Υποχρεωτική η εφαρμογή της Κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τους ξενοδοχοϋπαλλήλους, σύμφωνα με απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας

“Νίκη” των εργαζομένων, ανησυχία για τους ξενοδόχους

  • Πέμπτη, 13 Μαΐου, 2021 - 06:17

Την υποχρεωτικότητα της Κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΚΣΣΕ) των ξενοδοχοϋπαλλήλων, αποφάσισε το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ), παρά την έκκληση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ) να παραληφθεί για φέτος η υποχρεωτικότητά της, λόγω της τραγικής κατάστασης των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, λόγω της υγειονομικής κρίσης.

Με μοναδικό αντικείμενο την κήρυξη ως υποχρεωτικής της ΚΣΣΕ των ξενοδοχοϋπαλλήλων της χώρας, συνεδρίασε στις 11 Μαΐου 2021 το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, με παρούσα την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στον Επισιτισμό – Τουρισμό (ΠΟΕΕΤ), η οποία στήριξε τις θέσεις της και το κύριο αίτημά της, που ήταν η υποχρεωτικότητα της σύμβασης για όλους τους εργαζομένους.

Θερμή ικανοποίηση των εργαζομένων για την εξέλιξη

Όπως τόνιζε σε προηγούμενη παρέμβασή της η Ομοσπονδία, η υποχρεωτικότητα της ΚΣΣΕ, η οποία είχε υπογραφεί τον Ιανουάριο του 2021, κρίνεται επιτακτική ανάγκη, καθώς σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει «έχουμε στην κατοχή μας στοιχεία επιχειρήσεων που ζητούν από το προσωπικό να εργαστεί φέτος με 650 ευρώ μικτά. Ενώ αίσθηση προκαλεί αγγελία στο internet επιχείρησης του κλάδου μας που προσφέρει μισθό 600 ευρώ! Πιο κάτω δηλαδή και από τον κατώτατο μισθό στη χώρα μας».

Η απόφαση του ΑΣΕ έφερε ικανοποίηση στην πλευρά των ξενοδοχοϋπαλλήλων, με την ομοσπονδία των εργαζομένων να ζητά από τα μέλη της να συσπειρωθούν έντονα στα οικεία Σωματεία τους, αλλά και να ενημερωθούν ενδελεχώς σχετικά με τη συλλογική σύμβαση εργασίας, προκειμένου να μη βρεθούν αντιμέτωποι με φαινόμενα εκμετάλλευσης, ενώ έκανε λόγο για «δικαίωση του αγώνα όλης της διοίκησης της Ομοσπονδίας», χαρακτηρίζοντας την εξέλιξη αυτή ως νίκη στον αγώνα των εργαζομένων.

Από την πλευρά της η ΠΟΕΕΤ αναγνώρισε τη καλή διάθεση, που έχει στο παρελθόν επιδειχθεί από πλευράς της αντίστοιχης Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων, προκειμένου να συμφωνηθεί κοινώς αποδεκτή Συλλογική Σύμβαση.

«Λάθος από κάθε άποψη» η υποχρεωτικότητα της ΚΣΣΕ

Από την άλλη πλευρά, η Ομοσπονδία των Ξενοδόχων αντιλαμβάνεται την υποχρεωτικότητα της ΚΣΣΕ ως ακόμη ένα “χαστούκι” για τις μικρομεσαίες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της χώρας, καθώς όπως τόνιζε στο υπόμνημα που απέστειλε στο ΑΣΕ, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις από την αρχή της πανδημίας, τον Φεβρουάριο του 2020 έως και σήμερα, ουσιαστικά έχουν παραμείνει χωρίς εισόδημα, αλλά με πάγια και έκτακτα έξοδα που “τρέχουν”, ενώ παράλληλα, ακόμη και την ενίσχυση που έλαβαν από το κράτος, θα κληθούν να την επιστρέψουν, χωρίς να υπάρχουν ενθαρρυντικές ενδείξεις για την τουριστική κίνηση του 2021.

Στο σχετικό υπόμνημα, η ΠΟΞ, κατόπιν αναλυτικής παράθεσης των τραγικών οικονομικών στοιχείων για την τουριστική κίνηση και τον τζίρο, που άντλησε από την Τράπεζα της Ελλάδος και το ΙΝΣΕΤΕ, δήλωσε τη διαφωνία της απέναντι στην υποχρεωτικότητα της ΚΣΣΕ, καθώς όπως εξηγούσε, «βρισκόμαστε στη δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που ο κλάδος μας πλήττεται σφοδρά από την πανδημία και είναι αντικειμενικά αδύνατον να μπορέσουν οι ρυθμίσεις που προβλέφθηκαν στην ΚΣΣΕ να εφαρμοστούν οριζόντια».

Υπό την παραδοχή, ότι «όλες οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις έχουν πληγεί σφοδρά από την πανδημική κρίση», η ΠΟΞ υπογράμμισε παράλληλα, ότι επίσης «διαφέρουν οι συνθήκες υπό τις οποίες επιχειρήσεις και προορισμοί θα λειτουργήσουν. Οι ορεινοί προορισμοί, καθώς και τα ξενοδοχεία στους αστικούς προορισμούς σε κάθε περίπτωση δεν θα αρχίσουν στην ουσία να λειτουργούν πριν τα φθινόπωρο – χειμώνα του τρέχοντος έτους και πάντα υπό την προϋπόθεση πως όλα θα πάνε καλά με τη διαχείριση της πανδημίας και δεν θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε και άλλη έξαρση αυτής. Αντίστοιχα, τουριστικοί προορισμοί και εποχικές επιχειρήσεις που απευθύνονται σε αγορές του εξωτερικού, οι οποίες βρίσκονται σε άσχημη επιδημιολογικά κατάσταση ή οι οποίες θα θέσουν πρόσθετους περιορισμούς στις διαδικασίες αναχώρησης – επιστροφής των τουριστών, δεν γνωρίζουμε αν, πως και υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορέσουν να λειτουργήσουν».

«Χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει τα παραπάνω είναι οι πρόσφατες ανακοινώσεις από τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία δεν ενέταξε τη χώρα μας στην “πράσινη” λίστα, πράγμα που σημαίνει ότι σήμερα δεν γνωρίζουμε αν και πότε θα αρχίσουμε να δεχόμαστε τουρίστες από τη συγκεκριμένη αγορά, μιας και οι περιορισμοί που τίθενται (3 PCR test, υποχρεωτική καραντίνα κλπ) είναι απαγορευτικοί για ταξίδια. Πώς θα λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις εκείνες που το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας τους θα προερχόταν από τη συγκεκριμένη αγορά; Πώς θα τις υποχρεώσουμε να εφαρμόσουν κατά γράμμα την ΚΣΣΕ, όταν δεν θα μπορέσουν ούτε δουλειά να προσφέρουν στο προσωπικό τους;», επεσήμανε η ΠΟΞ, υποστηρίζοντας, ότι «είναι αντικειμενικά αδύνατον με τις τεράστιες διαφοροποιήσεις και ανισότητες που προκαλεί η κρίση της πανδημίας να εφαρμόσουν φέτος οι επιχειρήσεις οριζόντια και χωρίς δυνατότητες απόκλισης την ΚΣΣΕ».

Μάλιστα από την πλευρά των ξενοδόχων υπογραμμίστηκε, ότι «τυχόν δε επέκταση της ΚΣΣΕ κατά την παρούσα χρονική συγκυρία θα είναι, κατά την κρίση μας, τεράστιο λάθος που θα αποβεί σε βάρος της ίδιας της απασχόλησης, θα αυξήσει την ανεργία και θα αποτελέσει τεράστιο πλήγμα στη διατήρηση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων μας, που από τον Μάρτιο του 2020 παραμένουν επί της ουσίας κλειστές».

Κλείνοντας το υπόμνημά της η ΠΟΞ σημείωσε, ότι «αν υπάρχει μια εργοδοτική οργάνωση που τα χρόνια της κρίσης απέδειξε έμπρακτα την πίστη της στο θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων και δικαιούται να ομιλεί, αυτή είναι η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων. Κανείς δεν δικαιούται να το αμφισβητήσει αυτό. Άλλωστε για αυτό υπογράφηκε και η συγκεκριμένη ΚΣΣΕ. Ωστόσο, η επέκτασή της σήμερα, με διαδικασίες express, εν μέσω μηδενικών κρατήσεων – πληροτήτων και ενώ βαδίζουμε κυριολεκτικά στο άγνωστο, θα είναι λάθος από κάθε άποψη. Λάθος και για την επόμενη ημέρα της κλαδικής ΣΣΕ και για τις επιχειρήσεις μας και για τους εργαζομένους μας, οι θέσεις εργασίας των οποίων είναι εξασφαλισμένες, βάσει των δεσμεύσεων που απορρέουν από τις χρηματοδοτικές ενισχύσεις που έλαβαν οι επιχειρήσεις, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα».