ΕΠΑΨΥ

Διγλωσσία: Ένα «παρεξηγημένο» προσόν

  • Πέμπτη, 18 Νοεμβρίου, 2021 - 12:51

Οι συνεχείς μεταναστευτικές μετακινήσεις που πολλές φορές είναι αναγκαίες για την επιβίωση ή την αρμονική συμβίωση μεταξύ των πολιτισμών έχουν δημιουργήσει ραγδαίες μεταβολές στη σύσταση των πληθυσμών. Έτσι οι άνθρωποι από πολύ νεαρή ηλικία οφείλουν να εκπαιδευτούν και να εξασκηθούν στη χρήση διαφορετικών, από τη μητρική τους, γλωσσών. Ένας πολυπολιτισμικός χαρακτήρας έχει αναδειχθεί και μεγάλος αριθμός ανθρώπων χωρίς την στοιχειώδη γνώση γλώσσας της χώρας κατοικίας τους, πρέπει να επιβιώσει.

  Τι συμβαίνει όμως με τα παιδιά που γεννιούνται από γονείς με διαφορετική μητρική γλώσσα ή εκείνα που από την έναρξη της ζωής τους καλούνται να μάθουν να συνδιαλέγονται σε διαφορετικό πολιτισμικό πλαίσιο από το μητρικό τους; Η κατηγορία αυτή έχει πολλές φορές απασχολήσει και αποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των ειδικών στο τομέα της γλωσσολογίας, της κοινωνιολογίας αλλά και στον εκπαιδευτικό τομέα.

  Οι μελετητές που πρώτοι ασχολήθηκαν με τη διγλωσσία/πολυγλωσσία συμφωνούσαν πως αποτελεί πεδίο σύγχυσης για την αναπτυξιακή πορεία των παιδιών και τη συνέδεσαν με αρνητικές επιπτώσεις στη μάθηση και στην ικανοποιητική επικοινωνιακή δεξιότητα.

  Ωστόσο, σύγχρονες ερευνητικές μελέτες επί του θέματος αυτού είτε έμειναν ουδέτερες είτε εντόπισαν οφέλη σε σχέση με τη διγλωσσία και την αναπτυξιακή εξέλιξη των παιδιών. Στοιχεία ακαδημαϊκής επιτυχίας επίσης, συχνά παρουσιάστηκαν σε πολύγλωσσους μαθητές συγκριτικά με συνομηλίκους μονόγλωσσους. Φαίνεται πως η καθημερινή-συχνή χρήση δύο γλωσσών ως διαδικασία στην οποία υποβάλλεται το άτομο, οδηγεί σε βελτιωμένο γνωστικό έλεγχο σε παιδιά προσχολικής ή εφηβικής ηλικίας, νέους, μεσήλικες αλλά και ηλικιωμένους. Τέτοια ευρήματα προωθούν την θέση πως παρόλο που για έναν δίγλωσσο είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικό το να συμμετέχει σε μία συνομιλία αφού καλείται να διαχειριστεί την επιλογή της γλώσσας που αρμόζει καθώς και τους μορφοσυντακτικούς κανόνες που την ακολουθούν (Abutalebi & Green, 2007), ταυτόχρονα εξασκεί τον εγκέφαλο του και προωθεί τη βελτιστοποίηση των εκτελεστικών λειτουργιών (Kovacs & Mehler, 2009) . Παράλληλα, οι μελέτες που εστιάζουν στην καλλιέργεια των γλωσσικών συστημάτων στα άτομα, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως τα δίγλωσσα παιδιά μπορούν πιο νωρίς από τα μονόγλωσσα να κατανοούν τη διαφοροποίηση ανάμεσα στα μέρη του λόγου ενώ, καλλιεργείται πρώιμα και η αφαιρετική τους σκέψη. Φτάνουμε στο σημείο λοιπόν, να θεωρούμε την διγλωσσία και πόσο μάλλον τη πρώιμη διγλωσσία, εφόδιο ενός ατόμου!

  Όπως αναφέρει και ο Genesee(2015) υπάρχουν ακόμα και σήμερα, ειδικοί που συμβουλεύουν τους γονείς να μην αναθρέψουν τα παιδιά τους με διγλωσσία. Τα κύρια επιχειρήματα τους, αφορούν στη σύγχυση που πιθανόν επιφέρει η χρήση δυο γλωσσών στο παιδί σε επίπεδο νοημοσύνης αλλά και στη χρήση του προφορικού λόγου. Ακολούθως, εντοπίζουμε οικογένειες στις οποίες οι γονείς ακόμα δεν έχουν κατακτήσει το γλωσσικό σύστημα του τόπου κατοικίας και συνεπώς τα πρότυπα του λόγου που λαμβάνουν τα παιδιά για την δεύτερη γλώσσα είναι αλλοιωμένα. Παράλληλα, έχουν αδύναμη ανάπτυξη και στη πρώτη γλώσσα καθώς αναστέλλεται η χρήση της και η μετάδοση της από την πρώτη στη δεύτερη γενιά. Ως αποτέλεσμα, θίγεται η ποιότητα έκθεσης στη κάθε γλώσσα σε μια περίοδο κατά την οποία το άτομο απορροφά όλες τις πληροφορίες που δέχεται από το περιβάλλον του (διπλή ημι-γλωσσία).

