Στο χαμηλότερο επίπεδο πολιτικής συμπεριφοράς η Δημοτική Αρχή Σύρου-Ερμούπολης με τις απειλητικές πρακτικές του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου

Απειλές γιατί εκτέθηκε η πολιτική μεθόδευση

  • Τρίτη, 4 Σεπτεμβρίου, 2018 - 06:20

Η οσμή του φόβου πλανάται πάνω από τις ενέργειες της Δημοτικής Αρχής, όπως μαρτυρά η «αγωνία» του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Σύρου-Ερμούπολης, ο οποίος επέδειξε ένα ακραίο σκεπτικό φασίζοντος προσανατολισμού, στοχοποιώντας την «Κοινή Γνώμη».

Σε μία προσπάθεια «φίμωσης» του τύπου στα σοβαρά και «επώδυνα» για τη Δημοτική Αρχή θέματα, όπως αυτό που αφορά στην απαίτηση αναδρομικών τελών από επιχειρήσεις της Σύρου, καθώς περί τους 37 επιχειρηματίες του νησιού έχουν ταχθεί έναντι της, επιλέχθηκε η πρακτική των απειλών και της τρομοκράτησης.

Καθώς το θέμα, την προηγούμενη εβδομάδα, αναδείχθηκε εκτενώς και στην πλήρη του διάσταση, χωρίς κρίσεις, σχόλια ή έκφραση απόψεων, από την «Κοινή Γνώμη», προ της προκαθορισμένης συζήτησης του στο χθεσινό Δημοτικό Συμβούλιο, έγινε προκειμένου να παράσχει μία νηφάλια αποτύπωση του γεγονότος, σε ένα κείμενο πέραν των εξάρσεων και της φόρτισης που θα το συνόδευαν κατά την συζήτηση του.

Όμως, όπως εκ των ενεργειών της Δημοτικής Αρχής διαφάνηκε, επρόκειτο για ένα θέμα που την τρομάζει ιδιαίτερα, καθώς την φέρνει αντιμέτωπη και ειδικά σε περίοδο που κρίνεται ως προεκλογική, με πλήθος επιχειρηματιών, γεγονός που «θολώνει» και τα αντανακλαστικά της, αφού εμφανίστηκε φοβούμενη την πλήρη ενημέρωση τους ώστε να μην μπορούν να παραβρεθούν επαρκώς προετοιμασμένοι κατά την συζήτηση του θέματος, που με γραπτή τους παρέμβαση οι ίδιοι προκάλεσαν.

Ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, με εκφοβιστικές επισημάνσεις, για προσφυγή του στη δικαιοσύνη, σε επιστολή που απέστειλε στο σύνολο των δημοτικών συμβούλων, βρήκε αυτό τον τρόπο να κάνει αισθητή την παρουσία του στο σώμα και να δικαιολογήσει τον ρόλο του, καταφέρνοντας τελικά να επιβεβαιώσει έναν πανικό και μία απολυταρχική αντιμετώπιση των πραγμάτων.

Είναι δε πέραν κάθε δημοκρατικής πρακτικής η εκτόξευση απειλών τόσο προς τα αιρετά πρόσωπα του Δήμου, όσο και προς ένα μέσον ενημέρωσης, όπως συνέβη με την εν λόγω επιστολή, η οποία στάλθηκε και στους 27 Δημοτικούς Συμβούλους, αλλά και σε όλους τους προέδρους των Τοπικών Κοινοτήτων.

Με πρόσχημα την εμπιστευτικότητα

Το σημείο τριβής, κατά τη Δημοτική Αρχή, είναι η γνωμοδότηση του γραφείου νομικής υποστήριξης του Δήμου, η οποία αποτελούσε συνοδευτικό έγγραφο της εισήγησης, η οποία διαμοιράστηκε στο σύνολο των Δημοτικών Συμβούλων προς ενημέρωση τους, πριν την συζήτηση του θέματος.

Ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου επικαλείται την εμπιστευτικότητα της εισήγησης, γεγονός όμως που τίθεται εν αμφιβόλω, καθώς ούτε περιέχει προσωπικά δεδομένα, πολύ δε περισσότερο αφορά σε θέμα το οποίο δεν έχει χαρακτηριστεί εμπιστευτικό, αλλά αντιθέτως τίθεται προς συζήτηση σε ένα δημόσιο όργανο.

