Της Ναυσικάς Τσιπά Ψυχολόγου, Κλιμάκιο Κύθνου, Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας Δυτικών Κυκλάδων ΕΠΑΨΥ Δρ. Κλινικής Ψυχολογίας, Université Paris Nord-Sorbonne Cité

Επιθετικότητα: η πολυπλοκότητα ενός φυσιολογικού φαινομένου

  • Κυριακή, 1 Νοεμβρίου, 2020 - 13:30

Η επιθετικότητα αποτελεί μια ευρεία θεματική, που απασχολεί πολύ τους γονείς παιδιών μικρής αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας ως προς τη διαχείριση και την αντιμετώπιση επιθετικών συμπεριφορών, οι οποίες μπορούν να φθάσουν έως και τις παθολογικές εκδηλώσεις αυτών. Στο παρόν άρθρο, θα αναφερθεί η έννοια της επιθετικότητας και οι φυσιολογικές της εκφάνσεις, πριν την παράθεση των διαταραχών συμπεριφοράς στα παιδιά, με άλλα λόγια, την ψυχοπαθολογική έκφραση της επιθετικότητας και της βίαιης συμπεριφοράς. Δεύτερον, θα παρατεθούν οι παράγοντες κινδύνου και οι παράμετροι που αφορούν στην πρόληψη και τη στάση των γονέων απέναντι στα παιδιά, με στόχο την πιο αποτελεσματική παρέμβαση από την πλευρά τους απέναντι στις εκρήξεις βίας των παιδιών.

Η επιθετικότητα ορίζεται ως η συμπεριφορά που προκαλεί βλάβη σε ανθρώπους ή αντικείμενα με λόγια ή πράξεις και η οποία διαχωρίζεται σε σωματική, λεκτική και ψυχολογική. Με άλλα λόγια, ορίζεται ως μια εχθρική, βλαπτική και καταστροφική συμπεριφορά που συχνά προκαλείται από ένα αίσθημα ματαίωσης, δηλαδή από μια σημαντική απογοήτευση. Μπορεί να είναι ατομική και συλλογική, ενώ τα αίτια είναι πολυπαραγοντικά και ταξινομούνται βάσει στόχου, τρόπου και αιτίας. Η επιθετικότητα είναι επομένως μια αναπόφευκτη εκδήλωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και οι διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες της, οδηγούν και σε διαφοροποιήσεις ως προς τις στρατηγικές αντιμετώπισής της, γιατί ενώ πρόκειται για ένα φυσιολογικό φαινόμενο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης και κοινωνικής ζωής, βασικό ως προς τη διαδικασία ανάπτυξης και ενηλικίωσης, υπάρχει και η βίαιη ανεπιθύμητη μορφή της.

Κατά την ψυχαναλυτική θεωρία και τις εισηγήσεις του S. Freud (1920) υπάρχουν δύο ενστικτώδεις ενορμήσεις : του έρωτα και η επιθετική, ή αλλιώς της καταστροφικότητας, οι οποίες υπάρχουν εκ γενετής. Σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία, το Εγώ είναι η δομή της προσωπικότητας που τις ελέγχει και μέσω της οποίας γίνονται αντιληπτές στον ψυχισμό και τη συμπεριφορά του ατόμου. Επομένως, το φάσμα που ξεκινά από την φυσιολογική εγγενή ενόρμηση και καλύπτει και παθολογικές εκφράσεις αυτής, εξαρτάται από τη δυνατότητα ελέγχου της και άρα από την αποτελεσματικότητα αυτής της διεργασίας του ελέγχου.

Ο έλεγχος της επιθετικότητας εξαρτάται και επηρεάζεται από την εγκατάσταση μίας ικανοποιητικής σχέσης με το ανθρώπινο αντικείμενο, δηλαδή από τη σταθερότητα και την ποιότητα της σχέσης με τα σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του ανθρώπου ήδη από τη γέννησή του. Αντιθέτως, όταν αυτή δεν έχει εγκατασταθεί ή είναι ασταθής, η επιθετικότητα βρίσκεται εκτός ελέγχου και κυριαρχεί, οδηγώντας σε συμπεριφορές που συχνά δημιουργούν δυσκολίες στις σχέσεις, άγχος, ενδείξεις παρορμητικής συμπεριφοράς και εν γένει δυσλειτουργία σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.

Υπάρχουν παράγοντες κατά την πορεία της ανάπτυξης του ατόμου, που μπορεί να δημιουργήσουν συνθήκες οι οποίες οδηγούν σε μη επαρκή έλεγχο της επιθετικότητας, αναδεικνύοντας έτσι τη σημαντική συμβολή της σχέσης με τα πρόσωπα φροντίδας. Αυτοί οι παράγοντες είναι οι εξής: σοβαρή στέρηση φροντίδας κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής ή και αποχωρισμός από τα σημαντικά πρόσωπα. Επίσης, εναλλαγή καταστάσεων στη σχέση ανάμεσα στους γονείς και το παιδί, όπου αυτό που εναλλάσσεται είναι η υπερεμπλοκή του γονέα και η διέγερση που αυτή προκαλεί, με την απόσυρση του γονέα, γεγονός που δημιουργεί ένα αίσθημα αβοηθησίας στο παιδί, για τη διαχείριση του οποίου καταφεύγει σε εκρήξεις βίας. Τρίτον, οικογενειακές καταστάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από συγκρούσεις και έντονες εκδηλώσεις βίας, όπου η βία γίνεται συνώνυμο της δύναμης και οτιδήποτε δεν άπτεται μιας βίαιης συμπεριφοράς είναι συνώνυμο της αδυναμίας και της παθητικότητας. Αυτή η κατάσταση αντανακλά την καταφυγή στο μηχανισμό άμυνας της «ταύτισης με τον επιτιθέμενο». Πρόκειται για έναν μηχανισμό άμυνας κατά τον οποίο το υποκείμενο που βρίσκεται αντιμέτωπο με έναν εξωτερικό κίνδυνο, ταυτίζεται με τον επιτιθέμενο είτε υιοθετώντας την επίθεση αυτή καθεαυτή, είτε μιμούμενος το παρουσιαστικό ή τη νοοτροπία του επιτιθέμενου, είτε υιοθετώντας ορισμένα σύμβολα δύναμης, που είναι τα εμβλήματα εξουσίας του επιτιθέμενου. Η λειτουργική έκφανση αυτού του μηχανισμού αποτελεί μια απαραίτητη φάση στην αναπτυξιακή πορεία του παιδιού, ώστε το παιδί των δύο ετών να μπορεί να πει «όχι» στον ενήλικα, μέσω δηλαδή της μίμησης του ενήλικα που απαγορεύει. Ωστόσο, στις συγκρουσιακές οικογενειακές καταστάσεις, όπως αναφέρθηκε, το παιδί που έχει βιώσει έλλειψη ως προς τη συναισθηματική του εμπειρία μπορεί να αναζητήσει την τρυφερότητα αλλά έχει επίσης ανάγκη για να αισθανθεί αληθινό να είναι καταστροφικό, πριν να μπορέσει να αγαπήσει με αυθεντικό τρόπο. Με άλλα λόγια, ένας τρόπος για να αντέξει κανείς αυτό που δεν αντέχεται είναι να ταυτιστεί με αυτό που δεν αντέχεται.

Βάσει των παραπάνω, τα ελλείμματα στην προσωπικότητα οδηγούν σε εκφόρτιση μέσω καταστροφικότητας, τόσο ως προς τον εαυτό όσο και προς τους άλλους, γεγονός που προκαλεί αφενός τη μη εκτίμηση των συνεπειών της καταστροφικότητας και τη μη επαρκώς λογική επεξεργασία των καταστάσεων, αφετέρου την ανικανότητα αναμονής για κάτι που επιθυμεί το παιδί. Βλέπουμε ότι κατά την ψυχαναλυτική θεώρηση, η επιθετικότητα (επιθετική ενόρμηση) δεν συνδέεται απαραίτητα με προβληματική συμπεριφορά αλλά αποτελεί μία δύναμη για τον ψυχισμό. Εφόσον το παιδί έχει ικανοποιητική αναπτυξιακή πορεία, η προσωπικότητα δομείται με καλό έλεγχο και ικανότητα προσαρμοστικότητας. Αντιθέτως, εάν η επιθετικότητα γίνει απειλητική, οδηγεί σε βίαιες συμπεριφορές προς τον εαυτό και τους άλλους, προκαλώντας δυσλειτουργία τόσο σε ατομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.

Ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται ως κλινική οντότητα η επιθετικότητα, διαφοροποιείται ανάλογα με το φύλο, την ηλικία και άρα το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού, και φυσικά ανάλογα με τις πολιτισμικές-κοινωνικές συνθήκες. Στην κλινική πράξη, η επιθετικότητα ως σύμπτωμα ή σημάδι ανησυχίας από την πλευρά των γονέων, αποτελεί μια αρκετά γενική έννοια, καθώς περιλαμβάνεται σε ποικίλες διαταραχές και δεν αποτελεί αυτή καθεαυτή μια νοσογραφική κατηγορία. Όμως, οι επιθετικές συμπεριφορές και οι εκρήξεις βίας ομαδοποιούνται στην κατηγορία των διαταραχών συμπεριφοράς.

Οι διαταραχές συμπεριφοράς είναι οι ακραίες μορφές της επιθετικότητας και διακρίνονται στη διαταραχή διαγωγής (που χαρακτηρίζεται από μοτίβα συμπεριφοράς που καταπατώνται είτε τα βασικά δικαιώματα των άλλων, είτε οι κοινωνικές νόρμες και κανόνες, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού), στην εναντιωματική-προκλητική συμπεριφορά (η οποία είναι μια επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από αρνητισμό, εχθρική και εναντιωματική συμπεριφορά), στην παραβατικότητα και στο σχολικό εκφοβισμό. Η παραβατικότητα μπορεί να είναι αποτέλεσμα αναστολής στην ανάπτυξη ή και παλινδρόμηση σε κομβικά σημεία της αναπτυξιακής πορείας, επηρεάζοντας την προσαρμογή στην πραγματικότητα και την κοινωνικότητα. Σε συνολικό επίπεδο, πρόκειται για μια κλινική οντότητα που περιλαμβάνει συμπεριφορές εναντίωσης και προκλητικότητας, ετεροκατευθυνόμενη επιθετικότητα και αντικοινωνικές συμπεριφορές (όπως για παράδειγμα, στην εφηβική ηλικία είναι οι κλοπές, οι βανδαλισμοί και οι φυγές από το σπίτι). Ανάλογα με τη συχνότητα και την έντασή τους, επηρεάζεται σημαντικά η σχολική και οικογενειακή λειτουργία και λειτουργικότητα. Είναι μια διαταραχή στην οποία κυριαρχούν η καταφυγή στην πράξη, η αδυναμία ελέγχου, η επιθετικότητα προς τους άλλους, καθώς και η άρνηση των κοινωνικών κανόνων.

Η επιθετικότητα εμφανίζεται επίσης πολύ συχνά κεκαλυμμένη, μέσω συμπεριφορών υπερδιέγερσης και ψυχοκινητικής αστάθειας. Η αστάθεια, ή διαφορετικά η υπερκινητικότητα και η δυσκολία στη διατήρηση της προσοχής, είναι ο τρόπος με τον οποίο το παιδί κυριαρχεί στο χώρο αλλά και αυτοκυριαρχείται, πρόκειται δηλαδή για ένα εσωτερικό βίωμα τόσο σε γνωστικό, όσο και σε συναισθηματικό και αισθητηριακό επίπεδο, το οποίο δεν δύναται να αναπαρασταθεί με τρόπο επαρκώς συγκεκριμένο και συνεχή. Αυτή η διαρκής κινητικότητα βρίσκεται συνδεδεμένη με την προβληματική του σώματος και άρα με την εικόνα σώματος: το σώμα είναι ο κυρίαρχος ενοποιητικός παράγοντας που εμπεριέχει αλλά και οριοθετεί το αίσθημα της ταυτότητας εαυτού. Και το παιδί εκφράζει την ευαισθησία του μέσω ενός συνόλου από λόγια, στάσεις αλλά και σωματικές κινήσεις, προσπαθώντας να έλξει κατ’ αυτόν τον τρόπο τη γονεϊκή προσοχή στην ψυχική του ζωή και στις ανάγκες αυτής.

