Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. Καθηγητή καρδιολογίας

Γεράματα

  • Τρίτη, 30 Οκτωβρίου, 2018 - 06:24

Κάθε μέρα που περνά, αργά, ανεπαίσθητα συρρικνώνεται, αποδομείται. Θλίψη! Έχει χάσει αρκετούς πόντους. Η εμφάνισή της δεν έχει πια το σφρίγος της νεότητας. Ζάρες το δέρμα, γκρίζα μαλλιά. Προπάντων η συμπεριφορά. Ξεχνάει τα λογικά γεγονότα. Το παρελθόν της δεν είναι πια δικό της. Θυμάται μόνο κάποια συναισθήματα από τα παλιά. Επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια. Ασυνάρτητα. Χωρίς τάξη πια ψάχνει διαρκώς τα πολύτιμά της. Καταλαβαίνει και θρηνεί. Δεν ξέρει τι θέλει. «Τι θέλεις;» Βογκάει. «Πονώ!» απαντά. |Τα κύτταρα στον εγκέφαλό της πεθαίνουν διαρκώς και δεν ανανεώνονται. Έχει αδυνατίσει. Οι αντιστάσεις της έχουν καμφθεί. Είτε εξαφορμής κάποιας εξωτερικής επίδρασης οξέως είτε και χωρίς αυτήν, το τέλος έρχεται αδυσώπητο. Είναι 84 ετών. Αγαπημένη!

Κάθε μέρα που περνά, αργά, ανεπαίσθητα συρρικνώνεται, αποδομείται. Θλίψη! Έχει χάσει εδάφη. Η εμφάνισή της δεν έχει πια το σφρίγος της νεότητας. Εγκαταλειμμένες περιοχές, γκρίζες ζώνες. Προπάντων η συμπεριφορά. Ξεχνάει λογικά γεγονότα. Η ιστορία της δεν είναι πια δική της. Θυμάται μόνο κάποια συναισθήματα από τα παλιά. Επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια. Ασυνάρτητα. Χωρίς τάξη πια, ψάχνει διαρκώς τα πολύτιμά της. Καταλαβαίνομε όλοι και θρηνούμε. Δεν ξέρει τι θέλει. Βογκάει. Οι άνθρωποί της γερνούν και πεθαίνουν. Είτε παιδιά δεν γεννιούνται, είτε τα λίγα που έρχονται στον κόσμο φεύγουν μετανάστες στην ξενιτιά. Έχει αδυνατίσει. Οι αντιστάσεις της έχουν καμφθεί. Είτε εξαφορμής κάποιας εξωτερικής επίδρασης οξέως είτε και χωρίς αυτήν, το τέλος μοιάζει να έρχεται αδυσώπητο. Είναι 4000 ετών. Πατρίδα, αγαπημένη!

Γέρασε η πατρίδα, ναι, το τέλος όμως δεν είναι (ακόμη;) υποχρεωτικό. Παιδιά δεν χρειάζονται πια πολλά, αρκεί να γυρίσουν πίσω όσα έχουν φύγει για να ανανεώσουν την πατρίδα μας. Η ευθύνη βρίσκεται ακόμη στα χέρια των ενήλικων, νέων και πιο ώριμων Ελλήνων. Οι ζωή των κοινωνιών θυμίζει τη ζωή των ατόμων, αλλά δεν είναι ίδια. Οι διαφορές μπορεί να παίζουν ρόλο. Η πατρίδα μας (πόσο αλήθεια ήταν πατρίδα μας το πλήθος των πολιτειών που ζούσαν σ΄ αυτό τον τόπο και μιλούσαν μια γλώσσα πολλά κοινά έχουσα με τη δική μας;) πέθανε με τη μάχη της Χαιρώνειας. Κι αμέσως αναστήθηκε. Ενωμένη κάτω από την ηγεσία μιας προσωπικότητας ανεπανάληπτης στην ιστορία, ξαπλώθηκε σε όλο σχεδόν το γνωστό τότε κόσμο. Δεν ήταν βέβαια ακριβώς ίδια, αλλά ήταν σαφής η συνέχειά της. Και μετά, αυτή η ξαπλωμένη παντού ελληνιστική περιοχή υπέκυψε στη στρατιωτική υπεροχή της Ρώμης. Και η φυσιογνωμία της Ρώμης άλλαξε, πήρε την Ελληνική παιδεία. Και η ένεση του Χριστιανισμού, στη μοναδική συσκευασία της Ελληνικής γλώσσας, εξελλήνισε βαθμιαία και τη Ρωμαϊκή περίοδο και οι Έλληνες γίναμε Ρωμιοί. Ώσπου η τόσο μοναδική μακρά παράδοση πέθανε το 1453. Κι όμως δεν είχε πεθάνει. Αναστήθηκε το 1821. Και ξανά στην εποποιία του 1940.

Τέσσερις χιλιάδες χρόνια δεν περνούν χωρίς μεγάλες αλλαγές. Ωστόσο, η ταυτότητα του Ελληνισμού διατηρείται ως σήμερα. Και ξαφνικά βλέπομε, ζούμε, τις συνέπειες του γήρατος, τη γενικευμένη εκφύλιση, προβλέπομε την έλευση ενός (οριστικού;) θανάτου. Κι όμως (υποπτευόμαστε πως) μπορεί ακόμη να υπάρχει ανανέωση και σωτηρία. Κανένας δεν μπορεί να πει πώς. Οι ξένοι, με θυσίες, μάς παρέχουν βοήθεια, αλλά με όρους που διαρκώς μας εξασθενούν περισσότερο. Σα να μας καθηλώνουν στο κρεβάτι, μας βάζουν στο γύψο. Τόσο όσο χρειάζεται για τα δικά τους συμφέροντα. Μην τους μεμφόμαστε. Αυτοί δεν είναι εμείς.

Ανήκω στους υπερώριμους Έλληνες. Την τελευταία 5ετία ασχολούμαι με τα προβλήματά μας, χωρίς να είμαι ειδικός. Μα, ακριβώς, υποστηρίζω, πως για το πρόβλημά μας δεν είναι ο ειδικός μόνο που χρειάζεται, αλλά και ο σκεπτόμενος. Και υπάρχουν πολλοί σήμερα σκεπτόμενοι. Άλλοι προσφέρουν τις ιδέες τους κι άλλοι σκέπτονται πάνω σ΄ αυτές. Οι «ειδικοί», οι πολιτικοί, οι οικονομολόγοι έχουν αποτύχει. Τα βάζομε μ΄ αυτούς, προδότες τους αποκαλούμε, αλλά προδότες δεν είναι. Απλώς αποτυχημένοι. Να τους βάλουμε φυλακή; Δεν σωζόμαστε. Σκέφτομαι ότι ζούμε σε ένα περιβάλλον που μας ωθεί στην παρακμή, ό,τι κι αν κάνουμε. Εκτός από ένα: να αλλάξουμε αυτό το περιβάλλον. Και δεν είναι εύκολο.

Η κεντρική ιδέα της στάσης μου είναι να επανέλθουμε στις αρχές των προγόνων μας. Όχι να τους μιμηθούμε. Ούτε τους πετυχημένους σύγχρονους λαούς να μιμηθούμε. Κεντρική αρχή των προ-προ-παππούδων μας ήταν να μη μιμούνται τους άλλους, ούτε τους προγόνους τους. Να μαθαίνουν από αυτούς και να δημιουργούν τις δικές τους θέσεις.

Έχω προτείνει επανειλημμένα να αναστήσουμε μια δημοκρατία, στηριγμένη στην αρχαία παράδοση όπου κεντρική θέση είχε η κλήρωση των αρχόντων. Το λέει ξεκάθαρα ο Αριστοτέλης, που τον θαυμάζουν όλοι οι λαοί: «Λέγω δ΄ οον δοκε δημοκρατικν μν εναι τ κληρωτς εναι τς ρχς, τ δ΄ αρετς λιγαρχικν». Η εκλογή των αρχόντων είναι ολιγαρχική, η κλήρωσή τους δημοκρατική. Ισχύει για τη βουλευτική και τη δικαστική εξουσία. Η εκτελεστική διορίζεται από τον ίδιο το λαό. Η δημοκρατία απαιτεί ισοπολιτεία, ισονομία και ισηγορία. Η τελευταία προϋποθέτει ότι όλοι οι πολίτες μπορούν όχι μόνο να ακούν και να μιλούν, όχι μόνο να διαβάζουν, αλλά και να γράφουν ορθά. Οι πρόγονοί μας το είχαν επιτύχει έχοντας επινοήσει την αλφαβητική, φωνητική γραφή. Εμείς διατηρήσαμε την αλφαβητική γραφή, αλλά όχι πια φωνητική. Η γλώσσα μας εξελίχθηκε, αλλά έπαψε να την ακολουθεί η γραφή της. Ένα μόνο φθόγγο, το «Ι», έχομε 7 τρόπους να τον γράφουμε. Οι Έλληνες μάθαμε «γράμματα». Σχεδόν 100% των ενηλίκων σήμερα ξέρουν να διαβάζουν, ενώ στις αρχές του περασμένου αιώνα, ήταν ελάχιστοι. Ωστόσο, μόνον 0%-24% των καλά εκπαιδευμένων σύγχρονων Ελλήνων μπορεί να γράφει χωρίς λάθη. (Ίσως μόνον ο Γ.Μπαμπινιώτης και η Google). Μα η φωνητική γραφή είναι που ταιριάζει στη δημοκρατία (όπως είχαν οι κλασικοί πρόγονοί μας), η αλφαβητική μη φωνητική γραφή (με ανεπάρκεια ορθής γραπτής έκφρασης) ταιριάζει στην ολιγαρχία, σαν κι αυτή που έχομε σήμερα και ο πλήρης αναλφαβητισμός του λαού στην απόλυτη μοναρχία, όπως είχαν οι Μακεδόνες, οι Βυζαντινοί, οι Οθωμανοί και οι Μεσαιωνικοί δυτικοί Ευρωπαίοι.

Αυτά που γράφω είναι η προϋπόθεση, όχι εγγύηση, ότι μπορούμε να ανανεωθούμε. Οι καλύτερες για τις εκάστοτε συνθήκες λύσεις θα προκύψουν μόνον από τη συζήτηση με συμμετοχή όλου του λαού. «Διὰ τοῦτο καὶ κρίνει ἂμεινον ὂχλος πολλὰ ἢ εἷς ὁστισοῦν», (Αριστοτέλης). Και: «…τὸ ἂδηλον εἶναι πολλάκις μυστηριῶδὲς τι προαίσθημα τῶν πολλῶν μᾶλλον ἢ ἐπιστημονική διάγνωσις τῶν ολίγων. Ὃθεν ὃλως ἂπορον δὲν εἶναι ὃτι τὸ πάλαι ὁ λαὸς ἀνεδείχθη σοφώτερος τῶν διδασκάλων αὐτοῦ» (Κ.Παπαρρηγόπουλος).

Διαβάστε ακόμα