Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ

Οι επιπτώσεις του κύματος ακρίβειας στο εισόδημα των πολιτών

  • Πέμπτη, 20 Ιανουαρίου, 2022 - 06:13

Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ δίνει στη δημοσιότητα το νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων με τίτλο: «Ακρίβεια, αγοραστική δύναμη και αγορά εργασίας», το οποίο καταγράφει τις επιπτώσεις του κύματος ακρίβειας στο εισόδημα των πολιτών και τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας σε σύγκριση με τις αντίστοιχες στα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Τα βασικά ευρήματα είναι τα εξής:

• Η απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων λόγω του κύματος ακρίβειας συνεχίστηκε και τον Δεκέμβριο του 2021. Συγκεκριμένα η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε το 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης άγγιξε το 13,7%. Τον ίδιο μήνα το μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα απώλεσε περίπου το 7% της αγοραστικής του δύναμης σε ετήσια βάση.

Τον Δεκέμβριο του 2021 ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά 5,1% σε ετήσια βάση, έναντι 4,8% ετήσιας αύξησης τον Νοέμβριο. Το επίπεδο αυτό του πληθωρισμού είναι από τα υψηλότερα που έχουν σημειωθεί μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.

Τον Δεκέμβριο, παρά τη σταθεροποίηση της τιμής του υγραερίου, η συνεχιζόμενη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού (136% και 45% σε ετήσια βάση αντίστοιχα) οδήγησε τον γενικό δείκτη τιμής στέγασης σε επιπλέον αύξηση κατά 18%. Αντίστοιχα, η ετήσια άνοδος της τιμής του πετρελαίου κίνησης κατά 28% και της αμόλυβδης κατά 21,4% αύξησαν τον δείκτη τιμής των μεταφορών κατά 11% έναντι του Δεκεμβρίου του 2020. Τέλος, ηπιότερη είναι η αύξηση της τιμής των ειδών διατροφής και των μη αλκοολούχων ποτών, όμως η τάση είναι σταθερά ανοδική, ειδικά από τους θερινούς μήνες του 2021 και ύστερα.

• Το 2020 οι ετήσιες καθαρές αποδοχές ενός νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά μειώθηκαν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) έναντι του 2019. Επίσης, στην Ελλάδα οι αποδοχές αυτές αντιστοιχούσαν το 2020 στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Παρά τη μικρή ονομαστική αύξηση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος το β’ τρίμηνο του 2021, τον Δεκέμβριο του 2021 η απώλεια αγοραστικής δύναμης του μέσου μηνιαίου ατομικού διαθέσιμου εισοδήματος άγγιζε το 7% σε ετήσια βάση. Ταυτόχρονα, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε στο 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των μισθωτών μερικής απασχόλησης στο 13,7%. Η οριζόντια συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων καθιστά αναγκαίο να γίνουν άμεσα παρεμβάσεις ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού και οριζόντιας διάχυσης αυτής της αύξησης στους ονομαστικούς μισθούς του συνόλου των μισθωτών μερικής και πλήρους απασχόλησης.

Έχουμε υπογραμμίσει το χάσμα μεταξύ του ύψους του σημερινού κατώτατου μισθού και του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης (60% του διάμεσου εισοδήματος), το οποίο επιδεινώνεται περαιτέρω από τις συνέπειες της ακρίβειας σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης. Τα προβλήματα αξιοπρεπούς διαβίωσης, υλικής αποστέρησης και κινδύνου φτώχειας που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στη χώρα μας θα γίνουν καλύτερα αντιληπτά εφόσον συγκρίνουμε τον μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όρους αγοραστικής δύναμης με το αντίστοιχο μέγεθος των χωρών-μελών της ΕΕ. Το 2020 ο μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης της Ελλάδας είχε την πέμπτη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην ΕΕ, η οποία ήταν σχεδόν ίση με της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας. Παράλληλα, η αγοραστική δύναμη του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης στη Βόρεια και τη Δυτική Ευρώπη ήταν υπερδιπλάσια της ελληνικής. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, θα σημειώσουμε για ακόμη μια φορά την επείγουσα ανάγκη μιας ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού στη χώρα μας.

Το 2020 το συνολικό ακαθάριστο προσαρμοσμένο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε –σε ετήσια βάση– σε ονομαστικούς όρους έναντι του 2019 κατά 3.238 εκατ. ευρώ. Παρά την ανάκαμψή του το β’ τρίμηνο του 2021, το επίπεδό του αντιστοιχούσε μόλις στο 73,3% του αντίστοιχου τριμήνου του 2009. Η χρονική αυτή σύγκριση μας αποκαλύπτει τη δραματική συρρίκνωση της ευημερίας των ελληνικών νοικοκυριών για περισσότερο από μία δεκαετία. Ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην εξέλιξη αυτή είναι το σχετικά χαμηλό επίπεδο κοινωνικών παροχών στη χώρα μας, το ύψος των οποίων, αν και αυξημένο συγκριτικά με το 2019, αντιπροσώπευε το 2020 το 38,7% του συνολικού ακαθάριστου προσαρμοσμένου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, επίδοση που αποτελεί την έκτη χειρότερη μεταξύ των υπό εξέταση κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Τονίζεται ότι το 2020 οι συνολικές κοινωνικές παροχές στην Ελλάδα μειώθηκαν σε απόλυτο μέγεθος κατά 172 εκατ. ευρώ, ενώ το ύψος τους αντιστοιχούσε στο 75,5% του 2009. Συμβολή στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών είχε και η υποχώρηση των αποδοχών τους από μισθωτή εργασία. Ενδεικτικά, το 2020 στη χώρα μας οι καθαρές ετήσιες αποδοχές ενός τυπικού τετραμελούς νοικοκυριού (δύο γονείς και δύο παιδιά), εκφρασμένες σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), διαμορφώθηκαν σε 39.869, μειωμένες κατά 529 συγκριτικά με το 2019 και 5.999 συγκριτικά με το 2009. Το ποσό αυτό υπολείπεται κατά 13.795 και 10.644 μονάδες του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της ΕΕ αντίστοιχα.

• Εξίσου μεγάλη είναι η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης έναντι των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το γ’ τρίμηνο του 2021 η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση, με την απόκλιση μεταξύ του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της Ελλάδας να είναι ίση με 8,8 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, στην Ελλάδα το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών το γ’ τρίμηνο του 2021 ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό των ανδρών.

Οι αποκλίσεις σε όρους διαθέσιμου εισοδήματος συντηρούνται και από τα σχετικά χαμηλά ποσοστά απασχόλησης που καταγράφονται στη χώρα μας.

Εξετάζοντας την απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης στα υπόλοιπα κράτη-μέλη έναντι της χώρας μας, παρατηρούμε ότι αυτή –με εξαίρεση την Ιταλία, όπου το ποσοστό απασχόλησης βρίσκεται σε οριακά χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με την Ελλάδα– κυμαίνεται από 3,5 και 6,3 ποσοστιαίες μονάδες (στην Ισπανία και στο Βέλγιο αντίστοιχα) και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, ξεπερνά τις 16 ποσοστιαίες μονάδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αντίστοιχες αποκλίσεις πριν από την ένταξη της Ελλάδας στα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής ήταν αρκετά μικρότερες. Ενδεικτικά, συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της ΕΕ, η απόκλιση το γ’ τρίμηνο του 2008 ήταν μόλις 4,4 και 3,6 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, ενώ η Ελλάδα παρουσίαζε υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης συγκριτικά με την Ιταλία και τη Μάλτα.

• Στο ίδιο διάστημα, η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη όσον αφορά τη μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση και το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (67,1%).

Σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα διατηρείται στη χώρα μας και το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας, το οποίο το γ΄ τρίμηνο διαμορφώθηκε στο 67,1%, 3,9 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2020 και 6,6 χαμηλότερα έναντι του γ΄ τριμήνου του 2019. Το πρόβλημα της μακροχρόνιας ανεργίας στη χώρα μας εντοπίζεται κυρίως στις γυναίκες, με το ποσοστό εκείνων που είναι μακροχρόνια άνεργες να διαμορφώνεται το γ΄ τρίμηνο του 2021 στο 69,2%, έναντι 64,3% στους άνδρες. Επίσης, όσον αφορά τη μακροχρόνια ανεργία, η Ελλάδα καταγράφει σε σχέση με τις υπό εξέταση ευρωπαϊκές οικονομίες τη χειρότερη επίδοση.

• Μεγάλη είναι η μισθολογική ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τον Δεκέμβριο του 2020 μεγαλύτερος αριθμός γυναικών απασχολήθηκε σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας. Ενδεικτικά, στα χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 11% περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες, ενώ στα υψηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 43% περισσότεροι άνδρες από ό,τι γυναίκες.

Τον Δεκέμβριο του 2020 υπήρχαν περισσότερες γυναίκες που λάμβαναν μισθούς χαμηλότερους από τον κατώτατο, οι οποίες εργάζονταν κυρίως σε θέσεις ημιαπασχόλησης. Με εξαίρεση τα μισθολογικά κλιμάκια των 1.000 έως 1.300 ευρώ, όπου καταγράφεται σχετικά ίσος αριθμός γυναικών και ανδρών, στα υπόλοιπα μισθολογικά κλιμάκια υπάρχουν πολλοί περισσότεροι άνδρες από ό,τι γυναίκες. Επιπλέον, όσο κινούμαστε σε υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια τόσο περισσότερο μειώνεται ο αριθμός των γυναικών που λαμβάνουν υψηλούς μισθούς. Σε μισθούς που υπερβαίνουν τις 3.000 ευρώ η αναλογία μεταξύ γυναικών και ανδρών είναι μικρότερη της μίας γυναίκας προς δύο άντρες.

Ετικέτες: