Η πολιτιστική πρωτεύουσα ως μια νέα Ολυμπιάδα;

Προς υποψηφίους δημάρχους Β’:
  • Πέμπτη, 20 Φεβρουαρίου, 2014 - 06:10

Του Γιώργου Καρακατσάνη

Οικονομολόγου

Η προεκλογική εκστρατεία έχει ξεκινήσει για τα καλά και οι συνδυασμοί έχουν ξεκινήσει την κατάρτιση των προγραμμάτων τους. Ταυτόχρονα μια ομάδα πολιτών δραστηριοποιούνται ανεξάρτητα από την πολιτική ατζέντα με την υποψηφιότητα της Σύρου ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Οι ίδιοι οι υποψήφιοι δήμαρχοι συναντήθηκαν από ότι μάθαμε από τα ΜΜΕ στο δημαρχιακό μέγαρο και αποφάσισαν να στηρίξουν την προσπάθεια ανάδειξης της Σύρου ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης το 2011, αφήνοντας την υπόθεση της πολιτιστικής μακρυά από την πολιτική αντιπαράθεση.

Η πολιτιστική πρωτεύουσα αντιμετωπίζεται ως ιερή αγελάδα στο δημόσιο διάλογο στο νησί. Κανένας δεν αμφισβητεί τα πλεονεκτήματα που θα φέρει. Όλοι προσδοκούν μια αύξηση του τουριστικού ρεύματος και μια απροσδιόριστη ευημερία, η οποία πραγματικά είναι ακατανόητο από που θα προέλθει. Το νησί δείχνει να μην έχει διδαχτεί τίποτε από τη μεγάλη περιπέτεια της χώρας, η οποία δεν ήταν άλλη από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων το 2004.

Τι μάθαμε όμως ως χώρα από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων; Μάθαμε κατ’ αρχή ότι η διοργάνωση των αγώνων είναι μια ακριβή ιστορία, η οποία όμως έχει τη δυνατότητα να συσπειρώσει τον κόσμο και να κινητοποιήσει τον κρατικό μηχανισμό. Η ανάληψη της οργάνωσης των αγώνων άφησε πολλά θετικά πίσω της και πολλά αρνητικά. Η πρωτεύουσα απέκτησε μετρό, καινούριο αεροδρόμιο και κάποιες άλλες απαραίτητες υποδομές, οι οποίες χωρίς την πίεση από τη ΔΟΕ πιθανόν να μην είχαν ολοκληρωθεί εγκαίρως. Παράλληλα η χώρα προβλήθηκε σημαντικά στο εξωτερικό. Όλοι γνωρίζουν τους ολυμπιακούς αγώνες, όλοι συντονίζονται στις τηλεοράσεις τους για τρεις εβδομάδες και τους παρακολουθούν και η διοργανώτρια χώρα βρίσκει μια σημαντική ευκαιρία να προβληθεί.

Η διοργάνωση των ολυμπιακών αγώνων όμως είχε και τα αρνητικά της. Δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος και εγκαταστάσεις που έμειναν αναξιοποίητες. Μεγάλο τμήμα των αθλητικών εγκαταστάσεων εγκαταλήφθηκε και ρήμαξε μετά το τέλος των αγώνων. Η δε χρονιά του 2004 δεν ήταν πολύ πετυχημένη τουριστικά με τη χώρα να δρέπει τους καρπούς της ολυμπιακής προβολής τα επόμενα χρόνια.

Κατά την περίοδο της διεκδίκηση των αγώνων κανένας δεν είχε επισημάνει στους Έλληνες τα πιθανά αρνητικά των αγώνων. Κανείς δεν είχε πει ότι η Ελλάδα δεν έχει το μέγεθος να υποστηρίξει μια ολυμπιάδα. Η δεύτερη μικρότερη χώρα που έχει διοργανώσει θερινούς ολυμπιακούς αγώνες στη σύγχρονη εποχή είναι η Αυστραλία, η οποία έχει απείρως μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες από τη χώρα μας. Την εποχή που οι Σουηδοί ήταν αρνητικοί στην υποψηφιότητα της Στοκχόλμης οι Έλληνες ήταν συντριπτικά υπέρ της υποψηφιότητας της Αθήνας. Εκ των υστέρων καταλάβαμε ότι κάτι παραπάνω γνώριζαν οι Σουηδοί. Η Αθήνα μπορεί να είναι μεγαλύτερη πληθυσμιακά από τη Στοκχόλμη όμως η πλειοψηφία των αθλητικών εγκαταστάσεων θα έμεναν αναξιοποίητες, κάτι που οι περισσότεροι ιθύνοντες μάλλον γνώριζαν από την αρχή.

