Συνέντευξη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Σύρου κ. Δωροθέου Β’ για τη συμπλήρωση των 15 χρόνων Αρχιερατικής Διακονίας του

Με αίσθημα μεγάλης ευθύνης

Με την πατρική αγάπη του, τη διαρκή και ανύστακτη μέριμνα για το ποίμνιό του, αλλά και τις ευλογίες της φιλόστοργης Μητέρας, της Παναγίας, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σύρου κ. Δωρόθεος Β’ συνεχίζει μέχρι και σήμερα να αγκαλιάζει το πνεύμα και την ψυχή του ευσεβούς λαού και στα 12 νησιά της εκκλησιαστικής επαρχίας μας.

Με αφορμή την επέτειο των 15 χρόνων Αρχιερατικής Διακονίας του, ο Σεβασμιώτατος κ. Δωρόθεος μίλησε στην «Κοινή Γνώμη» για το πολυσχιδές και ευθυνοφόρο έργο του από το πηδάλιο της Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, στο οποίο βρίσκεται από την 19η Ιανουαρίου 2002.

Σε μία εκ βαθέων συνέντευξη, ο Μητροπολίτης Σύρου αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην οικογενειακή – πλέον - σχέση του με τις μικρές κοινωνίες των νησιών, στις δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει η τοπική Εκκλησία εν μέσω οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής κρίσης, αλλά και στη σημασία της ενότητας και της συνεργασίας μεταξύ των ανθρώπων που αποτελούν την «καρδιά» ενός τόπου.

Πριν από 15 χρόνια ακριβώς, αναλάβατε το πηδάλιο της Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου. Ποια συναισθήματα σας γεννώνται όταν στρέφετε τη σκέψη σας σ’ εκείνη την ημέρα, αλλά και στην αμοιβαία σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης που χτίσατε με τις κοινωνίες των νησιών όλα αυτά τα χρόνια;

«Κατά πρώτον, θέλω να σας ευχαριστήσω πολύ για την καλοσύνη σας να αναφερθείτε στο γεγονός αυτό, το οποίο έχει σηματοδοτήσει και τη δική μου ζωή, αλλά ιστορικά σηματοδοτεί και τη ζωή της Ιεράς Μητρόπολης, όπως και κάθε Ιεράς Μητρόπολης όταν ενθρονίζεται ένας νέος Επίσκοπος. Εκείνο, λοιπόν, το ηλιόλουστο Σάββατο του 2002, όταν έφτασα στη Σύρο με το Superferry II, συνοδευόμενος από αγαπημένα πρόσωπα και βλέποντας αυτές τις χιλιάδες του λαού να με αναμένουν, αμέσως δημιουργήθηκε μέσα στην ψυχή μου το αίσθημα της μεγάλης ευθύνης απέναντι σ’ αυτόν το λαό. Ευθύνη, την οποία μέχρι και σήμερα με ανύστακτο ενδιαφέρον και μέριμνα φέρω στην καρδιά μου, προκειμένου να ανταποκριθώ στις προσδοκίες και τις ελπίδες του. Είναι αλήθεια ότι, αυτά τα 15 χρόνια, στις μικρές κοινωνίες των 12 νησιών της εκκλησιαστικής επαρχίας μας, έχουμε δημιουργήσει σχέση πατρικής αγάπης και οικειούς αντιπελάργησης. Στοιχεία τα οποία συνδέουν τις κοινωνίες αυτές και τον Επίσκοπο, προσδίδοντας οικογενειακή ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία μεσουρανεί το πνεύμα της αγάπης και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ασφαλώς, ο λαός του Θεού θα μπορεί να μιλήσει καλύτερα περί αυτού από εμένα. Από τη δική μου πλευρά, πράττω ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό, ώστε αυτή η σχέση να εδράζεται πάνω σε αυτό το θεμέλιο της οικογενειακής αγάπης».

