Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. Καθηγητή καρδιολογίας

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ

  • Τρίτη, 23 Απριλίου, 2019 - 06:22

Το Εγώ μας είναι τρισυπόστατο. Το αισθητό Εγώ, το παρατηρούν οι άλλοι, το Σύμπαν∙ το νοητό γίνεται άμεσα αντιληπτό μόνο από τον εαυτό∙ του και το κοινωνικό αποτελεί το αποτύπωμα του ατόμου στο κοινωνικό περιβάλλον του. Αντίστοιχα κατανέμεται ο χρόνος καθενός. Στο αισθητό (σωματικό) ωράριό μας ικανοποιούμε τις φυσιολογικές μας ανάγκες. Καταλαμβάνει περίπου το τρίτο του χρόνου μας (ύπνο, διατροφή, έρωτα κλπ). Το νοητό ωράριο είναι ένα άλλο τρίτο του χρόνου μας. Σ΄ αυτό αναπτύσσεται και λειτουργεί ο εσωτερικός μας κόσμος, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι επιθυμίες μας. Απεριόριστα. Το υπόλοιπο τρίτο του χρόνου μας καταλαμβάνει το κοινωνικό μας ωράριο, που το αφιερώνομε στις κοινωνικές μας δραστηριότητες.

Το κοινωνικό ωράριο είναι ελάχιστο σε ανηλίκους, υπερήλικες, αρρώστους, προς όφελος κυρίως του αισθητού ωραρίου τους. Ο περιορισμός του κοινωνικού ωραρίου υπέρ του νοητού, επιτρέπει να κάνει κανείς όσο γίνεται ό,τι θέλει, δηλαδή το όνειρο της ελευθερίας. Ο δούλος διαφέρει από τον ελεύθερο στο ότι έχει εκχωρήσει το νοητό του ωράριο, προπάντων τη βούλησή του, στον αφέντη του, που σαν αντιστάθμισμα του εξασφαλίζει τις στοιχειώδεις ανάγκες του αισθητού του Εγώ.

Στο κοινωνικό ωράριο ανήκουν το επαγγελματικό και το πολιτικό. Στα σύγχρονα πολιτεύματα το πολιτικό σκέλος έχει συρρικνωθεί σε μία στιγμή μόνο όταν ψηφίζουμε. Οι πολιτικές δραστηριότητες έχουν γίνει επαγγελματικές, καθώς οι (ελάχιστοι) άρχοντες δεν ασχολούνται παρά μόνο (ή κυρίως) με την πολιτική. Αν διατηρούν κάποια ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα οι πολιτικοί, την υπηρετούν και διαμέσου της πολιτικής τους συμπεριφοράς. Ας μην απορούμε γιατί η Πολιτική έχει υποταχθεί σήμερα στην Οικονομία: Οι πολιτικοί άρχοντες είναι επαγγελματίες, με πελάτες.

Η κοινωνία αποτελεί δίκτυο ρόλων. Στα κοινωνικά έντομα αφορά ολόκληρο το βίο τους. Στον άνθρωπο αφορά, το τρίτο περίπου του χρόνου των ενηλίκων, με εξαίρεση το χρόνο της θητείας τους, που αφιερώνεται εξολοκλήρου στην πολιτεία. Ο επαγγελματίας εκτελεί κάποιο κοινωνικό ρόλο εξαρτημένο (υπάλληλος, εργάτης) ή ανεξάρτητο («ελεύθερος» επαγγελματίας). Σε όλες τις περιπτώσεις ο επαγγελματίας πειθαρχεί σε κάποια επαγγελματική δεοντολογία με τρεις ιεραρχημένους στόχους: Εξυπηρέτηση του «πελάτη». Υπακοή στον εργοδότη του. Συναδελφική αλληλεγγύη. Η εξυπηρέτηση του πελάτη είναι ο λόγος ύπαρξης κάθε επαγγελματία. Μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εργοδότη. Ο εργοδότης, εκτός από την εξυπηρέτηση των αναγκών του πελάτη, αποσκοπεί νόμιμα και το κέρδος. Κάποτε, για χάρη του κέρδους εξαπατά τον πελάτη. Ο σωστός επαγγελματίας εργαζόμενός του οφείλει να μην υπακούσει τότε στον εργοδότη, αλλά να πειθαρχήσει στη δεοντολογική αρχή του, το συμφέρον του πελάτη, μολονότι έτσι διακυβεύει τη θέση και επιβίωσή του τελικά. Μέσα στο επαγγελματικό ωράριο η σχέση εργοδότη-εργαζομένου είναι δεσποτική. Έξω από αυτό το ωράριο όμως δεν αποκλείονται φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Άλλοτε ο εργοδότης εκμεταλλεύεται τον εργαζόμενο. Άμυνα των εργαζομένων είναι η αλληλεγγύη μεταξύ τους, στρεφομενη κατά του εργοδότη. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η άμυνα δεν επιτρέπεται να στρέφεται κατά του πελάτη. Ενδέχεται εργοδότες και εργαζόμενοι να φθάσουν σε συμφωνία σε βάρος του κοινού, π.χ. συμφωνούν να αυξηθεί οι μισθοί και το κόστος να μεταφερθεί στον πελάτη. Οι απεργοί οδηγοί λεωφορείων, γιατροί, εργάτες μιας επιχείρησης, γεωργοί, λιμενεργάτες κλπ μειώνουν εκβιαστικά αγωνιζόμενοι τα κέρδη του εργοδότη, αλλά ταυτόχρονα καταπιέζουν το λαό ολόκληρο. Θα πρέπει να θυμούνται ότι χωρίς τη συμπαράσταση του λαού αυτού, που είναι ιδανικά ο τελικός διαιτητής, τα αιτήματά τους δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν.