Δέκα χρόνια μετά την Ολυμπιάδα της Αθήνας το νησί προετοιμάζεται για τη διεκδίκηση της πολιτιστικής πρωτεύουσας και κανείς δεν έχει αναφερθεί στο κόστος με το οποίο θα επιβαρυνθεί ο Δήμος και τις προσδοκίες που μπορεί να έχουμε σαν νησί από αυτή τη διοργάνωση, έτσι ώστε να αποφασίσουμε αν πραγματικά μας συμφέρει σαν πολίτες ή είναι προτιμότερο να επιδιώξουμε διαφορετικούς στόχους.

Οι «άνθρωποι του πολιτισμού» φαίνονται να τάσσονται υπέρ της διεκδίκησης της υποψηφιότητας, πράγμα πολύ φυσιολογικό μιας και αυτό θα σημάνει αυξημένη ροή πόρων προς τον πολιτισμό. Ευαγγελίζονται μάλιστα σημαντική προβολή του νησιού σε ολόκληρη την Ευρώπη και υπονοούν ότι θα προκαλέσει αύξηση του τουριστικού ρεύματος. Σε αυτό το σημείο οφείλει κανείς να αναρωτηθεί: Ποια είναι φέτος η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης; Ποια ήταν πέρυσι; Γνωρίζουμε καμία πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης πέρα από την Αθήνα του 1985, τη Θεσσαλονίκη του 1997 και την Πάτρα του 2006; Γνωρίζουμε κάποιον που να επέλεξε να επισκεφτεί κάποια πόλη εξ’ αιτίας των εκδηλώσεων της πολιτιστικής πρωτεύουσας; Είχε αύξηση του τουρισμού το Košice της Σλοβακίας πέρυσι ή η Umea της Σουηδίας φέτος; Πόσα χρήματα ξόδεψαν αυτές οι πόλεις για τη διοργάνωση των εκδηλώσεων της πολιτιστικής πρωτεύουσας;

Οι υπέρμαχοι της διεκδίκησης του τίτλου της πολιτιστικής πρωτεύουσας οφείλουν να απαντήσουν τεκμηριωμένα σε αυτά τα ερωτήματα και να σταματήσουν τις αερολογίες του τύπου «θα φέρει πολλά καλά για το νησί», «θα βοηθήσει τον τουρισμό» ή το ακόμα καλύτερο «τα οφέλη όμως που απορρέουν από την ανάληψη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας σαφώς αξίζουν τον κόπο όχι μόνο για τον πολυπόθητο προορισμό, αλλά κυρίως για το ταξίδι».

Τέλος οφείλει να ξεκαθαριστεί από όλους τους υποψηφίους συνδυασμούς τι στόχους βάζουν για την πολιτιστική πρωτεύουσα. Θέλουν να ανακαινίσουν το θέατρο; Θέλουν να φτιάξουν νέους χώρους εκδηλώσεων; Πόσα χρήματα είναι διατεθημένο να επενδύσει το νησί για μια επιτυχημένη διοργάνωση; Τα χρήματα αυτά που θα βρεθούν; Θα τα δώσει ένα υπουργείο; Θα συναφθούν δάνεια; Θα αυξηθεί η φορολογία; Θα προτιμηθεί μια διοργάνωση χαμηλού προϋπολογισμού βασιζόμενη σε τοπικούς καλλιτέχνες με ελάχιστη επιβάρυνση των οικονομιών του Δήμου;

Στη Θεσσαλονίκη το 1997 το δίδυμο Βενιζέλου – Κοσμόπουλου ξόδεψε δισεκατομμύρια δραχμές και οι υπερτιμολογήσεις έφτασαν κατά μέσο όρο το 209%, ενώ ο οργανισμός που χειρίστηκε το εγχείρημα λύθηκε με τα χίλια ζόρια το 2012. Το όραμα μόνο δε φτάνει. Χρειάζεται συγκεκριμένο σχέδιο και κλειστός προϋπολογισμός και αυτά πρέπει να τα παρουσιάσουν οι υποψήφιοι συνδυασμοί αντί να μας λούζουν με αοριστολογίες του τύπου «ας πάρουμε την πολιτιστική και έχουμε 7 χρόνια να ετοιμαστούμε»

Υ.Γ.: Ακόμα και αν όλα πάνε καλά και το νησί γίνει γνωστό σε όλη την Ευρώπη και χιλιάδες τουρίστες επιλέξουν να το επισκεφτούν, οφείλουμε να αναρωτηθούμε: Σε ποια ξενοδοχεία θα μείνουν;

Τα άρθρα του Γ. Καρακατσάνη αναρτώνται στο ιστολόγιο http://oikonomica.com/

Διαβάστε ακόμα