Αναφερόμενοι στο οικογενειακό περιβάλλον, πρέπει να δοθεί έμφαση στο σημαντικό ρόλο που έχει η σχέση ανάμεσα στο γονέα και το παιδί, ως προς την έκφραση και τον έλεγχο της επιθετικότητας, επομένως και ως προς την πρόληψη για τη μη εμφάνιση και οργάνωση διαταραχών συμπεριφοράς. Αυτό το γεγονός αναδεικνύει επίσης, ότι μέσω του παιδιού εκφράζεται όλη η ένταση των οικογενειακών συγκρούσεων που τυχόν επικρατούν και μέσω αυτής αντανακλάται η δυναμική των σχέσεων στην οικογένεια. Η βιβλιογραφία αλλά και η κλινική εμπειρία δείχνουν ότι από την πλευρά των γονέων, συχνά είναι τα αιτήματα που αφορούν στην ανησυχία τους σχετικά με τις επιθετικές εκδηλώσεις παιδιών μικρής ηλικίας που δυσκολεύει σημαντικά τη λειτουργικότητα στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής και στις σχέσεις ανάμεσα στους γονείς και το παιδί, κάνοντας συχνά τους γονείς να έχουν συναισθήματα που δεν μπορούν να διαχειριστούν. Η σύγχυση των ορίων, δηλαδή η αντιστροφή των ρόλων ανάμεσα στο γονέα και το παιδί, οδηγεί σε διαταραχές της συμπεριφοράς. Αυτό έχει ως συνέπεια την αδυναμία εσωτερίκευσης της διαφοράς των γενεών, με αποτέλεσμα η σύγκρουση να μην μπορεί να αναπτυχθεί σε ψυχικό επίπεδο, αλλά να αναζητείται στο πραγματικό και να εκφράζεται μέσω κρίσεων βίας. Είναι σημαντικό να επαναλάβουμε πως κατά την προοδευτική έξοδο από τη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα, ανοίγεται ένας χώρος που οδηγεί προς την αυτονόμηση, μια διεργασία συνεχούς ψυχικής ωρίμανσης και αυτό το άνοιγμα δημιουργεί επίσης έναν χώρο προς την έκφραση της επιθετικότητας. Πρόκειται για μια δομική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με την αρχή της πραγματικότητας: είναι η εποχή που ξεκινά η κατάκτηση του ελέγχου των σφιγκτήρων, αναπτύσσεται ο τρόπος του παιχνιδιού κι εξελίσσεται ο λόγος. Πρόκειται λοιπόν για μια χρονική φάση φυσιολογικών διαφωνιών: εμφανίζονται το όχι και οι κρίσεις θυμού.

Επαναλαμβάνοντας το ίδιο στοιχείο αντίστροφα, πρέπει να τονιστεί ξανά ο σημαντικός ρόλος στη σχέση ανάμεσα στο γονέα και το παιδί ως προς την ανάπτυξη προβλημάτων και διαταραχών συμπεριφοράς. Φυσικά και η πολυπλοκότητα ως προς την αιτιολόγηση των επιθετικών συμπεριφορών καθιστά δύσκολη την εξαγωγή ακριβών συμπερασμάτων, καθώς γενικότερα η εμφάνιση της ψυχοπαθολογίας αφορά στο αποτέλεσμα μιας ανάμειξης παραμέτρων κινδύνου και προστασίας που επηρεάζουν το παιδί. Ωστόσο, υπάρχουν παράγοντες κινδύνου τους οποίους δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, όπως είναι η έλλειψη πειθαρχίας και επίβλεψης από την πλευρά του γονέα. Τα παιδιά μικρής ηλικίας δεν μπορούν να αυτό-ρυθμιστούν, δηλαδή να ρυθμίσουν μόνα τους τα συναισθήματά τους, κι έτσι η πρώιμη σχέση με τους γονείς αποτελεί το πρώτο πρότυπο αυτό-ρύθμισης. Επομένως, ο ασφαλής δεσμός ανάμεσα στο γονεϊκό πρόσωπο φροντίδας και το παιδί, οδηγεί στην ανάπτυξη της ικανότητας μιας πιο αποτελεσματικής συναισθηματικής αυτό-ρύθμισης. Ένας σημαντικός αριθμός θετικών παραμέτρων της γονεϊκής συμπεριφοράς (η ευαισθησία, η ζεστασιά, η δεκτικότητα, η αποδοχή) φαίνεται και βάσει ερευνών ότι επηρεάζει τον τύπο δεσμού γονέα-παιδιού και άρα τον τρόπο με τον οποίο οι γονείς διαχειρίζονται τη συμπεριφορά του παιδιού. Ο δεσμός που χαρακτηρίζεται από ασφάλεια, καθιστά το παιδί πιο ευαίσθητο στην αντίληψη των συναισθημάτων του άλλου, ενώ αντιθέτως, ο ανασφαλής δεσμός αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της ψυχοπαθολογίας. Η κρισιμότητα αυτής της πρώιμης παιδικής ηλικίας φαίνεται και από τις έρευνες που έχουν διεξαχθεί με εφηβικό πληθυσμό: πριν από τις διαταραχές επιθετικής συμπεριφοράς στην εφηβική ηλικία, στην μεγάλη πλειοψηφία είχαν προηγηθεί σωματικές επιθετικές διαταραχές συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της πρώιμης παιδικής ηλικίας.