Για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους οι εξαρτημένοι κυρίως επαγγελματίες συνασπίζονται σε συντεχνίες. Αυτές όμως έχουν σαν πρώτο ιεραρχικά σκοπό τους τα συμφέροντα της τέχνης τους. όχι του πελάτη. Αντίθετα από τις συντεχνίες, ο συνδικαλισμός έχει πρώτο σκοπό τα συμφέροντα της τάξης και την εξυπηρέτηση του πελάτη. Η Αθηναϊκή δημοκρατία ήταν συντεταγμένη αφενός κατά τόπους, αντιστοιχώντας στη σημερινή τοπική αυτοδιοίκηση και αφετέρου σε επαγγελματικές ενασχολήσεις (πεδινοί γεωργοί, ορεινοί βοσκοί, παράλιοι ναυτικοί). Οι σύγχρονες συντεχνίες στηρίζονται στις μεσαιωνικές συντεχνίες και μεταφέρθηκαν σε μας.

«Πελάτης» είναι ιδανικά όλος ο λαός. Άνεργοι, ανήλικοι, υπερήλικες, νοικοκυρές, αλλά και όλοι οι επαγγελματίες, εργοδότες και εργαζόμενοι, όσο δεν ασκούν το επάγγελμά τους. Ο επαγγελματίας, όσο εργάζεται, είναι "δούλος" της πολιτείας, των πελατών του. Αυτοί τον πληρώνουν, ώστε να επιβιώνει. Ο υψηλά ειδικευμένος γιατρός, είναι «πελάτης» όταν απευθύνεται σε δικηγόρο, μηχανικό, έμπορο κλπ. Η πελατειακή σχέση είναι ιερή για τον επαγγελματία, καπηλεία για τον πολιτικό.

Η σχέση επαγγελματία-πελάτη δεν είναι ισότιμη. Ο επαγγελματίας έχει τις γνώσεις και/ή τέχνη για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του πελάτη, που μόνον αυτός αισθάνεται. Σε δυσκολία επικοινωνίας μεταξύ τους τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρει ο επαγγελματίας, επειδή γνωρίζει. Ο πελάτης αγοράζει από αυτόν γνώσεις και τέχνη. Ο επαγγελματίας όμως ασκεί, γι΄ αυτό, ένα ελάχιστο εξουσίας πάνω στον πελάτη. Έστω έμμεσα, του υπαγορεύει τις επιλογές του. Σε αντίκρισμα, η δεοντολογία περιορίζει τον επαγγελματία, όχι τον πελάτη. Το απόρρητο αφορά τον επαγγελματία, όχι τον πελάτη. Ο επαγγελματίας απαγορεύεται να ανακοινώσει ό,τι του εμπιστεύθηκε ο πελάτης του, ενώ ο τελευταίος δεν δεσμεύεται να ανακοινώσει ό,τι διαμείφθηκε μεταξύ τους. Αυστηρή τήρηση των δεοντολογικών κανόνων είναι η μόνη νόμιμη άμυνα του επαγγελματία απέναντι στον ασύμμετρο κίνδυνο. Ο άρρωστος πέθανε, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε, η οικοδομή κατέρρευσε, ο πελάτης ζητά αποζημίωση. Το ερώτημα όμως είναι ο επαγγελματίας έκανε ό,τι απαιτούσε ο νόμος όταν πρόσφερε τις υπηρεσίες του; Παράλληλα, ο επαγγελματίας έκανε ό,τι απαιτούσε η ηθική, η συνείδησή του, η τέχνη και η επιστήμη του, όταν πρόσφερε τις υπηρεσίες του; Η επαγγελματική δεοντολογία δεν συμπίπτει πάντοτε με τη νομιμότητα.

Η άτεγκτη τήρηση των κανόνων, ωστόσο, κατά κάποιον τρόπο απανθρωπίζει τη συμπεριφορά του επαγγελματία που οφείλει να εμμένει στις απαιτήσεις της γραφειοκρατίας. Γι’ αυτό, η λέξη «επαγγελματίας» παίρνει μερικές φορές κακή σημασία. Υπονοεί εκείνον που πουλάει υπηρεσίες για να πάρει χρήματα από τον πελάτη και όχι εκείνον που σκοπός του είναι η προσφορά υπηρεσιών. Αλλά η παραβίαση των κανόνων έχει δυσμενείς συνέπειες σε όλο το σύστημα. Αν ο οδηγός του λεωφορείου σταματήσει για να εξυπηρετήσει έναν επιβάτη, θα καθυστερήσει να φθάσει στην κανονική στάση, σε βάρος όλων εκείνων που περιμένουν εκεί. Για να μειωθούν τα διλήμματα του επαγγελματία μεταξύ του νοητού και του κοινωνικού ωραρίου του, οι νόμοι (αντίθετα από τις κοινωνίες των εντόμων) οφείλουν να έχουν ανοχή. Η αρμονία της κοινωνίας έτσι, η ευδαιμονία των πολιτών της, εξασφαλίζεται κατά το δυνατό.

 

 

 

Διαβάστε ακόμα