Αποκλειστική συνέντευξη της στιχουργού Λίνας Νικολακοπούλου και του συνθέτη και δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Στέλιου Βαμβακάρη με αφορμή την παρουσίαση του αφιερώματος «Μάρκος ο Φραγκοσυριανός» στο 2ο Φεστιβάλ Ρεμπέτικου

«Ο Μάρκος φωτίζει την αρχοντιά της Σύρου»

Η προσωπικότητά του, η σπουδή του στους δρόμους, ο πλούτος του έργου του και η γενναιοδωρία του στον τόπο όπου γεννήθηκε, αγαπήθηκε, αλλά και αμφισβητήθηκε

Στην αγαπημένη του Σύρο, την οποία ύμνησε και φώτισε μέσα από τα τραγούδια του ο Πατριάρχης του Ρεμπέτικου, Μάρκος Βαμβακάρης παρουσιάζεται το πολυταξιδεμένο αφιέρωμα, με την υπογραφή της Λίνας Νικολακοπούλου «Μάρκος Βαμβακάρης».

Στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Ρεμπέτικου στη Σύρο, ο σημαντικός συνθέτης, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και γιος του μεγάλου συνθέτη, Στέλιος Βαμβακάρης, μαζί με μια πλειάδα αξιόλογων μουσικών και ερμηνευτών παρουσιάζουν όλο το μουσικό θησαυρό και το ανεξίτηλο άρωμα των τραγουδιών του Μάρκου Βαμβακάρη.

Σταθμός της επιτυχημένης μουσικής παράστασης, η οποία ξεκίνησε στο πλαίσιο του από το Ηρώδειο, το καλοκαίρι του 2012 και ταξίδεψε στο Ισραήλ και στο Λονδίνο, αποσπώντας πολύ θετικές κριτικές από το κοινό και τα διεθνή ΜΜΕ, είναι η Έπαυλη Τσιροπινά στην Ποσειδωνία, η οποία γίνεται το ιδανικό σημείο συνάντησης του Συριανού κοινού με τα έργα του μεγάλου Μάρκου.

Με τον «Μάρκο τον Φραγκοσυριανό» κλείνει η «αυλαία» του φετινού Φεστιβάλ Ρεμπέτικου, που διοργανώνεται από σήμερα έως τις 3 Σεπτεμβρίου, με τη συνεργασία του Δήμου Σύρου - Ερμούπολης και της Εταιρείας Ανάπτυξης και Προόδου του Επιμελητηρίου Κυκλάδων και υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού.

Με αφορμή την παρουσίασή του στη Σύρο, την προσεχή Κυριακή στις 20:30, η δημιουργός της παράστασης Λίνα Νικολακοπούλου και ο Στέλιος Βαμβακάρης μιλούν στην «Κοινή Γνώμη» σε μια αποκλειστική συνέντευξη, η οποία παρουσιάζεται ολοκληρωμένη στην ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας.

Η μουσική παράσταση «Μάρκος ο Φραγκοσυριανός» συμπληρώνει φέτος πέντε χρόνια ζωής. Ποιες σκέψεις και ποια ανάγκη σας οδήγησε στη δημιουργία αυτού του αφιερώματος;

Λίνα Νικολακοπούλου: «Μερικά πράγματα γίνονται σχεδόν αυτονόητα. Μεγαλώνεις, λες σ’ όλη σου τη ζωή τραγούδια, που τα ‘χεις μάθει από τους γονείς σου, τους συγγενείς σου και κάποια στιγμή ανοίγει η καρδιά σου και σκέφτεσαι ότι αυτά τα τραγούδια είναι σπουδαία. Τους αξίζει όχι μόνο η αιωνιότητά τους, αλλά να φωτιστεί και η τέχνη που έχουν. Να παιχτούν με τον ρυθμό, τον τρόπο, τον ήχο, τη σπουδή που έκανε ο Μάρκος στους δρόμους. Σήμερα, τα πράγματα χάνουν τη δύναμή τους. Το τραγούδι έχει γίνει ένα προϊόν, το οποίο είναι για λίγο καιρό και μετά πετιέται και έρχεται άλλο. Πρέπει να ξαναγυρίσει κανείς και να πει, τι είχαν αυτά τα τραγούδια τα οποία δεν ξεχνιούνται; Τι είχαν αυτά τα τραγούδια, που μιλάνε ακόμα και τώρα σε πολύ νεαρά παιδιά; Τι είναι αυτό που κρύβουν; Κρύβουν τους κανόνες του δρόμου και έναν μεγάλο συναισθηματικό πλούτο. Άρα, μια ολόκληρη μυρωδιά ζωής, ταυτότητας αυτής της χώρας, στην οποία εμείς ζούμε ακόμα και συγκινούμαστε από αυτά τα τραγούδια. Δίνεται λοιπόν η αφορμή, ο Πατριάρχης του ρεμπέτικου, το ίχνος ζωής του, αλλά και το έργο του, να γίνουν ξανά ένας «φάρος». Αυτό το νιώθουμε όλοι από την πρώτη νότα που ακούγεται σε αυτή τη συναυλία. Μέχρι το τέλος, έχει τρυφερέψει η καρδιά μας, έχουμε ενωθεί και εκτονωθεί, που σημαίνει ότι είναι ένα «σπίτι», το οποίο ανήκει σε όλους μας. Και καλό είναι να το έχουμε ανοιχτό και ζωντανό για να μπορούμε εκεί μέσα να στεγαζόμαστε κάθε φορά που θέλουμε λιγάκι να πάρουμε αναπνοή».

Πόσο σημαντικό είναι να κρατάμε την τέχνη αυτή στο φως;

Λ.Ν: «Το ρεμπέτικο είναι ιστορία, τρόπος ζωής, αξίες. Αν το τιμήσεις, σε τιμάει. Αν το πετάξεις, μένει ανενεργό. Ο Μάρκος (Βαμβακάρης) είναι ένα νόμισμα ισχυρό, καθαρό χρυσό. Και χαίρομαι που στο πρόσωπο του Στέλιου μου δίνεται η δυνατότητα να κάνουμε αυτό το μεγάλο ταξίδι, που δεν σταματά εδώ. Σε κάθε χώρα, που επισκεπτόμαστε, υπάρχει ένας αφηγητής που σε βάζει μέσα στην ιστορία, σου λέει τι ήταν αυτός ο άνθρωπος, πώς έβλεπε τη ζωή, τι του έτυχε, πώς τα κατάφερε παρόλες τις δυσκολίες. Είναι ένα έργο που μπορεί να επικοινωνήσει με όλο τον κόσμο, ακόμα και με αυτούς που δεν μιλούν ελληνικά. Το αίσθημα είναι τέτοιο που σε καθηλώνει. Και το είδαμε και στο Barbican Theatre στο Λονδίνο. Όταν βγήκε ο Στέλιος, έγινε χαμός. Χειροκροτήθηκε σαν τον Μάικλ Τζάκσον. Και στο τέλος, όταν βγήκα εγώ, είδα ότι το κοινό ήταν 70% ξένο. Οι θεατές ήταν όρθιοι και δεν θα ξεχάσω την κουβέντα ενός ανθρώπου ευγενούς, που είπε «είστε οι καλύτεροι πρεσβευτές της χώρας σας». Αυτό είναι μια μικρή περίληψη μιας νοοτροπίας που είναι ανεξήγητη για τους δυτικούς, αλλά την ώρα που εμείς όλοι σωματικά, ψυχικά ενωνόμαστε και τραγουδάμε, κάτι τους ερμηνεύει, κάτι καταλαβαίνουν για τον ψυχισμό μας». 

Ποια ήταν η μαγιά εκείνων των τραγουδιών που τα έκανε αλησμόνητα; Πόσο σημαντικός είναι ο βιωματικός χαρακτήρας τους και η αλήθεια που μοιραζόταν μέσω αυτών ο Βαμβακάρης;

Λ.Ν: «Καταρχήν, χωρίς έρωτα τραγούδι δεν γράφεται. Και δεν είναι ανάγκη ο έρωτας να είναι για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Είναι έρωτας βαθύς για την ομορφιά, για τη ζωή, για την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ακόμα και το γεγονός ότι ο Μάρκος, όταν ήταν παιδί, άκουσε στο λιμάνι έναν ωραίο μπουζουκτζή, που τον συγκίνησε και τον έκανε να καθίσει και να μάθει μόνος του, μεταφράζεται ως έρωτας. Άρα ήταν γεννημένος καλλιτέχνης και έδωσε στη μουσική όλο του τον εαυτό. Τα τραγούδια μπορούμε να τα συγκρίνουμε με την αρχιτεκτονική. Για πάρα πολλά χρόνια στα νησιά μας, δεν μπορούσες να χτίσεις ό,τι ήθελες. Τα σπίτια έπρεπε να έχουν συγκεκριμένες προδιαγραφές για να σταθούν, να είναι ωραία, για να μπαίνει το φως και για χιλιάδες άλλους λόγους. Το ίδιο συνέβαινε και με τα τραγούδια. Το έλεγε ο Μάρκος. «Μην ξεφεύγετε από τους νόμους». Μπορείς να κάνεις το δικό σου πάνω σε ένα δεδομένο; Δηλαδή να σου πει κανείς ξεκίνα από δω και βγες στην Κόρινθο. Κάνε τη βόλτα όπως επιθυμείς, αλλά ο δρόμος είναι συγκεκριμένος. Και γι’ αυτό βλέπεις ότι με το που ξεκινάει κάτι, λες «το ξέρω». Αλλά ο καθένας στο δείχνει με μοναδικό τρόπο. Και σε επηρεάζει. Σου φέρνει εικόνες, μνήμες ακόμα κι αν δεν έχεις ζήσει εκείνη την εποχή. Σε πάει πίσω σε κάτι που μπορεί να έχει ζήσει ο γονιός σου ή ο πρόγονός σου. Είναι μια σοφία που έχει καταλήξει μέσα στο δρόμο».

Ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι «σχολείο» για τους νέους μουσικούς;

Λ.Ν: «Κι όχι μόνο. Από την αρχή, ο Μάρκος αποτέλεσε «πηγή» για όλους τους κατοπινούς συνθέτες. Και τώρα που το αυτί μου είναι ακόμα τεντωμένο και ακούω, από τους κατοπινούς μεγάλους και τον τεράστιο Τσιτσάνη και στη συνέχεια, τον Θεοδωράκη και τον Ξαρχάκο, εγώ διακρίνω ολόκληρη γεωγραφία. Για μένα έχεις το δικαίωμα από ένα δέντρο να πάρεις ένα φρούτο. Δεν είναι κλοπή αυτό, αρκεί να ευγνωμονείς το γεγονός ότι κάποιος άλλος είχε σκάψει και ανοίξει έναν δρόμο».

Στέλιος Βαμβακάρης: «Το ρεμπέτικο ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Στην Αμερική, στο Γιοχάνεσμπουργκ και οπουδήποτε υπάρχουν Έλληνες, τα τραγούδια αυτά μιλούν στην ψυχή, επηρεάζουν. Μόλις παίζονται, συσπειρώνεται ο κόσμος. Μπαίνεις στο θέμα κατευθείαν και έρχεσαι στο κέφι. Και πάνω από όλα, καλά. Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο. Γιατί, όπως ο Μάρκος κατάγεται από τη Σύρο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και οι Συριανοί πρέπει να το καταλάβουν. Όπως έχει πει και η Λίνα, ο Μάρκος είναι μύθος.