Τι μπορούν επομένως να κάνουν οι γονείς, ώστε να προβλεφθεί η επιθετική συμπεριφορά των παιδιών; Έχοντας δει και επισημάνει τη σημασία των ορίων στα πλαίσια του γονεϊκού ρόλου, πρώτον, να εξηγηθούν οι κανόνες και οι περιορισμοί, καθώς και οι συνέπειες από τη μη τήρησή τους και να εξασφαλιστεί κατά το δυνατόν καλύτερα η σταθερότητα ως προς τη θέσπιση και την εφαρμογή των ορίων. Δεύτερον, έχοντας μιλήσει για το μηχανισμό της μίμησης αλλά και της «ταύτισης με τον επιτιθέμενο», να μη γίνονται οι ίδιοι επιθετικοί, αλλά στα πλαίσια της οικογένειας να προωθείται ο αυτό-έλεγχος, η ηθική, η ανάπτυξη της ενσυναίσθησης, ώστε το παιδί να αναγνωρίζει και να κατανοεί τα συναισθήματά του, όπως και των άλλων. Οι γονείς καλούνται να εντοπίσουν τις σκέψεις που εξοργίζουν το παιδί και να το καθοδηγήσουν προς αποδεκτούς τρόπους συμπεριφοράς, καθώς και προς την έκφραση συναισθημάτων φόβου, θυμού και απογοήτευσης. Η συζήτηση μαζί του πρέπει να περιλαμβάνει το τι συνέβη, την αναθεώρηση των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη, υπογραμμίζοντας ότι το συναίσθημα του φόβου είναι φυσιολογικό.

Συνοψίζοντας, πρέπει να επαναληφθεί ότι η επιθετικότητα είναι εγγενής και δεν ταυτίζεται με παθολογική και διαταραγμένη συμπεριφορά. Οι διαταραχές της συμπεριφοράς ορίζονται από τη δυνατότητα ελέγχου της επιθετικότητας και επεξεργασίας των συναισθημάτων. Δεν έχουν ένα μοναδικό αιτιολογικό παράγοντα, αλλά αναφερόμαστε στην πολυπλοκότητα των αιτιολογικών παραμέτρων που μας κάνει έτσι να αναφερόμαστε σε παράγοντες κινδύνου. Οι διαφορετικοί παράγοντες της οικογένειας και του περιβάλλοντος είναι δύσκολο να ιεραρχηθούν βάσει ερευνών, εξαιτίας της ποικιλομορφίας των μεθόδων και των εργαλείων και διότι οι παράγοντες με κλινική σημασία δεν έχουν αξιολογηθεί. Όπως αναφέρθηκε, οι κυριότεροι αυτών είναι τα μοτίβα εναντιωματικής συμπεριφοράς από την πρώτη παιδική ηλικία, κοινωνικοί παράγοντες, συγκρούσεις ανάμεσα στο γονεϊκό ζεύγος και παιδαγωγική στάση των γονέων, η οποία συνίσταται στο να μην είναι ούτε υπερβολικά τιμωρητική, αλλά ούτε και υπερβολικά επιτρεπτική. Σε διαφορετικές περιόδους της ζωής παρεμβαίνουν διαφορετικές παράμετροι, όμως σίγουρα οι γονεϊκές επιρροές μέσω της προσοχής, της ευαισθησίας, της επίβλεψης, της απουσίας βίας και σκληρότητας, έχουν διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στις ιδιοσυγκρασιακές προδιαθέσεις του παιδιού και τη μελλοντική του συμπεριφορά.

Ετικέτες: