Ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού στο Υπουργικό Συμβούλιο

Αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ

  • Τρίτη, 29 Ιανουαρίου, 2019 - 06:22

Στα 650 ευρώ ο κατώτατος μισθός, σύμφωνα με ανακοίνωση του Πρωθυπουργού, Αλ. Τσίπρα, στο χθεσινό Υπουργικό Συμβούλιο και κατάργηση του υποκατώτατου μισθού.

Μεταξύ των λόγων που καθορίζουν τη σημαντικότητα του Υπουργικού Συμβουλίου, όπως τέθηκε από τον πρωθυπουργό, ήταν και η ανακοίνωση της αύξησης κατά 11% του κατώτατου μισθού και καθώς ο υποκατώτατος μισθός ήταν στα 510 ευρώ και ο κατώτατος στα 586 ευρώ, από τον επόμενο μήνα πλέον θα ισχύσει μόνο ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ.

Στρατηγικός στόχος

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο πρωθυπουργός, το ζήτημα του κατώτατου μισθού «ένα θέμα που ακουμπά στον πυρήνα του πολιτικού μας σχεδίου, των στρατηγικών μας επιδιώξεων και στοχεύσεων, αλλά κυρίως ακουμπά στον πυρήνα του κοινωνικού ζητήματος και των κοινωνικών αντιθέσεων».

Η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν κύριο στοιχείο του στρατηγικού σχεδιασμού της κυβέρνησης για τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων, που με την έξοδο της χώρα από τα μνημόνια δίνεται η δυνατότητα υλοποίησης τέτοιων πολιτικών, σύμφωνα με τον Αλ. Τσίπρα, ο οποίος ανέφερε ότι «Από την πρώτη στιγμή της διακυβέρνησης μας είχαμε επισημάνει την κομβική σημασία που έχει για μας, για τις αναλύσεις μας και το σχέδιο μας, ο μισθός. Είχαμε επισημάνει ότι η στρατηγική της δίκαιης ανάπτυξης και ο στρατηγικός στόχος περιορισμού των ανισοτήτων περνά μέσα από την αύξηση του κατώτατου μισθού, από την ενίσχυση της μισθωτής εργασίας, από την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων. Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής και μετά την έξοδο της χώρας από το καθεστώς των μνημονίων, έχουμε πλέον τη δυνατότητα, με ασφάλεια, να προχωρήσουμε στην υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών που δίνουν σάρκα και οστά σε αυτές τις στρατηγικές μας στοχεύσεις».

Τρία στοιχεία επιτυχίας

Για σημαντικές επιτυχίες στο πεδίο της αγοράς εργασίας, έκανε λόγο ο πρωθυπουργός, με την αύξηση του κατώτατου μισθού να αποτελεί επιστέγασμα της προσπάθειας που έγινε, αναφέροντας ότι «δεν είναι ένα πυροτέχνημα».

Απαριθμώντας αυτές τις επιτυχίες αναφέρθηκε στις «εντατικές προσπάθειες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και σειρά στοχευμένων νομοθετημάτων», μέσω των οποίων άλλαξε η εικόνα και επήλθε δραστική μείωση της μαύρης εργασίας στη χώρα, που το 2014 βρισκόταν στο 20% και το 2018 μειώθηκε στο 9%, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, την οποία ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε ως «εξαιρετικά σημαντική, που μας κατατάσσει στο μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε.», συμπληρώνοντας ότι η σημαντικότητα του αποτελέσματος είναι ότι αυτό επιτεύχθηκε «μέσα σε δύσκολες συνθήκες και είναι αποτέλεσμα μιας στοχοπροσηλωμένης, εντατικής, σκληρής δουλειάς του ΣΕΠΕ».

«Μπορούμε να μετατρέψουμε την εργασιακή «ζούγκλα» που παραλάβαμε σε μία κατάσταση που μπορεί να συγκρίνεται με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, σε μία κατάσταση κανονικότητας», είπε για τα προαναφερόμενα αποτελέσματα, συμπληρώνοντας ότι «αυτός είναι ο στόχος μας. Όχι να κάνουμε την Ελλάδα μια κανονική χώρα, αλλά να την κάνουμε και μια χώρα πρότυπο σεβασμού των δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας».

Ένα επιπλέον στοιχείο που επισημάνθηκε από τον πρωθυπουργό αφορά στην επαναφορά του καθεστώτος προστασίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων, γεγονός που επιτεύχθηκε, όπως ο ίδιος είπε «δημιουργώντας ένα θεσμικό πλαίσιο, που όχι μόνο έχει οδηγήσει σε αυξήσεις μισθών, μέχρι σήμερα, για 100.000 εργαζόμενους, αλλά λειτουργεί και ως κίνητρο για την οργάνωση των εργαζομένων και την ενίσχυση των διαπραγματευτικών τους δυνατοτήτων».

Η τρίτη σημαντική επιτυχία, κατά τον πρωθυπουργό, είναι η μείωση της ανεργίας από το 27% το 2014 στο 18,3% το 2018, η οποία αντιστοιχεί σε δημιουργία 350.000 θέσεων εργασίας.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί το «επιστέγασμα όλων αυτών των σημαντικών επιτυχιών στον χώρο της εργασίας, αλλά και της ανάκαμψης της οικονομίας και της επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης», είπε ο Αλ. Τσίπρας, σημειώνοντας ότι πρόκειται για μία «εμβληματική για τον κόσμο της εργασίας πρωτοβουλία, που θα έχει πολλαπλές ευεργετικές συνέπειες σε ότι αφορά στον περιορισμό των ανισοτήτων και την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων, που θα μεταφραστεί άμεσα σε ενίσχυση και τόνωση της πραγματικής οικονομίας».

Βήμα ιστορικής σημασίας

Πέραν της αύξησης του κατώτατου μισθού, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στην κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, που αφορά στους νέους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών, θέμα για το οποίο ανέφερε ότι πρόκειται για «ένα απαράδεκτο θεσμό, που δημιούργησε εργαζόμενους δύο ταχυτήτων, χωρίς να προσφέρει απολύτως τίποτε στη μάχη για την καταπολέμηση της ανεργίας».

Χαρακτήρισε δε την αύξηση του κατώτατου μισθού σε 650 ευρώ μηνιαίως ως «ένα βήμα ιστορικής σημασίας», το οποίο ήρθε «μετά από 10 ολόκληρα χρόνια μειώσεων μισθών» και αποτελεί, όπως είπε, «μία κίνηση με ιδιαίτερο συμβολισμό», η οποία σημείωσε ότι «είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για τον κόσμο της εργασίας που έχει υποφέρει, για όλους εκείνου, που την περίοδο της κρίσης είδαν τα εισοδήματα τους να μειώνονται, τους μισθούς τους να περικόπτονται, είδαν ξαφνικά σε ένα βράδυ την κυβέρνηση συνεργασίας τότε να μειώνει τον κατώτατο μισθό 22% και 32% για τους νέους ανθρώπους. Είναι μία κίνηση ουσιαστική, που την χρωστάμε σε όλους εκείνους που σήκωσαν στην πλάτη τους το βάρος της χρεοκοπίας και της δημοσιονομικής προσαρμογής, που είδαν τα όνειρα της ζωής τους και τις προοπτικές και τις προσδοκίες τους να βυθίζονται στο σκοτάδι της κρίσης και που πλέον η χώρα, βγαίνοντας από την κρίση, μπορεί σταδιακά να αρχίζει να επουλώνει αυτές τις πληγές, διότι έξοδος από την κρίση και τέλος των μνημονίων δεν είναι μια διακήρυξη, αλλά αυτό πρέπει να αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται μέρα με τη μέρα στην πραγματική ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας των συμπολιτών μας. Αυτό είναι ένα βήμα στην μεγάλη πορεία για την αποκατάσταση των αδικιών και την ανοικοδόμηση μιας κοινωνίας ισότητας και αλληλεγγύης».

Προοπτική ανάπτυξης

Ο Αλ. Τσίπρας, αφού εξέφρασε την πεποίθηση ότι η εν λόγω απόφαση θα χαιρετιστεί από την πλειοψηφία των πολιτών, στάθηκε και στους επικριτές, οι οποίοι, όπως είπε, «είναι αυτοί που θα φέρουν αντιρρήσεις από συμφέρον, διότι υπάρχουν κοινωνικές ομάδες, απολύτως μειοψηφικές, οι οποίες είδαν την κρίση ως ευκαιρία τόσο για τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων υπέρ αυτών όσο και για τη διεύρυνση της δικής τους κερδοφορίας». Αναφέρθηκε και σε αυτούς οι οποίοι θα εκφράσουν αντιρρήσεις από άποψη και σε αυτή την περίπτωση σχολίασε ότι «είναι σεβαστή η άποψη τους, είναι οι λεγόμενοι νεοφιλελεύθεροι, είναι αυτοί οι οποίοι θεωρούν ότι η προϋπόθεση της ανάπτυξης είναι η συντριβή της εργασίας. Είναι σεβαστή η άποψη τους, όμως έχουμε κάθετη αντίθεση σε αυτή, όχι μόνο για λόγους ιδεολογικούς αλλά και γιατί η ίδια η ζωή και η εμπειρία έχει αποδείξει ότι αυτή η άποψη δεν έχει επαληθευτεί πουθενά.».

Κατέληξε δε σημειώνοντας ότι «με αυτή την απόφαση, όχι μόνο δίνουμε ανάσα και ελπίδα στους 600.000 εργαζόμενους που επηρεάζονται ευθέως από την αύξηση, όχι μόνο δίνουμε ελπίδα και στους 280.000 επιπλέον που επηρεάζονται εμμέσως από την αύξηση επιδομάτων που είναι συνδεδεμένα με τον κατώτατο μισθό, αλλά δίνουμε και μία προοπτική ακόμα περαιτέρω τόνωσης της δίκαιης ανάπτυξης».