Η Σύρος οφείλει μέρος της πολιτιστικής ταυτότητάς της στον Μάρκο Βαμβακάρη;

Λ.Ν: «Λόγω της ιστορίας της, της συνθήκης με τους Ενετούς κλπ., η Σύρα έχει μία πλούσια κουλτούρα. Με την όπερα, το νησί ανοίχτηκε προς την παιδεία της δύσης. Και με συγκλονίζει το γεγονός ότι, ο Μάρκος ο Συριανός, ένα πρόσωπο από κει, κατάφερε, όρθωσε και γέννησε ένα πολιτιστικό προϊόν, το οποίο αν το βάλεις στη ζυγαριά, είναι ισοβαρές. Δηλαδή υπάρχει η δυτική παιδεία, αλλά και από δω υπάρχει μια ομορφιά, η οποία στη ζυγαριά ισορροπεί ουσιαστικά τον πλούτο του νησιού. Ο Μάρκος δίνει ένα χρώμα, το οποίο είναι για μένα συμπληρωματικό της ταυτότητάς του. Αν επισκεφτείς τη Σύρα, θα δεις μια αστική δόμηση, αρχοντική. Ο Μάρκος με το έργο του φωτίζει την αρχοντιά του νησιού ακόμα περισσότερο».

Σ.Β: «Νομίζω ότι τώρα που βρέθηκαν τα άτομα να ασχοληθούν και να βοηθήσουν, όπως η Αντιδήμαρχος Πολιτισμού Θωμαή Μενδρινού και ο Αντώνης Μαραγκός, κάτι καλό θα βγει. Ο Μάρκος πηγαίνει παντού. Δεν μπορείς να τον περιφρονήσεις, γιατί από κει ξεκινούν όλα. Και προσφέρει στον τόπο. Όταν λες, Μάρκος Βαμβακάρης, γίνεται χαμός. Έρχονται από παντού για να επισκεφτούν το Μουσείο του, να δουν το μπουζούκι του, το κομπολόι του. Ο Μάρκος έχει περάσει τόσο σαν αξία όσο και σαν μουσικό θέμα. Ήταν ένας άνθρωπος που έφαγε την αλανιαροσύνη με το κουτάλι, τα είχε δει όλα στη ζωή του και έπαθε πράγματα που δεν συμβαίνουν συχνά σε κάποιον, από γυναίκες, από θανάτους, από τρελούς, από πράγματα πολύ ζόρικα. Όλα αυτά λειτουργούν ως σωφρονισμός της ανθρώπινης ψυχής και η μουσική που παράγεις έχει ένα επίπεδο, ακουμπάς κάπου και λυτρώνεσαι. Στα στιχάκια του κρύβεται όλη η αλήθεια. Σε ένα τετράστιχο λέει πράγματα, τα οποία σε ξαφνιάζουν. Και δεν φοβάται να μιλήσει. Είναι ισχυρός, αρσενικός, μιλάει κατευθείαν σε αυτό που πονάς, στο κουσούρι που έχεις ή στον έρωτά σου. Για να ανακαλύψεις την εξέλιξη της μουσικής, πρέπει να περάσεις από αυτό το σχολείο. Λέει πάρα πολλά τα οποία είναι τσεκαρίσματα της ψυχής του, τα οποία είχε περάσει. Γι’ αυτό είχε αυτή την αμεσότητα. Και η μουσική του σε αγκαλιάζει. Μετά είναι και το κέντημα. Γιατί το νησί, η θάλασσα, γεννούν άλλα πράγματα κι αυτός τα είδε όλα. Πήγε στις εξοχές από πιτσιρικάς, μπήκε μέσα στο λιμάνι, σπούδασε, είδε τους χορευτές, τις Απόκριες, τα γλέντια, τα πανηγύρια, τις τσαμπούνες, όλα αυτά τα κουβάλησε μέσα του σαν μνήμες. Μετά πήγε στο κάρβουνο, έμπλεξε με τις γυναίκες, έγινε αλανιάρης. Πέρασε από όλα τα στάδια. Και το κυριότερο, ήταν ειλικρινής στον έρωτά του. Αγαπούσε. Βοηθούσε. Ήταν ευαίσθητος και γενναιόδωρος. Αυτό του γέννησε μουσική και στίχους».

Κάτι το οποίο αποδεικνύεται και μέσα από το έργο του. Η «Φραγκοσυριανή», που τραγουδιέται από μικρούς και μεγάλους ήταν ένας ύμνος στη Σύρο.

Λ.Ν: «Δεν συμβαίνει συχνά τέτοια γενναιοδωρία, να γράψεις και να υμνήσεις τον τόπο σου, ειδικά όταν θεωρείς ότι δεν σε κατάλαβαν. Και θέλω να συμπληρώσω πως, παρόλο που είναι προσωπικά τα τραγούδια του, χωράει ο καθένας να τα πει. Υπάρχουν δημιουργοί που όταν φεύγουν από τη ζωή, τα τραγούδια τους δεν αγγίζονται. Είναι σαν να κλείστηκε το έργο μέσα στο κέλυφος του ανθρώπου. Ενώ τα τραγούδια του Μάρκου, εάν δεν πας να κάνεις εφέ και το κοκόρι, μπορείς να τα ερμηνεύσεις, όποια ηλικία και να ‘χεις. Και μ’ αρέσει γιατί η ομάδα που κατεβαίνουμε κάτω, αγαπάνε τα τραγούδια του Μάρκου και γι’ αυτό μπορούν και τα λένε. Είναι η αλήθεια του αισθήματος. Πρέπει να έχεις καρδιά για να μεταφέρεις στον ακροατή αυτό που λέει ο Μάρκος. Τον ακούς και είναι μοναδικός, αλλά όταν πας κι εσύ να τραγουδήσεις το δικό του, αν είσαι στην καρδιά σου ειλικρινής μπορείς να το ερμηνεύσεις».

Το Φεστιβάλ Ρεμπέτικου «Μάρκος Βαμβακάρης» διανύει φέτος τον δεύτερο χρόνο ζωής του. Θεωρείτε, ότι πρόκειται για έναν θεσμό που θα έπρεπε να είχε γεννηθεί νωρίτερα στο νησί;

Λ.Ν: «Πιστεύω ότι δεν πρέπει να μας νοιάζει καθόλου γιατί δεν έγινε μέχρι τώρα. Μας νοιάζει ότι υπάρχει πλέον μέσα στην πολιτιστική ατζέντα. Και από κει μπορεί κανείς να καλέσει ομάδες από όλο τον κόσμο οι οποίες παίζουν Βαμβακάρη και θα είναι συγκλονιστικό. Παίζουν και τραγουδάνε ελληνικά άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα. Ο Στέλιος το ξέρει από τα ταξίδια του και είναι ευκαιρία λοιπόν στη Σύρα να απευθύνει κανείς πρόσκληση να έρθουν καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, όπως συμβαίνει με ο Θέατρο της Επιδαύρου και αυτό να μαγνητοσκοπηθεί. Έτσι, το φεστιβάλ θα αποτελέσει παγκόσμιο μαγνήτη στη Σύρο, κάθε καλοκαίρι.  Εμένα με συγκινεί το γεγονός ότι μπήκε το νερό στο αυλάκι και από δω και πέρα, μπορούν πάρα πολλά πράγματα να γίνουν και συνεχώς να καλλιεργείται αυτό. Να μην είναι κάτι στατικό». 

Σ.Β: «Υπάρχουν Ολλανδοί, Γερμανοί που λένε τα τραγούδια του Μάρκου. Η Σύρος πρέπει να καμαρώνει οχτώ φορές, όχι μία. Γιατί αυτό είναι πολιτισμός.

Στο πρόγραμμα που θα απολαύσουμε κι εμείς την προσεχή Κυριακή, συμμετέχουν καλλιτέχνες από όλα τα είδη, όπως οι δικοί μας Ν.Τ.Π (Νέα Τάξη Πραγμάτων).