  Τα περισσότερα σημάδια αδυναμίας σωστής χρήσης της γλώσσας εντοπίζονται στα σχολικά χρόνια δίγλωσσων ατόμων που καλούνται να κατανοήσουν τη γλωσσική δομή σε πιο σύνθετα και απαιτητικά πλαίσια από αυτά του προφορικού, καθημερινού λόγου. Η σχολική εξέλιξη παρουσιάζει μια επιβράδυνση στη φωνολογική ή και σημασιολογική κατάκτηση του ατόμου και αρκετές φορές δεν είναι δυνατή η ολοκλήρωση της γλωσσικής ανάπτυξης σε καμία από τις δύο γλώσσες.

  Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί έχουν καθοριστικό ρόλο στην ορθή γλωσσική ανάπτυξη. Σε γενικές γραμμές μάς απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο, το δίγλωσσο άτομο επεξεργάζεται και αποκωδικοποιεί τα γλωσσικά στοιχεία που δέχεται στη καθημερινότητα του. Όπως συστήνουν γλωσσολόγοι και ερευνητές υπάρχουν κάποιες κατευθυντήριες γραμμές ώστε να συνδεθεί το γλωσσικό σύστημα που χρησιμοποιείται στο οικογενειακό περιβάλλον με το εννοιολογικό και γλωσσικό σύστημα του τόπου διαμονής: 

Συστήνεται με συστηματικό τρόπο να διαφοροποιείται η χρήση των γλωσσών. Δηλαδή, τα παιδιά σταθερά στο σπίτι να μιλούν τη πρώτη τους γλώσσα και σταθερά στο σχολείο τη δεύτερη. Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις διεθνικού γάμου, κάθε γονέας να απευθύνεται με τη μητρική του γλώσσα στο παιδί.

Πρέπει να παρέχονται όσο το δυνατό περισσότερες σωστά εκφερόμενες γλωσσικές πληροφορίες και στις δύο γλώσσες. 

Οι γονείς και όσοι άλλοι παίζουν σημαντικό ρόλο οφείλουν να χειρίζονται το λόγο με φυσικότητα και άνεση ώστε τα ερεθίσματα που λαμβάνονται να είναι όσο το δυνατό πιο σαφή και όχι επιτηδευμένα.

Σημαντικό είναι να δοθεί βαρύτητα ώστε τα ερεθίσματα να είναι ποιοτικά και ισότιμα για τη κάθε γλώσσα.  Για αυτό οι γονείς καλό θα είναι να μην αρκούνται απλά στις προφορικές συνομιλίες αλλά να επιλέγουν τη μητρική γλώσσα και σε άλλα μέσα όπως στην ανάγνωση βιβλίων, στη μουσική ή ακόμα και στην παρακολούθηση τηλεοπτικών εκπομπών. Αντίστοιχα συμβαίνει και στο σχολείο με την δεύτερη γλώσσα.

Οι συνομιλίες καλό θα ήταν να ολοκληρώνονται στην γλώσσα με την οποία άρχισαν. Να αποτρέπονται τα παιδιά να κάνουν παράλληλη χρήση των γλωσσών.

Το παιδί είναι πιο πιθανό να εμπλουτίσει το λεξιλόγιο και τη ποιότητα του λόγου του περισσότερο, όταν δίνεται σημασία στα αντικείμενα του ενδιαφέροντός του. Είναι σημαντικό να συνδυάζει τη γλώσσα με τομείς που το ελκύουν.

Βέβαια όλα τα παραπάνω μπορούν να ισχύουν σε περιπτώσεις που δεν έχει διαπιστωθεί η παρουσία κάποιας διαταραχής λόγου, οπότε η διγλωσσία αποθαρρύνεται μέχρις ότου να ολοκληρωθεί η λογοθεραπευτική παρέμβαση.

  Συμπερασματικά, η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών που ανατρέφονται με δύο ή περισσότερες γλώσσες είναι μια κοινωνική εκπαιδευτική και οικογενειακή διαδικασία. Ας λάβουμε υπόψη μας πως ανάλογα με τις συνθήκες συνεργασίας των παραπάνω πεδίων η πολυγλωσσία μπορεί να ευνοήσει αλλά, και αν υπάρξουν λανθασμένοι  χειρισμοί,  να επιβαρύνει τους νέους χρήστες του λόγου σε επίπεδο γνωστικής και συναισθηματικής δομής.

Μαρούλη Ειρήνη,

Ειδικός Παιδαγωγός MSc, 

Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας ΒΑ Κυκλάδων ΕΠΑΨΥ

 

 

Βιβλιογραφικές παραπομπές

Abutalebi, J., & Green, D. (2007). Bilingual language production: The neurocognition of language representation and control. Journal of Neurolinguistics, 20(3), 242–275.

Genesee F. (2015). Myths About Early Childhood Bilingualism, Canadian Psychology 56, 1, 1-16

Kovacs, M., & Mehler, J. (2009). Flexible learning of multiple speech structures in bilingual infants. Science, 325, 611–612.

Ετικέτες: