Διήγημα

Το τηλεφώνημα…!

Επιστολή Ευάγγελου Μαρκόπουλου
  • Πέμπτη, 27 Ιουνίου, 2013 - 14:15

Το πρώτο πράμα που σκέφτηκα, μόλις κατέβηκα απ’ το λεωφορείο, έξω από τον ΟΤΕ Ερμούπολης, ήτανε να κάνω ένα τηλεφώνημα, έτσι μου ρθε’ εκείνο

Το βροχερό απογευματάκι, στην Ιφιγένεια. Το πιο ωραίο… είχα ξεχάσει τον αριθμό τηλεφώνου της, έξω απ’ το θάλαμο περίμενε μια χοντρή κυρία, μου θύμιζε την κουσελιάρα Μάξουελ, σε λίγο ήρθε κι ένας άντρας, ψηλός, αδύνατος, διοπτροφόρος ίδιος, τι ίδιος φτυστός ο μακαρίτης Τσαουσέσκου (που όπως διάβασα) όταν έβαζε ένα καινούριο κοστούμι, μεταξύ μας αυτά, δεν το ξαναφορούσε, γιατί φοβόταν μήπως οι εχθροί του, το είχαν ραντίσει με καρκινογόνες ουσίες…καθένας με τη λόξα του.

Έψαχνα τις τσέπες μου για το νούμερο…τίποτα, κι ο Τσαουσέσκου απ’ έξω να κάνει βόλτες, να ξεφυσάει ενώ η Μάξουελ κάπνιζε αρειμανίως. Τελικά βρήκα τον αριθμό, η ώρα ήταν γύρω στις 6.30 το βράδυ. «Ποιος τηλεφωνεί;» άκουσα μια τρεμουλιάρικη φωνή (μάλλον γυναικεία…). «Είναι εκεί η Ιφιγένεια;» «Ποιος είσαι;», «Ο Θεμιστοκλής», «Ποιος;» «Ο Θεμοστοκλής…», «Η μικρή δεν είναι εδώ!» «Και που είναι;» ρώτησα με δήθεν σταθερή φωνή «Στη Θεσσαλονική… Άντε καληνύχτα!», «Στάσου ρε χριστιανή μου…!» φώναξα χαμογελώντας μες απ’ το τζάμι στον δικτάτορα. «Δώσε μου τον αριθμό τηλεφώνου της να της μιλήσω…» « Μα ποιος Θεμιστοκλής είσαι;», «της Σαλαμίνας» είπα κλείνοντας το μάτι στο Ρουμάνο. «Άντε ρε φίλε» έκανε ο ψηλός κατακόκκινος, «Να, τώρα τελειώνω…», Όλο τώρα και τώρα, τι καταλαβαίνεις θα φύγομε αποδώ κατά τα μεσάνυχτα;» είπε η Αμερικάνα, κι ανάμεσα στις τρίχες της μύτης, βγήκε γκρίζος καπνός «Στάσου να κοιτάξω στο άλλο μπλοκ, γιατί σ’ αυτό που έχω μπροστά μου, δε βρίσκω το νούμερο της…» έκανε φουρκισμένη η συγγενής της κοπέλας, ύστερα την έπιασε ένας φοβερός ξερόβηχας, ίσαμε 4 πακέτα θα καπνίζει τη μέρα, σκέφτηκα. «Άντε ρε τέλειωνε…» αγανάχτησε ο διοπτροφόρος μεσήλικας.

«Τελειώνω» φώναξα, χτυπώντας ελαφρά τη γροθιά μου στο γεμάτο στίγματα τζάμι, ένοιωθα, δεν ξέρω, μια εσωτερική ικανοποίηση, ένα αίσθημα χαράς βλέποντας τα γερόντια να λυσσιάζουν… «Μα δεν υπάρχει κανένας άλλος θάλαμος ελεύθερος;» «Όχι και οι άλλοι 2 είναι πιασμένοι…» απάντησε ο Τσαουσέσκου… «Για δες, μ’ ακούς; Δεν τον βρίσκω τον αριθμό, πάρε με αύριο το πρωί, πιστεύω ίσαμε τότε να τον ξετρυπώσω…»

«Δεν μπορώ αύριο, στις 4 το πρωί φεύγω για τον Πειραιά…» πέταξα μια μπαρούφα, «Μα, δε μου λες ποιος είσαι; Ποιος Θεμιστοκλής…» ξανάπε κι άρχισε πάλι το γκούχ…γκούχ. «Για ξαναρίξτε μια ματιά μήπως βρίσκεται το νούμερο κάπου αλλού», «Καλά, περίμενε…!»

Απ’ έξω έριχνε μια χοντρή βροχή «Α, ρε Ιφιγένεια,  τι μου κάνεις…» μονολόγησα, κοίταξα τριγύρω, ο διοπτροφόρος είχε φύγει, η γριά πρέπει να ήταν πολύ πεισματάρα, καθόταν και κάπνιζε αβέρτα, τότε επιτρεπόταν το κάπνισμα, δεκαετία του ’50 βλέπετε. «Τον βρήκα. Ακούς; Γκουχ – γκούχ, να στον πω; Γράφε…» Σημείωσα τον αριθμό, βγήκα, ευχαρίστησα τη γιαγιά «Καλέ έφυγε ο κύριος, τι κρίμα…» έκανα και…πλάκα. «Άντε στο γερό διάολο μη σε στείλω» έκανε η Μάξουελ και η μπόχα απ’ τα χνώτα της με χτύπησε στο πρόσωπο.

Βγήκα, ξεκαρδισμένος στα γέλια, …….. πήρα τσιγάρα, τότε κάπνιζα. «ΑΡΩΜΑ» άναψα και περπατώντας μες στην ψιλή βροχή, τράβηξα κατά την οδόν Ερμού, κάπου εκεί συνάντησα το Γιάννη το Μονογυιό, τρελάρας κι αυτός, μεγαλολεύτερος, μου ζήτησε τσιγαράκι. «Πάω για του Δικαίου…» είπε φύσηξε τη μύτη του σ’ ένα μαντήλι (σαν τραπεζομάντιλο σε διαστάσεις…), «Άντε καλό ξημέρωμα» φώναξε γιατί ο αέρας είχε δυναμώσει και εξαφανίστηκε, πίσω στον τοίχο χαμηλά ο κάναλος γουργούριζε,  η βροχή είχε κοπάσει αρκετά. Το σπίτι μου ήταν κάπου στο Ηρώον. Κατά τις έντεκα πήρα τηλέφωνο. «Ποιος είναι;» ρώτησε μια νυσταγμένη φωνή. «Εσύ είσαι Νικήτα;», «Όχι βρε παλιοκόριτσο, ο Θεμιστοκλής είμαι…», «Ποιος;» χασμουρήθηκε. «Ο Θεμιστοκλής, ξέχασες κιόλας;», «Άσε τις πλάκες Νικήτα…», «Ιφιγένεια ο Θεμιστοκλής απ’ τη Σύρα είμαι…», «Α, τι κάνεις βρε, πως με θυμήθηκες τέτοιαν ώρα» είπε αδιάφορη και ξαναχασμουρήθηκε «Λέω την άλλη βδομάδα να έρθω, εκεί να τα πούμε…» Άργησε ν’ απαντήσει. «Έχω πάνω από 10 μήνες να σ’ ακούσω…» συνέχισα «Ξέρεις» κρύος ιδρώτας μούσκεψε το κούτελο μου «Αρραβωνιάστηκα με τον Νικήτα σε 5 μήνες παντρευόμαστε» απάντησε. Η βροχή ξανάρχισε χοντρή, μονότονη. «Τι να πω;» έκανα πως δεν με πολυενδιέφερε. «Εντάξει» «Εσύ ήσουνα ανέκαθεν παλαβιάρης. Όλα τα έπαιρνες αψήφιστα…» εξακολούθησε, ύστερα ρώτησε γελώντας «Ο Ευρυβιάδης τι κάνει;» «Μια χαρά…», «Αγόρασε κανένα διαμέρισμα στην Αθήνα;», «Μα βέβαια, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα….» είπα.

¨Λοιπόν;», «Τι λοιπόν, Σαλαμινομάχε μου, τελειώσαμε» έκανε. Της ευχήθηκα να ζήσει με τον Νικήτα της 859 χρόνια, πλησίαζε, βλέπετε και η γιορτή της…» Ήμουνα ανέκαθεν επιπόλαιος, όλα τα ‘βλεπα μέσα από θολό τζάμι, τίποτα δεν έπαιρνα στα σοβαρά μόνον εκείνον που με καθοδηγούσε απ’ τη σκιά! Τι έκανα το υπόλοιπο της βραδιάς; Α, ναι πήγα στο καρνάγιο στου μαστροΜιχάλη, τρακάρισα  το Γιώργο και ήπιαμε κάμποσα ουζάκια, με τι μεζέ! Χταποδάκι ψημένο στη χόβολη – το τύλιγε μες σε χρυσό σαν αλουμινόχαρτο. Εϊ πάμε το άλλο και το πιο πάνω και το πιο κάτω, για Πλαστήρα, Βενιζέλο, Παπανδρέου, Τσόρτσιλ και πολλούς άλλους.

«Ιφιγένεια την έλεγαν…», εκμυστηρεύτηκα στο φίλο. «Γιατί τώρα πως τη λένε;» ρώτησε μ’ ένα πλοκάμι να εξέχει απ’ το στόμα. Διηγήθηκα την περιπέτεια με το τηλέφωνο, ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Γυναίκες, όρεξη να ‘χεις…» τόνισε χτυπώντας με στην πλάτη μ’ εκείνη τη χερούκλα του. «Άντε παιδιά, το κατάστημα κλείνει…», «Χρωστάμε τίποτα;», «Όχι, ούτε πεντάρα» είπε και γέλασε, η κοιλιά του ανεβοκατέβηκε, δυο φορές. «Ευτυχώς η βροχή σταμάτησε» έκανε, καληνύχτισε και έστριψε αριστερά. Πριν πέσω για ύπνο κάπνισα καμιά δεκαριά τσιγάρα χωρίς να σκέπτομαι πια κανέναν…!

Ευάγγελος Μαρκόπουλος

Διαβάστε ακόμα