Το γεγονός που οδήγησε στην ακραία αντίδραση της αποστολής της επιστολής προς τους Δημοτικούς Συμβούλους εκπορεύεται από την άρνηση του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου να παράσχει την εν λόγω γνωμοδότηση σε έναν εκ των θιγόμενων επιχειρηματιών, ο οποίος έχει έννομο συμφέρον ως προς αυτό, προκειμένου να περιορίσει όσο το δυνατό την πλήρη και σφαιρική του προετοιμασία, για την συζήτηση του θέματος, το όνομα του οποίου μπορεί να μην έχει αναφερθεί ούτε καν στους Δημοτικούς Συμβούλους της πλειοψηφίας, όμως από την πρώτη στιγμή ήταν σε γνώση της εφημερίδας.

Η δε στοχοποίηση της «Κοινής Γνώμης», που γνωστοποίησε την νομική εισήγηση, ήρθε και επιβεβαίωσε την μικρότητα της ενέργειας του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου, εκθέτοντας την πολιτική σκοπιμότητα της πράξης του.

Πρόκειται για ένα δημοσίευμα που μετέφερε ακριβή πληροφόρηση, εκ μέρους δημοτικών παραγόντων, με τα ηχητικά ντοκουμέντα της καταγραφής να βρίσκονται στη διάθεση κάθε εισαγγελικής έρευνας, ενώ δεν υπήρξε στο παραμικρό αναληθές ή παραπλανητικό.

Όσον φορά δε την εκτόξευση των απειλών περί προσφυγής στη Δικαιοσύνη, όχι μόνο μέσω της επιστολής, αλλά και μέσω ηχηρών δηλώσεων, χτυπώντας εν εξάλλω το χέρι του στο τραπέζι του Δημοτικού Συμβουλίου, προδίδει ξεκάθαρα τον πανικό του.

Άλλωστε το «κυνήγι μαγισσών» για να ικανοποιηθούν προεκλογικές μεθοδεύσεις, δεν ακυρώνει τα πραγματικά γεγονότα, τουλάχιστον ως προς τη «διαρροή», όπως την χαρακτηρίζει, των πάσης φύσεως εγγράφων, των εισηγήσεων και των νομικών γνωμοδοτήσεων που φτάνουν έως τα δημοσιογραφικά γραφεία.

Σε ότι αφορά δε τα όσα επικαλέστηκε περί έκθεσης του από τη δημοσιοποίηση θεμάτων πριν το Δημοτικό Συμβούλιο, είναι περισσότερο προσφιλής του η τακτική έκθεσης τρίτων, με πλάγιους τρόπους, όπως κατά το παρελθόν είχε πράξει, με αποδέκτη την εφημερίδα σε θέμα που αφορούσε συνεργάτη της.

Η επιστολή των απειλών

Παρατίθεται αυτούσια η επιστολή όπως εστάλη από τον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου, προς 37 συνολικά αποδέκτες, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα για το ύφος και το σκεπτικό του αποστολέα.

«Αγαπητοί συνάδελφοι,

Ορμώμενος από το σημερινό κεντρικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Κοινή Γνώμη», επιτρέψτε μου να σας παραθέσω κάποιες σκέψεις και απόψεις μου, ζητώντας σας προκαταβολικά να με συγχωρέσετε για το ύφος αυτών, καθώς δεν μπορώ να παραμείνω άλλο σιωπηλός, αμέτοχος και εκτεθειμένος.

Σεβόμενος απόλυτα το ρόλο του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου, στον οποίο εσείς με αναδείξατε δύο φορές με την ψήφο σας, αλλά και την θέση του δημοτικού ή τοπικού συμβούλου που αναδειχθήκαμε με την ψήφο των συριανών δημοτών, οφείλω να θέσω όλους και τον καθένα ξεχωριστά προ των ευθυνών του, μιας που για πολλοστή φορά επαναλαμβάνεται ένα φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί επανειλημμένως κατά το παρελθόν.

