Του Γιώργου Μ. Φουστάνου

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

ΜΙΚΕΣ Γ. ΦΟΥΣΤΑΝΟΣ 1920-2019
  • Παρασκευή, 23 Αυγούστου, 2019 - 06:22
Μικές Γ. Φουστάνος

Πλήρης ημερών, απεβίωσε στην Αθήνα ο Μικές Φουστάνος, γόνος οικογένειας με καταγωγή από τη Σπάρτη. Ο παππούς του, Παντολέων Α. Φουστάνος εγκαταστάθηκε στην ακμάζουσα Ερμούπολη πριν από 150 ακριβώς χρόνια και αξιώθηκε, χάρη στην εργατικότητά του και το πάθος της δημιουργίας που τον χαρακτήριζε, να διακριθεί ως έμπορος, ως εφοπλιστής και, κυρίως, ως κλωστοϋφαντουργός βιομήχανος, δραστηριότητα την οποία διεύρυνε αργότερα με τη συνεργασία του γιού του Γεωργίου Π. Φουστάνου. Ο τελευταίος, εξελίχθηκε σε έναν από τους πλέον εύρωστους οικονομικούς παράγοντες του νησιού, διατηρώντας σε αυτό την επιχειρηματική του βάση στα χρόνια του μεσοπολέμου, όταν η Ερμούπολη γνώριζε σταδιακά την παρακμή εξαιτίας της συγκέντρωσης του μεγαλύτερου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας στην Αθήνα και στον Πειραιά. Ο ίδιος διετέλεσε επίσης Δήμαρχος της Ερμούπολης μεταξύ του 1921 και του 1922 αλλά και πρόεδρος του Επιμελητηρίου Κυκλάδων το 1936 πριν τον καταστροφικό πόλεμο που προκάλεσε τεράστιες ζημιές στο νησί και κατ’ επέκταση στη δική του επιχείρηση.

 

Γεννημένος το 1920, ο τριτότοκος γιός του, Μικές Φουστάνος, αφού εργάστηκε αθόρυβα σε όλη τη διάρκεια του Πολέμου για να συνδράμει με κάθε τρόπο τις οικογένειες των εργαζομένων στην πατρική επιχείρηση, κλήθηκε το 1945 να υπηρετήσει στον Πειραιά τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό. Το 1947 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου παντρεύτηκε την παιδική του φίλη Καλλιρρόη, μοναχοκόρη του επίσης Ερμουπολίτη Αντωνίου Βαλμά, τότε ιδιοκτήτη της Ηλεκτρικής Εταιρείας και του Παγοποιείου της Σύρου. Έζησε μαζί της σχεδόν επτά δεκαετίες, δημιουργώντας μια ευτυχισμένη οικογένεια καρπός της οποίας υπήρξαν τα δύο τους παιδιά, ο Γιώργος και η Δέσποινα, που τους χάρισαν αντίστοιχα και τα δυό εγγόνια τους, τον Μιχάλη και τη Δάφνη.

 

Απόλυτα προσηλωμένος στην έννοια της στενής οικογενειακής συνεργασίας, ο Μικές Φουστάνος αγωνίστηκε μαζί με τους τρείς αδελφούς του Παντελή, Ανδρέα και τον νεότερο Δημοσθένη, να λειτουργήσουν υπό τις εξαιρετικά αντίξοες μεταπολεμικές συγκυρίες την επιχείρηση της κλωστουφαντουρίας, που όμως, ολοκλήρωσε τον κύκλο της διαδρομής της στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ακολουθώντας τη μοίρα των περισσότερων ιστορικών επιχειρήσεων του νησιού. Παρά τη δυσμενή κατάληξη, η επιχείρηση συνέβαλε σημαντικά στην τοπική οικονομία κατά την πρώτη κρίσιμη μεταπολεμική εικοσαετία με τη διατήρηση πολλών θέσεων εργασίας, ενώ την ίδια περίοδο ο Μικές Φουστάνος και οι αδελφοί του έδωσαν ουσιαστική πνοή στην προσπάθεια ανάπτυξης του νησιού χάρη και σε μιά ακόμα πρωτοβουλία της οικογένειας: Τη δημιουργία ακτοπλοϊκής επιχείρησης την οποία ίδρυσαν το 1948 με ίδιους πόρους με στόχο να συμβάλλουν στην αποκατάσταση των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών της χώρας -και ιδιαίτερα της γενέτειράς τους- οι οποίες ήταν ανύπαρκτες εξαιτίας του αποδεκατισμού τoυ συνόλου του επιβατηγού στόλου από τους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1941. Τα πλοία της επιχείρησης των αδελφών Φουστάνου και ιδιαίτερα τα ΔΕΣΠΟΙΝΑ και ΠΑΝΤΕΛΗΣ εξυπηρέτησαν με συνέπεια επί μία εικοσαετία τις μεταφορικές ανάγκες, αλλά και την τουριστική ανάπτυξη της Σύρου και πολλών άλλων Κυκλαδικών προορισμών.

 

Πέρα όμως από το επιχειρηματικό του έργο, ο Μικές Φουστάνος θα παραμείνει στη μνήμη όσων τον γνώρισαν ως ένας από τους πλέον καλωσυνάτους, γενναιόδωρους και φιλόξενους ανθρώπους της γενιάς του. Με το χαμόγελο πάντοτε στα χείλη, την απαράμιλλη σεμνότητα και ταπεινότητα του χαρακτήρα του, ήταν πάντοτε προσιτός σε όλους ανεξαιρέτως, ένας γνήσιος άνθρωπος της παρέας, έτοιμος για κουβέντα και ένα ποτήρι κρασί με τους απαραίτητους μεζέδες στο αγαπημένο του καλοκαιρινό στέκι του Φετουρή στην Ντελαγκράτσια υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι ο λογαριασμός θα καλύπτονταν από τον ίδιο. Το σπίτι του ήταν πάντοτε ανοιχτό για φιλοξενία στους φίλους καθώς και αυτούς των παιδιών του, και το τραπέζι έτοιμο να υποδεχτεί τους καλοφαγάδες, ενώ τα γλέντια που φρόντιζε ο ίδιος να ζήσουν οι καλεσμένοι του, έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη των τυχερών που τα έζησαν και υπάρχουν γύρω μας ακόμα. Αυτό όμως που σημάδεψε τη ζωή του, κυρίως από την εποχή που ολοκλήρωσε τον επιχειρηματικό του βίο, ήταν η αγάπη και η προσήλωσή του στη θρησκεία μέσω ενός σπάνιου ψυχικού δεσμού που είχε δημιουργήσει με τον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη στην αγαπημένη του Ντελαγκράτσια. Τον Ναό αυτό υπηρέτησε με πάθος επί μία εικοσαετία ως Εκκλησιαστικός Επίτροπος, συμβάλλοντας καθοριστικά με προσωπικό μόχθο και θυσίες στην αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του έτσι ώστε να είναι πάντοτε σε θέση να έχει εισοδήματα για την κάλυψη, τουλάχιστον, των λειτουργικών δαπανών του. Για αυτή τη σημαντική προσφορά του τιμήθηκε το 2009 από τον Μητροπολίτη Δωρόθεο Β’ με την απονομή του Αργυρού Σταυρού της Αγίας Μεθοδίας.

 

Ο Μικές Φουστάνος είχε την τύχη να βιώσει το μεγαλύτερο διάστημα του συναρπαστικού 20ού αιώνα και σχεδόν δύο δεκαετίες αυτού που διανύουμε. Αγάπησε και αγαπήθηκε από πολλούς, ιδιαίτερα τους απλούς ανθρώπους στους οποίους πάντοτε συμπαραστάθηκε ουσιαστικά αλλά αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Το μόνο του, ίσως, παράπονο, πέρα από το γεγονός ότι έφυγε πρώτη από τη ζωή η αγαπημένη του γυναίκα πριν από τέσσερα χρόνια, ήταν ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν είχε αντικειμενικά τις δυνάμεις να ταξιδεύει στην αγαπημένη του γενέτειρα για να εκκλησιασθεί στον Αη Γιάννη. Διατήρησε μέχρι τέλους τη διαύγειά του και τελικά έφυγε όπως του άξιζε, όρθιος. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που αγαπά η Παναγία. Γι’ αυτό ασφαλώς τον κάλεσε κοντά της, ανήμερα της μεγάλης γιορτής του Δεκαπενταύγουστου.