Αποχαιρετώντας το Νάσο

  • Πέμπτη, 15 Μαρτίου, 2018 - 06:26

 Λείποντας χρόνια απ τη Σύρο, άκουγα τακτικά για το Νάσο. Είχα  μια πολύ ολοκληρωμένη εικόνα για τον άνθρωπο αυτό, προτού τον γνωρίσω, διότι συνεργάζονταν με το πατέρα μου.  Έφταναν τακτικά στα αυτιά μου,  διάφορες πλάκες που σκάρωνε ο Νάσος μες το ναυπηγείο.  Είχα ακούσει αρκετά γι αυτό το κύριο με το νευρικό περπάτημα. Είχα ακούσει αρκετούς εργάτες να γελούν με τις πλάκες του.

Ερχόμενος λοιπόν στο νησί, είχα τη τύχη να τον γνωρίσω από κοντά.  Είναι εμφανή τα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπο του, και τα χέρια του βαριά.  Δείχνει να κουβαλά κούραση πολλών ετών επάνω του.  Αυτό που έμεινε αναπόσπαστο μέσα μου, είναι τα μάτια του. Έχει δύο μάτια σα μπαλκόνια με θέα προς τη θάλασσα.  Ήταν απύθμενη η ελπίδα μέσα τους.
Η πρώτη μου, ουσιαστική επαφή μαζί του, ήταν όταν έκανα το πρώτο μου επαγγελματικό βήμα.  Ήρθε να με δεί, και να μου ευχηθεί.

Ήρθε να μου αφήσει μια θερμή ευχή και λίγη αγάπη. Μου φώτισε το δρόμο, μιας και είμαι κοντά ηλικιακά με τους γιούς του. Δεν ξεχνώ όπου γεμάτος ελπίδα, μου μιλούσε τις μέρες και τα έργα του με υπερηφάνεια, μα  που πλέον καταρρέουν σε αυτό το ναυπηγείο. Κι όμως θαρραλέος, δεν άφησε καμία ημέρα να πάει χαμένη, χωρίς αγώνα.  Αγνός, καθαρός μα και επαναστάτης. Μοιραστήκαμε μαζί λοιπόν ένα διάλογο,  γεμάτο αλήθειες κι αυθεντία.

            Επαναστατούσε ο Νάσος, ενώ μαχόταν για μια πιο δίκαιη ζωή, σε μάχη άνιση. Ύψωσε τη φωνή του, και χτύπαγε το χέρι στο τραπέζι όπου έβλεπε το άδικο. Αγωνιστής ενός πιο αξιοπρεπούς βίους. Αντιμαχόταν όμως μέσα του και ο φόβος που του χαν ξυπνήσει.  Μετά από τόσους μόχθους τόσων χρόνων, φλέρταρε καθημερινά με την ανασφάλεια για το αν αύριο θα έχει δουλειά. Του έγδαρε τα σωθικά το πότε θα πάρει αυτό που του ανήκει. Αυτό το αυτονόητο... τα δεδουλευμένα του.

Τον είχα πετύχει ξανά, μετά από καιρό, στο αγαπημένο του καφενείο, και όταν τον ρώτησα τι κάνει, συνειδητοποίησα πως έχει αρχίσει να σβήνει μέσα του, το παραμικρό ίχνος ελπίδας που του έτρεφαν. Είχε αρχίσει να βλέπει σαν μάταιο τον αγώνα μιας ολόκληρης ζωής.  Το βλέμμα αυτού του μάγκα, είχε αρχίσει να μαραίνεται. Η ελπίδα σιγά-σιγά μετατρεπόταν σε θλίψη.  Η αγωνία και η ανασφάλεια που βίωνε αυτή η ψυχή, κλωτσούσε από μέσα. Επέτρεψε, οι τοξίνες απ την ένταση και το θυμό, να του κατασπαράξουν τη σάρκα. Αυτή τη φορά τα είχε με τον εαυτό του, που τους επέτρεψε να του κλέψουν το μέλλον.
Όσο και αν είχε ποτίσει με σκουριά από λαμαρίνες το δέρμα, αν κάτι διατηρούσε ο Νάσος,  ήταν το παιδικό του γέλιο. Κάποιος είπε στο παιδί αυτό πως η αγάπη είναι κρασί, και το έριξε εκεί. Όσες φορές μιλήσαμε μύριζαν τα χνώτα του κρασί. Και χωρίς όμως αυτό, είχε ούτως η άλλως αγαπηθεί. Ήταν αυθεντικός ο Νάσος, μα δε μπορούσε να ζεί με την ελπίδα της αναμονής. Κουράστηκε να έχει μια ζωή το βλέμμα του στραμμένο προς τους γερανούς. Έσβηναν οι σκέψεις με κρασί.
Έδεσε κάθε ελπίδα και προσμονή πάνω σε μια δεξαμενή, και τη βύθισε! Επαναστάτησε με το τρόπο του ο Νάσος. Αυτή τη φορά, έστρεψε το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ τους γερανούς.  Τον κούρασαν οι σκουριές, οι σκόνες και του κόσμου αδικία.  Του σκούριασε η αλμύρα τις σφαίρες και δε πέταξε ούτε μια.  Ήταν πολλές οι σφαίρες που είχε φάει όλα αυτά τα χρόνια.
Φεύγοντας μαγκιόρος, άφησε ένα μήνυμα σε μπλέ ουρανό:
"Παύω πλέον να προσπαθώ, μου θάψατε κάθε ελπίδα. Δεν ανήκω πλέον εδώ".
Νάσο, δεν είσαι νικημένος, αλλά νικητής. Εναπόθεσες σώμα και μια ψυχή ΚΑΘΑΡΗ. Εκτιμώ όλες σου τις συμβουλές, και νιώθω μεγάλη τιμή και χαρά που είχα τη τύχη να σε γνωρίσω. Ας είναι η ψυχή σου να πετάξει ελεύθερα. Θα σε θυμάμαι!

Α.Β.

           

           

 

Διαβάστε ακόμα