Λ.Ν: «Αυτή ήταν μία από τις ωραιότερες στιγμές στο Ηρώδειο. Τόσο οι ΝΤΠ όσο και οι «Στοίχημα» έδωσαν μια καινούρια πνοή σε τραγούδια του Μάρκου, τωρινή, με αγάπη και ειλικρίνεια. Είναι ωραία η κατάθεση από ανθρώπους που έρχονται και αντιλαμβάνονται τον πλούτο και την ομορφιά του έργου του. Και είναι όμορφο αυτό να το φρεσκάρεις κάθε τόσο. Επιπλέον, μεγάλη χαρά μας έδωσε η παρουσία του Στέλιου, ο οποίος είναι σαν μετρονόμος. Ξέρει το τέμπο. Ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και όλα γίνονται αλλιώς, γιατί ο ρυθμός είναι αυτός που ξέρει ο Στέλιος, ό,τι ο ίδιος βίωσε. Γιατί λίγο πιο γρήγορα, ή πιο αργά να παίξεις ένα κομμάτι, το πας αλλού. Ενώ όταν το παίξεις με τον ρυθμό που το γέννησε αυτός που το έφτιαξε, αυτομάτως σε βάζει σπίτι του. Όλα είναι τρόπος. Αλλά ο αυθεντικός τρόπος είναι κάτι που επιβάλλεται, όπως στην εκκλησία. Θέλουμε να τα ακούμε σωστά, χωρίς να μας τρέχουν». 

Σήμερα, μπορούν να «γεννηθούν» ξανά τραγούδια όπως του Μάρκου;

Λ.Ν: «Ευχή μου και για τη Σύρο και για κάθε μικρό τόπο είναι να βγει ξανά ο ήχος, το άκουσμα, η φωνή νεαρότερων παιδιών, τα οποία να μπορούν να συλλάβουν το τώρα με τόση ένταση. Μακάρι από τα βιώματα που έχουν να μπορέσουν να γράψουν σε αυτά τα χρόνια τα οποία κατρακυλάνε και δεν σταματάνε πουθενά και να αφήσουν το ίχνος τους. Όσο πιο πολύ ακούνε τους παλιούς μπορούν, να έχουν ένα πατρόν για να ξεκινήσουν. Αλλά η ευχή μου είναι και τούτα τα παιδιά που έρχονται τώρα να βάλουν τον σπόρο. Να μπορέσουν να αξιωθούν να περιγράψουν τη ζωή, τη στιγμή και τον τόπο με τον μοναδικό τρόπο που έχει ο καθένας και να προχωρήσουν την υπόθεση που λέγεται τραγούδι. Το ρεμπέτικο ένωνε τον κόσμο. Άρα εάν η πρόθεση είναι να γεννήσεις ένα τραγούδι που θα ενώσει, έχεις ήδη έναν στόχο. Μη γράψεις κάτι μόνο για να κάνεις εφέ, να γράψεις κάτι βαθύ, όσο πιο προσωπικό γίνεται και  αλήθεια του θα λειτουργήσει ενωτικά. Τότε, στον Πειραιά είχαν μαζευτεί φτωχοί άνθρωποι από όλη την Ελλάδα, οι οποίοι είχαν αφήσει τον τόπο τους για να βρουν δουλειά. Ο καθένας στον τόπο του ήταν κάποιος. Ο ένας χόρευε υπέροχα, ο άλλος ζωγράφιζε ωραία, ο άλλος έχτιζε ωραία, κι άλλος τραγούδαγε ωραία. Όταν ήρθαν στον Πειραιά οι δουλειές που βρήκαν ήταν απρόσωπες. Εκεί είχαν χάσει τη συγγένεια, την αναγνωσιμότητα. Και όλοι αυτοί βρήκαν καταφύγιο στο ρεμπέτικο τραγούδι. Γιατί αυτό κράταγε ξανά την αυθεντικότητα του ατόμου, την αξιοπρέπειά του, την μαγκιά του. Την ελευθερία του. Το θάρρος του λόγου του. Ουσιαστικά πολλοί άνθρωποι από όλα τα μέρη της Ελλάδας στους ρεμπέτες βρίσκανε πάλι την ελευθερία τους, την αλήθεια τους. Αυτό κρύβει το ρεμπέτικο μέσα του. Ότι σου επιτρέπει να ξανατιμήσεις τον εαυτό σου. Κι αυτό είναι κάτι που τα παιδιά το ξέρουν, το καταλαβαίνουν χωρίς θεωρητική ανάλυση. Την ώρα που παίζουν, δείχνουν και την καλλιτεχνία που έχουν, θέλουν να ευχαριστιούνται και να έχουν την ελευθερία να είναι ο εαυτός τους, να μη μιμούνται κανέναν άλλον. Αυτό κάνει το σπουδαίο τραγούδι, ελευθερώνει δυνάμεις μέσα στον άνθρωπο. Σου θυμίζει ποιος είσαι. Το δικαίωμά σου στη ζωή, να έχεις αξιοπρέπεια, να έχεις αξίες και να μη γίνεσαι μάζα».