Δεδομένης της κρίσης που μαστίζει σήμερα τη χώρα μας και ειδικότερα τον τόπο μας, η Εκκλησία πώς αντιμετώπισε όλες αυτές τις αλλαγές σε οικονομικό, κοινωνικό και ηθικό επίπεδο που μεσολάβησαν αυτό το διάστημα και πόσο πιο δύσκολο, απαιτητικό και ευθυνοφόρο έχει καταστεί το έργο της σήμερα;

«Η Εκκλησία ποτέ δεν υπήρξε ουραγός του κράτους στα θέματα της κοινωνικής μέριμνας για τους ανθρώπους. Η Εκκλησία από της συστάσεώς της, εκτελούσε πάντοτε τη διακονία της, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου για την αγάπη της προς τον διπλανό, τον πλησίον. Αυτό εξακολουθεί να πράττει η τοπική μας εκκλησία. Αυτό έπρατταν οι προκάτοχοί μου, αυτό πράττουμε κι εμείς σήμερα. Με πολλή αγάπη ενδιαφερόμαστε για τα προβλήματα των ανθρώπων. Βέβαια οι συγκυρίες κάθε εποχής είναι διαφορετικές. Όπως θα λέγαμε, η εκκλησία επί του προκατόχου μου Φιλαρέτου την εποχή του πολέμου μερίμνησε πολύ για τους ανθρώπους με το Ορφανοτροφείο της Αγίας Βαρβάρας, στο οποίο στεγάστηκαν εκατοντάδες παιδιά, με το Ορφανοτροφείο στην Ιερά Μονή Μυκόνου στο οποίο στεγάστηκαν εκατοντάδες αγόρια και βρήκαν περίθαλψη και στοργή. Σήμερα, η τοπική μας εκκλησία προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις της και το φιλανθρωπικό έργο της, το οποίο γνωρίζετε σε πόσους τομείς επεκτείνεται – πρόσφατα κάναμε έναν λεπτομερή απολογισμό περί αυτού, να ανακουφίσει τα προβλήματα των ανθρώπων, όχι μόνο τα καθημερινά, υλικά προβλήματα, αλλά και τα πνευματικά, με τη λειτουργική ζωή των Ενοριών μας, με τον ραδιοφωνικό σταθμό μας ο οποίος εκπέμπει όλο το εικοσιτετράωρο, με τα κείμενα τα οποία γιγνώσκονται ανελλιπώς στους ναούς μας, με τους Κύκλους Μελέτης Αγίας Γραφής, με τις εκκλησιαστικές εορτές και όλη την ποιμαντική και κοινωνική δράση της».

Ως Επίσκοπος, Ποιμενάρχης και Πατέρας έχετε μοιραστεί και συνεχίζετε να μοιράζεστε με τους πιστούς τη χαρά, τους προβληματισμούς και τις σκέψεις σας για όσα συμβαίνουν γύρω μας, ενώ έχετε αναφερθεί και με δάκρυα στα μάτια στην αμφισβήτηση που πολλές φορές δέχεται η εκκλησία μας για τις προθέσεις, για τον ρόλο της και την οικονομική της κατάσταση. Οι αντιλήψεις αυτές είναι ένα «αγκάθι» στην ψυχή του Επισκόπου;

«Το έργο της Εκκλησίας είναι ανιδιοτελές, χωρίς ανταπόκριση. Η Εκκλησία πράττει, χωρίς να περιμένει να ακούσει «ευχαριστώ» από κανέναν. Πρέπει να σας ομολογήσω ότι είναι πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι ευεργετούνται από την εκκλησία και οι οποίοι πολλές φορές μπορεί να μιλούν γι’ αυτήν με λόγους απρεπείς. Αυτό όμως δεν ανακόπτει το έργο της, ούτε παρεμποδίζει τη συνέχιση της προσπάθειά της. Ο ίδιος ο Χριστός είπε ότι «αν εμένα εδίωξαν οι άνθρωποι, θα διώξουν και όλους εσάς, που θέλετε να συνεχίσετε αυτό το έργο». Ό,τι πράττουμε, το πράττουμε με γνώμονα την αγάπη προς τον άνθρωπο τόσο προς τον ευγνώμονα όσο και προς τον αχάριστο άνθρωπο. Δε διακρίνουμε τους ανθρώπους σε εκείνους που μας είπαν «ευχαριστώ» και σε αυτούς που δεν μας είπαν. Η παραβολή της προηγούμενης Κυριακής ήταν χαρακτηριστική. Είναι η παραβολή ενός ευγνώμονος θεραπευθέντος λεπρού και των εννέα αγνωμόνων, οι οποίοι δεν ευχαρίστησαν τον Κύριο. Το παράπονο του Χριστού για την αγνωμοσύνη είναι διαχρονικό και παραμένει πάντοτε επίκαιρο στη ζωή μας. Άρα λοιπόν, ασφαλώς μεν λυπούμεθα και στεναχωρούμεθα διότι η Εκκλησία δέχεται ενίοτε αήθεις επιθέσεις, όμως αυτό, όσο κι αν μας πονάει και μας πληγώνει, δεν αποτελεί αιτία και αφορμή ούτε να στρέψουμε σε κανέναν το πρόσωπό μας, ούτε και να διαφοροποιήσουμε τους ανθρώπους μέσα στην καρδιά μας, ανάλογα με τις πνευματικές ή τις καθημερινές ανάγκες τους. Εμείς βλέπουμε στο πρόσωπο των ανθρώπων το πρόσωπο του Χριστού και στο πρόσωπο του Χριστού, το πρόσωπο του διπλανού μας που πρέπει να τον αγαπάμε και να τον στηρίζουμε».

Λόγω του πολυσήμαντου ρόλου, αλλά και της ξεχωριστής θέσης της στην κοινωνία, η Εκκλησία αποτελεί «γέφυρα» επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων και ηγετών, ενώ πολλές φορές καλείται να παίξει και τον ρόλο του «πυροσβέστη». Αυτό καθιστά ακόμα πιο ευθυνοφόρο το έργο της;

«Ασφαλώς. Η Εκκλησία έχει λόγο ιαματικό, παραμυθητικό, διαλλακτικό και ειρηνικό. Αυτός είναι ο λόγος του Ευαγγελίου. Ο Κύριος, βεβαίως, πολλές φορές μίλησε με αυστηρότητα στους ανθρώπους για τα πνευματικά θέματα, διότι εκεί απευθύνεται κυρίως ο λόγος Του. Σήμερα λοιπόν, που η Εκκλησία ζει σε μία εποχή και σε μία κοινωνία που έχει τόσα προβλήματα και παρουσιάζει τόσες δυσκολίες και οι εκφάνσεις της πολλές φορές είναι δυσανάλογες με την ευθύνη της απέναντι στον πολίτη και απέναντι στις υποχρεώσεις του, οφείλει να έχει ένα λόγο ειρηνικό. Πρέπει να σας πω ότι με όλους τους εκάστοτε κυβερνώντες, η Εκκλησία έχει αναπτύξει γέφυρες και διαύλους επικοινωνίας. Είναι και αυτοί πνευματικά παιδιά της, άνθρωποι που μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν μέσα στους κόλπους της κι όσο κι αν διαφοροποιούνται στη συνέχεια, η Εκκλησία δεν τους απορρίπτει, δεν τους απομακρύνει. Έτσι λοιπόν, πράγματι η Εκκλησία πολλές φορές υπήρξε γέφυρα ενοποιός, υπήρξε εκείνη η οποία κράτησε ιδιαίτερα τα χρόνια αυτά τον κοινωνικό ιστό αρραγή, είναι αυτή η οποία με την προσευχή της και με τις προσπάθειές της έδωσε ένα πνεύμα καταλλαγής προς τον λαό μας, ο οποίος σε μια στιγμή -όλοι θα ενθυμίστε- ήταν πολύ εξοργισμένος με τα όσα συνέβαιναν και προέβαινε ακόμα και σε ακραίες εκδηλώσεις απέναντι στους κρατούντες. Η Εκκλησία ήταν εκείνη, η οποία ήθελε να κατευνάζει τα πνεύματα και να δημιουργεί μέσα στις ψυχές των ανθρώπων ειρηνική διάθεση και υπομονή για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που πραγματικά ήταν και συνεχίζουν να είναι δύσκολα. Εμείς δεχόμαστε στο γραφείο μας, όλους εκ των πολιτικώς κρατούντων οι οποίοι θέλουν να μας επισκεφτούν, όπου κι αν ανήκουν. Σε όλους συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο τρόπο, σε όλους λέμε τα προβλήματα και τις ανάγκες τις οποίες έχουμε. Τους ακούμε και ευχόμαθε για την επιτυχία του έργου τους. Διότι όταν επιτύχει το έργο των κρατούντων και είναι υπέρ του λαού μας, τότε προκόβει και ο τόπος μας, η πατρίδα μας. Όταν αυτό το έργο δεν ευοδούται και αποτυγχάνει, τότε έχουμε προβλήματα που όλοι τα αντιμετωπίζουμε εν συνεχεία».