Αναφέρομαι φυσικά στην επαναλαμβανόμενη διαρροή των εισηγήσεων και συνοδευτικών εγγράφων των θεμάτων του δημοτικού συμβουλίου προς τον τοπικό τύπο, (πριν αυτά συζητηθούν ενώπιόν του και πριν ληφθούν οι συναφείς αντίστοιχες αποφάσεις), την οποία και εγώ μεταξύ άλλων έχω καυτηριάσει στο παρελθόν, αλλά δυστυχώς συνεχίζεται αμείωτη... Κατανοώ απόλυτα την προσπάθεια του κάθε δημοσιογράφου ή αρθρογράφου να αλιεύσει «θέματα» ή «πληροφορίες» προς δημοσίευση και είναι θεμιτό αυτό στα πλαίσια του λειτουργήματός του, αλλά και της αρχής της ελευθερίας του τύπου. Εκείνο που δεν κατανοώ, όμως, στην δική μας περίπτωση, είναι η ελαφρότητα με την οποία κάποιος ή κάποιοι σύμβουλοι δίνουν ή στέλνουν εισηγήσεις των Υπηρεσιών ή γνωμοδοτήσεις του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης πριν από την συνεδρίαση και την λήψη οποιασδήποτε απόφασης από το Σώμα.

Δεν θα σταθώ μόνο στα προσωπικά δεδομένα που διαρρέουν με αυτόν τον τρόπο και φαντάζομαι ότι γνωρίζετε όλοι πλέον την σοβαρότητα που αυτό έχει πάρει μετά την νέα Νομοθεσία που θεσπίσθηκε προ ολίγων μηνών. Θα σταθώ στην εμπιστευτικότητα που περιβάλλει κάθε εισήγηση και κάθε έγγραφο που διαμοιράζεται προκειμένου να συζητηθεί ενώπιον του δημοτικού συμβουλίου και να ληφθεί απόφαση επί αυτών και θα σας δώσω ένα πολύ απλό και πρόσφατο παράδειγμα, σχετικό με το κεντρικό θέμα του σημερινού φύλλου της εφημερίδας που προανέφερα. Όταν πριν τρεις ημέρες έλαβα έγγραφη αίτηση εκ μέρους ενός εκ των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών, ο οποίος έχει έννομο συμφέρον, προκειμένου να του δώσω την εισήγηση του θέματος, απάντησα αρνητικά ως εξής: «…δεν είναι δυνατόν να σας δοθεί πριν από την εξέταση της υποθέσεως από το Δημοτικό Συμβούλιο προς το οποίο απευθύνονται τα έγγραφα και εξαιτίας αυτού καλύπτονται από εμπιστευτικότητα» και συμπλήρωσα επίσης ότι «μετά την εξέταση της υποθέσεως από το Δημοτικό Συμβούλιο και την λήψη της απόφασής του, θα υπάρξει δυνατότητα να σας δοθεί η εισήγηση του θέματος, εξαιρουμένης της γνωμοδότησης του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης του Δήμου μας, η οποία καλύπτεται από εμπιστευτικότητα που απορρέει από τον Κώδικα περί δικηγόρων». Προσθέτω, επίσης, ότι ο δικηγόρος του Δήμου μας επανειλημμένως μου έχει τονίσει ότι οι γνωμοδοτήσεις του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης περιβάλλονται από εχεμύθεια και από το καθήκον πίστεως και απορρήτου που απορρέουν από τον κώδικα περί Δικηγόρων. Για του λόγου το αληθές, επισυνάπτω την σχετική απάντησή μου.

Κατόπιν όλων των παραπάνω, αντιλαμβάνεστε πλέον όλοι ότι όφειλα να σας στείλω αυτή την επιστολή μου, όχι για να σας μαλώσω ή να σας νουθετήσω, αλλά για να σας προστατεύσω από κάτι το οποίο ενδεχομένως αγνοούσατε ή παραβλέπατε, εσκεμμένως ή μη. Θέλω επίσης να καταλάβετε όλοι την θέση, στην οποία έχω περιέλθει εγώ σήμερα, καθώς και τα συναισθήματα που με διακατέχουν, όταν αφενός έχω αρνηθεί αιτιολογημένα να δώσω την εισήγηση ενός θέματος σε αιτούντα με έννομο συμφέρον, αφετέρου η εισήγηση του θέματος με τα συνοδευτικά έγγραφα έχει δοθεί ελαφρά τη καρδία από κάποιον άλλο στον τύπο προς δημοσίευση, χωρίς έννομο συμφέρον, και μάλιστα μέρος αυτής παρατίθεται αυτούσιο. Μην ξεχνάτε δε – και το έχω ξαναπεί στο παρελθόν – ότι οι γνωμοδοτήσεις του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης (και ­όχι της Νομικής Υπηρεσίας) απαγορεύεται να δίδονται σε τρίτους, πέραν εκείνων προς τους οποίους απευθύνονται, δηλαδή το δημοτικό συμβούλιο!

Εν κατακλείδι, ελπίζω και εύχομαι όλοι να καταλάβετε όσα γράφω στις προηγούμενες παραγράφους και το φαινόμενο της διαρροής θεμάτων και εισηγήσεων, πριν από την συζήτησή τους στο δημοτικό συμβούλιο, να εκλείψει από εδώ και στο εξής. Όμως, θέλω να γνωρίζετε όλοι, και παρακαλώ να μην εκληφθεί αυτό ως απειλή, ότι την επόμενη φορά που θα βρεθώ στην ίδια δυσάρεστη θέση, θα αναγκαστώ να καταφύγω εγώ προσωπικά στην Δικαιοσύνη, τόσο για την δική μου προστασία ως προέδρου του δημοτικού συμβουλίου και υπεύθυνου για την συλλογή, αξιολόγηση, διερεύνηση και εισαγωγή των θεμάτων προς συζήτηση στο δημοτικό συμβούλιο, όσο και για την προστασία όλων σας, έναντι εκείνου ή εκείνων που μας εκθέτει/ουν κατά μόνας ή συνολικά.

Σας ευχαριστώ για την ανοχή και την κατανόησή σας και είμαι στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση.

Με εκτίμηση,

Γεώργιος Μ. Δούναβης

Πρόεδρος Δημοτικού Συμβουλίου».

«Αν έκρινα σκόπιμη της “διαρροή” θα την έπραττα»

Κατά την χθεσινή συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, τέθηκε ερώτημα σχετικά με την επίμαχη επιστολή από τον επικεφαλής της ελάσσονος δημοτικής μειοψηφίας, Παύλο Χρυσαφίδη.

Σαφής και συγκεκριμένη η διατύπωση του, ανέφερε: «Αγαπητέ κ. Πρόεδρε ορμώμενος από την επιστολή που μας στείλατε το μεσημέρι της Παρασκευής και σεβόμενος απόλυτα το ρόλο του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου και μπορώ να πω ότι η βάση της αναφορά σας όσον αφορά τα τυχόν προσωπικά δεδομένα έχουν κάποια βάση μέσα στο αλαλούμ του θέματος, μετά την τελευταία νομοθεσία, θέλω να ξεκαθαρίσω τουλάχιστον όσο αφορά την Κίνηση Πολιτών αλλά και εμένα προσωπικά ότι δεν θεωρούμε κανένα έγγραφο που είναι αναγνωστέο στο Δημοτικό Συμβούλιο ή έχει περιέλθει στα χέρια μας, στα πλαίσια της εντολής που μας έχει δώσει κομμάτι του Συριανού λαού να το εκπροσωπήσουμε στο Δήμο.

Την άποψη μου αυτή την έχω διατυπώσει πολλές φορές και σίγουρα δεν είναι κάτι που ακούγεται για πρώτη φορά.

Η λέξη διαρροή δεν μας αγγίζει και αντίθετα πιστεύω ότι αν ασχοληθεί σοβαρά κάποιο μέσο, ακόμη και πριν την συζήτηση στο Σώμα, μπορεί να συνεισφέρει και σε ιδέες και σε προβληματισμούς.

Αναφέρατε κάτι για εμπιστευτικότητα των γνωμοδοτήσεων του γραφείου νομικής υποστήριξης. Δεν κατάλαβα καλά, δηλαδή αν ζητηθεί από δημοτικό σύμβουλο να αναγνωσθεί η γνωμοδότηση στο Δημοτικό συμβούλιο δεν θα  γίνει γιατί απαγορεύεται; Η εμπιστευτικότητα της αφορά στο αν θα δώσει ο συντάξας στη δημοσιότητα το θέμα και όχι αυτός που την παρήγγειλε και συνεκδοχικά ο καθένας από το Δημοτικό Συμβούλιο.

Τελειώνω με την δήλωση ότι δεν αποδέχομαι την λέξη διαρροή. Παραμένω της άποψης ότι ο Συριανός λαός πρέπει να γνωρίζει έως και το κόμμα και την τελεία όσων θα συζητηθούν ή συζητήθηκαν εδώ μέσα και ότι και εγώ όπως και οι υπόλοιποι εδώ μέσα μια εκ των υποχρεώσεων μας είναι να τον ενημερώνουμε σχετικά.

Σε καμία περίπτωση δεν θέλω να εκληφθεί ότι έχω σχέση με την όπως το ονομάσατε διαρροή αν και θα το έκρινα σκόπιμο θα το έπραττα».

Θιγμένος και προστάτης

Στην απάντηση του ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου ανέφερε: «Ο λόγος για τον οποίο έφτασα σε αυτή την ενέργεια να στείλω την επιστολή είναι ότι ένιωσα εξευτελισμένος εκείνο το πρωί, από την στιγμή που αρνήθηκα αιτούντα με έννομο συμφέρον να του δώσω την εισήγηση, αιτιολογημένα όμως, και παρόλα αυτά είδα να έχει διαρρεύσει στον τύπο….Δεν μπορούσα να παραμείνω άλλο σιωπηλός, ούτε εγώ προσωπικά, φαντάζομαι ούτε κι εσείς θέλετε να υπάρχει κάποια «σκιά» γύρω από το πρόσωπο σας για το αν έχετε προωθήσει ή αποστείλει τις εισηγήσεις ή όχι. Οι εισηγήσεις επανειλημμένα μου έχει πει ο νομικός μας σύμβουλος, από την στιγμή που η έννομη σχέση των δικηγόρων με το Δήμο είναι η σχέση δικηγόρου-πελάτη καλύπτονται από εμπιστευτικότητα μέχρι την εξέταση τους από το Δημοτικό Συμβούλιο και την λήψη απόφασης. Μετά τη λήψη απόφασης και τη δημοσίευση της, όλες οι εισηγήσεις, πέραν της γνωμοδότησης, μπορούν να δοθούν σε όποιον την ζητήσει, έχοντας βέβαια έννομο συμφέρον ή τον αφορά η απόφαση. Οι γνωμοδοτήσεις εξακολουθούν να καλύπτονται από την εμπιστευτικότητα για τον λόγο που προανέφερα. Εάν αναγνωσθεί η γνωμοδότηση κατά τη διάρκεια του Δημοτικού Συμβουλίου, είναι θεμιτό φυσικά, διότι εξετάζεται το θέμα εκείνη τη στιγμή. Θα θυμάστε ενδεχομένων ότι ίσως μόνο μία φορά να έχει αναγνωσθεί αυτούσια μία γνωμοδότηση. Αυτός είναι ο λόγος και πραγματικά, την επόμενη φορά που θα το διαπιστώσω θα καταφύγω εγώ προσωπικά στον εισαγγελέα και θα ζητήσω παραγγελία εισαγγελέα για να βρω τον υπαίτιο. Δεν το λέω για να σας απειλήσω, το λέω για να προστατεύσω και τον εαυτό μου ως προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου και τον οποιονδήποτε άλλο Σύμβουλο που δεν ευθύνεται γι’ αυτό και παρόλα αυτά παραμένει μία σκιά γύρω από το πρόσωπο του. Δεν τα έχω με κανένα μέσω ενημέρωσης και το τονίζω αυτό για να μην παραποιηθεί η άποψη μου, η ελευθερία του τύπου είναι απολύτως σεβαστή, ο μόνος λόγος για τον οποίο έστειλα την επιστολή είναι διότι κάποιος από όλους εμάς έκανε αυτή την κίνηση και δεν θα ήθελα να επαναληφθεί».

Επίλογος αντίδρασης

Ενάντια στην πρακτική του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου εμφανίστηκε η Δημοτική Σύμβουλος της πλειοψηφίας, Μαρίζα Αγγελοπούλου, λέγοντας «Δεν καταλαβαίνω τι μας πειράζει να ενημερωθεί ο δημότης με ένα ρεπορτάζ τρεις ημέρες πριν. Εδώ είμαστε. Εδώ όλα ανοιχτά και ξάστερα. Δεν επιτρέπονται αυτά τα πράγματα. Σας παρακαλώ πολύ κύριε πρόεδρε».

Η αντίθεση που εκφράστηκε, από ένας μέλος δε της Δημοτικής Αρχής, ήταν αρκετή για να μην της επιτραπεί από τον πρόεδρο περαιτέρω συζήτηση, διακόπτοντας την και δηλώνοντας λήξη της συζήτησης του θέματος, γεγονός που αποτελεί τον αδιάψευστο μάρτυρα όλων των προαναφερόμενων.