Οι δυσκολίες της εκάστοτε εποχής μπορούν να επηρεάσουν τη δημιουργία, είτε ως προς την ποιότητα είτε ως προς το εύρος του έργου που θα μπορούσε να προσφέρει ένας καλλιτέχνης σε ιδανικότερες συνθήκες;

Λ.Ν: «Δεν θα μπορούσε κανείς να περάσει πιο δύσκολα από ό,τι ο Μάρκος. Είναι εντυπωσιακό, ότι αυτός ο άνθρωπος που ήταν όλη μέρα μέσα στη σκόνη. Δεν θα έλεγες ποτέ ότι, αυτός ο άνθρωπος που ήταν όλη μέρα μέσα στη σκόνη, τον κόπο, τον ιδρώτα, την κούραση, θα έβρισκε χρόνο να γράψει ένα τραγούδι. Κι όμως, συλλάμβανε την ιδέα και γύριζε σπίτι του να γράψει. Γι’ αυτό οφείλουμε να τιμούμε έναν άνθρωπο που έσκαψε το ορυχείο του και σου έδωσε το χρυσάφι. Αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν τους ήρωες που θυμόμαστε. Ο Μάρκος έπαιρνε την πίκρα της ζωής και την έκανε φως. Μέχρι τώρα στον τόπο μας, κάθε γενιά έβρισκε κάποιον άξιο να την περιγράψει. Κι αυτή είναι η ευχή. Να μην υπάρχει δεκαετία που να μη βγει κάποιος να τη σφραγίσει ιστορικά. 

Σ.Β: «Στη ζωή του ο Μάρκος βίωσε πολύ πόνο. Στην καλύτερη ηλικία του κήδεψε τρία παιδιά. Και από αυτόν τον πόνο, κάτι γεννιέται μέσα από τις νότες. Στα τραγούδια που είπε για τις γυναίκες, τους μάγκες, τα φεγγάρια και για όσα μίλησε, η περιγραφή ήταν τόσο αληθινή και φοριόταν «κοστούμι» στην ψυχή κάθε ανθρώπου που το άκουγε. Δεν υπάρχει μαγαζί, που να μην παίξουν δέκα τραγούδια του Μάρκου την ώρα που γίνεται το κέφι. Θα περάσουν οπωσδήποτε μέσα από αυτό το πρόγραμμα για να τραγουδήσει ο κόσμος και να του μείνει μια ωραία ανάμνηση. Έχουν καλό μαστόρεμα. Είναι ψαγμένα. Είχαν μεράκι. Ο Μάρκος ήταν ένας δυνατός άνθρωπος από τη Σύρο».

Η λέξη «έσκαψε» μεταφράζεται και ως «κόπιασε» ή «μόχθησε». Υπάρχουν σήμερα τραγούδια που είναι αποτέλεσμα «κόπου» ή εποχή μας επιβάλλει το εύκολο και κατά συνέπεια το εφήμερο;

Λ.Ν: «Οι συνθήκες αλλάζουν πολλές φορές. Όταν έρχεται η τεχνολογία μειώνεται ο κόπος. Γιατί λες, για να πλύνω θα τα βάλω στο πλυντήριο, για να μαγειρέψω θα το βάλω στα μικροκύματα, ανοίγω τη βρύση τρέχει το νερό, πατάω το κουμπί, ανάβει το φως. Με το τηλέφωνο επικοινωνούμε χωρίς να χρειάζεται να βρεθούμε με τους δικούς μας. Άρχισαν όλα και γίνονται σαν να είμαστε ήδη στο διαστημόπλοιο, ακίνητοι. Αν καταφέρει το σώμα να ανεβεί ψηλά, η καρδιά αντιλαμβάνεται ότι τα έχει καταφέρει. Ανεβαίνεις και έχεις συναίσθηση της μικρότητάς σου, ότι η γη είναι ένα απέραντο πράγμα, αλλά ταυτόχρονα, έχεις έναν αυτοσεβασμό γιατί μόχθησες και τα κατάφερες. Άρα εκτιμάς την προσπάθειά σου και τον διπλανό που κι έρχεται κι αυτός πίσω από σένα. Όταν απουσιάζει το σώμα και ο μόχθος, το μυαλό μόνο του αυθαιρετεί. Οπότε, αυτός είναι ο κίνδυνος της τωρινής μας βάσης, ότι δεν έχουμε επίγνωση.

