιες μιλούν για τη μοναξιά και την εγκατάλειψη, κάποιες άλλες για τον έρωτα, τις εμμονές, τις αναμνήσεις. Όλες έχουν κάτι το μελαγχολικό. Παρόλα αυτά, μου άρεσε που το κείμενο έχει χιούμορ, μπορεί να είναι σκοτεινό και ιδιόρρυθμο, αλλά γελάς. Μπορείς και να ταυτιστείς κιόλας. Οι ιστορίες είναι βγαλμένες από την ίδια τη ζωή, αλλά όχι με έναν εύκολο τρόπο, όπως στα σήριαλ. Το κείμενο έχει κι άλλα επίπεδα πιο σκοτεινά που εγώ έπρεπε να λάβω υπόψη μου για να το εξυπηρετήσω όπως πρέπει».

Τι συμβολίζει η κουζίνα την οποία επιλέξατε ως τόπο αφήγησης;

«Η κουζίνα είναι σημείο συνάντησης, συγκέντρωσης της οικογένειας, εστία αλλά και βασικός χώρος μεταμορφώσεων. Μέσα σε αυτό φυλάσσονται πολλά υλικά, τα οποία μπορείς να ενώσεις και να δημιουργήσεις διαφορετικά πράγματα. Σε επικοινωνία που είχα με τον Σάκη Σερέφα, μοιράστηκα μαζί του την ιδέα μου και ξετρελάθηκε. Μου είπε ότι η κουζίνα είναι ο αγαπημένος του χώρος. Αν μπορούσε θα ζούσε εκεί, θα μαγείρευε και θα είχε το κρεβάτι του κοντά. Και η αλήθεια είναι ότι κάποιες από τις ιστορίες της παράστασης έχουν σχέση με το φαγητό».