Έχετε αισθανθεί ποτέ ότι κάποιες πλευρές ίσως επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν το ρόλο της Εκκλησίας για ίδιον συμφέρον;

«Δεν νομίζω ότι, έχει συμβεί αυτό ή και να έχει συμβεί σε πολύ μικρή κλίμακα, δεν σημαίνει τίποτα, ούτε σηματοδοτεί τίποτε στη ζωή της Εκκλησίας. Όλοι, νομίζω, ξέρουν πολύ καλά, ακόμα και αυτοί που θέλουν να λένε ότι την αρνούνται και δεν την αποδέχονται, ότι, η Εκκλησία μας έχει παρρησία στο λαό μας και ο λαός μας γνωρίζει και αναγνωρίζει στο πρόσωπο της τη στοργική και φιλόστοργη Μητέρα, την οποία ποτέ δεν τον εγκατέλειψε, δεν τον πρόδωσε και δεν του είπε ψέματα».

Στον λόγο σας έχετε πολλές φορές υπογραμμίσει τη σημασία της ενότητας, της ομοψυχίας, αλλά και της συνεργασίας μεταξύ των φορέων. Γίνεται εύκολα αντιληπτό από τον ευρύτερο περίγυρο ότι αυτή είναι η λύση για να ξεπεράσει ένας τόπος τα προβλήματά του;

«Νομίζω ναι, γίνεται ευρύτερα αποδεκτό και η τοπική μας κοινωνία τουλάχιστον σε πολλά επίπεδα το έχει υιοθετήσει. Εγώ έχω μία ικανοποίηση στην καρδιά μου γι’ αυτό, γιατί βλέπω ότι μπορούμε όλοι να συνομιλούμε και να βρίσκουμε λύσεις και μεταξύ μας να υπάρχει ένας δίαυλος επικοινωνίας, να απομακρύνονται τα λίγα που μας χωρίζουν και να εμφανίζονται πάντοτε τα πολλά που μας ενώνουν και τα οποία πρέπει και να αξιοποιούμε. Εκτιμώ ότι, το έχουμε πετύχει σε μεγάλο βαθμό αυτό και ίσως, μπορούμε να επιτύχουμε και ακόμα περισσότερα. Αυτό είναι πάντοτε προς όφελος του λαού μας. Και ιδιαίτερα της μικρής και ευλογημένης κοινωνίας, στην οποία όλοι μαζί ζούμε και πρέπει να συνεργαζόμαστε και να συνυπάρχουμε».