Στην περίπτωση του τραγουδιού, επειδή πλέον μπορείς να κατεβάσεις ένα πρόγραμμα και να το αφήσεις να σου γράφει νότες ή να στο ενορχηστρώσει, ο καθένας μπορεί να γράψει ένα τραγούδι. Αυτά τα εύκολα θέλουν ακόμα πιο μεγάλη τέχνη για να μείνουν στον χρόνο και ουσιαστικά δε λέμε ότι, ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος πάντα να μοχθεί. Αν μέσα του έχει ευθύνη, έγνοια, έρωτα, αυτό που κάνει, θα το κάνει πιο καλά από το διπλανό του. Όσο πιο πολύ κόπο βάλεις, περισσότερο χρόνο δεσμεύεις μέσα. Δηλαδή ο κόπος τοκίζεται σε χρόνο. Δε λησμονιέται αυτό που κάνεις. Το καθετί μπορεί να έρθει στο φως, αλλά αν έχεις προσπαθήσει πολύ και έχεις γίνει μάστορας, τα βρίσκεις. Αρκεί να έχεις τη μαστοριά. Κάθε εποχή εκφράστηκε στο τραγούδι διαφορετικά. Κάθε εποχή προσπάθησε να βρει τον ήχο της, τον τρόπο της, το περιεχόμενο των λόγων. Αυτή τη στιγμή που είμαστε σε διαταραχή σε όλον τον πλανήτη, πάντοτε με ενδιαφέρει το ποιο τραγούδι θα ξεπηδήσει τώρα. Ποιος θα είναι αυτός ο εμπνευσμένος, που θα βρει αυτόν τον ήχο, αυτόν τον τρόπο, που θα πούμε αυτό είναι το τώρα μας. Αυτή είναι η τέχνη του τραγουδιού. Άλλοτε, το τραγούδι ξεπήδαγε από τη συλλογική ζωή. Το ερώτημα είναι τώρα με την παγκοσμιότητα μέσα μας, τι μπορεί να μας εμπνεύσει. Πάντοτε όλοι οι άνθρωποι του τραγουδιού, καλωσορίζουμε και «βγάζουμε το καπέλο» σ’ εκείνον που έρχεται κάθε φορά και σκέφτεσαι ότι αυτός θα δώσει καρπό».

Σε ποιους «βγάλατε το καπέλο» τα τελευταία χρόνια;

Λ.Ν: «Εγώ ευχαριστήθηκα όταν ο κόσμος ανέδειξε τραγουδοποιούς και τους στήριξε. Στην ώρα τους ήρθαν ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Γιάννης Χαρούλης. Όταν ο κόσμος συγκεντρώνεται σε αστικά περιβάλλοντα, μετά από λίγο θέλει τη μυρωδιά της καταγωγής του. Θέλει κάτι που να του θυμίζει τον ήχο του τόπου του. Αυτά ήταν πρόσωπα με μαζική ανταπόκριση, πάνω στα οποία καθρεφτίστηκε ο κόσμος. Έτσι, πρέπει να συνεχίσουμε. Το ελληνικό τραγούδι έχει το καλό ότι, δεν είναι ένα είδος. Είναι πολλά διαφορετικά. Ο καθένας λοιπόν με τις δεξιότητες και τις ικανότητές του, προσπαθεί όχι μόνο να πετύχει και να τον γράψουν τα περιοδικά ή να τον διαφημίσουν. Αλλά να αφήσει το ίχνος του, αυτό είναι το πιο σπουδαίο».