“ΗΜΕΡΑ ΖΑΚΥΝΘΟΥ”

Επικίνδυνα παιχνίδια με την εκπαίδευση

  • Τετάρτη, 18 Μαΐου, 2022 - 06:25

«…Οι νέοι νιώθουν πώς οι πολιτικοί δεν ξέρουν τι θέλουν, πώς οι πολιτικοί δεν ξέρουν και δεν θέλουν να ξέρουν ότι δεν ξέρουν τι θέλουν, ότι δεν έχουν ένα πραγματικό εκπαιδευτικό σχέδιο, δεν ξέρουν τι θέλουν από τους νέους, δεν ξέρουν τι άνθρωπο θέλουν να φτιάξουν και άρα τι κοινωνία θέλουν, και πώς το μόνο που ξέρουν και έχουν ανάγκη να θέλουν είναι πώς οι νέοι δεν ξέρουν τι θέλουν… Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν είναι σήμερα μάρτυρες του γεγονότος πως, στο όνομα του τεχνικά αδύνατου, αλλά συμβολικά και κοινωνικά αποδοτικού αιτήματος προσαρμογής της παραγωγής πτυχίων στην οικονομική ζήτηση, οι μεταρρυθμίσεις που προωθούνται το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να ακυρώσουν την ίδια τη δική τους στόχευση;…».

(Ν. Παναγιωτόπουλος «Οι αφανείς. Κοινωνιολογία των λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα», 2021)

Ο Foucault είχε πει ότι η κριτική δεν είναι ζήτημα του να πούμε ότι τα πράγματα δεν είναι σωστά όπως είναι. Είναι ζήτημα του να επισημάνουμε τι είδους παραδοχές, τι είδους γνώριμοι, αδιαμφισβήτητοι και αναρίθμητοι τρόποι σκέψης υποστυλώνουν τις πρακτικές που θεωρούμε αποδεκτές.

Με μια τέτοια διάθεση, λοιπόν, ανέγνωσα τα πολύ ενδιαφέροντα που αναφέρονται στο χθεσινό, Κυριακάτικο, υπ’ αριθ. 2370/15-5-2022 ΦΕΚ του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, τα σχετικά με τη νέα σημαντική μείωση των υποψηφίων εισακτέων στα Πανεπιστήμια της Χώρας. Μια μείωση, που φτάνει στο υψηλότερο σκαλί της μεταπολίτευσης με 11,6% και που σε απόλυτους αριθμούς καρατομεί 9.021 θέσεις τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το τι θα αντικρίσουμε, βεβαίως, τον Αύγουστο με το εν ισχύι εφεύρημα της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ), είναι κάτι που με πολύ μεγάλη αγωνία, θα περιμένω να το δω. Ωστόσο, για το υπουργείο Παιδείας, ο ευαγγελιζόμενος στόχος παραμένει η στήριξη σπουδών σε Τμήματα Ανώτατων Εκπαιδευτικών (περιφερειακών) Ιδρυμάτων και η σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας.

Δεν επιθυμώ να σας κουράσω, Αλλά, εάν η απάντηση του Υπουργείου Παιδείας και γενικότερα του πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα, απέναντι σε μια «προδομένη γενιά» και πάνω στο δεδομένο και μείζον πρόβλημα της υποβάθμισης και της αναντιστοιχίας των τίτλων σπουδών μας, εντοπίζεται στον υπερ-πληθυσμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και όχι στη δομή της απασχόλησης και το παραγωγικό μοντέλο της Χώρας, τότε πραγματικά λυπάμαι για την επιστροφή στα χρόνια των Κληρονόμων και των φορέων του θείου χαρίσματος.

Και τούτο το λέω διότι εκτιμώ ότι στο τέλος της ημέρας, αυτές οι 9.000 ή 17.000 ή ακόμη και 40.000 χιλιάδες φοιτητές, δεν θα λείψουν από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά πιθανότατα, μόνο από τα Ανώτατα δημόσια Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, αναζητώντας η εκπαιδευτική αγορά (Κολλέγια κ.α.) τους πόρους και τα εργαλεία υπεράσπισης της ταξικής θέσης των γόνων των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Πέραν τούτου, αδυνατώ να καταλάβω τον σχεδιασμό και τον ανορθολογισμό του εκπαιδευτικού συστήματος μιας Χώρας (με ελλειμματικές κρατικές δαπάνες, επενδύσεις και χρηματοδοτήσεις για εκπαίδευση και ταυτόχρονα τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση δαπάνες των νοικοκυριών για υπηρεσίες εκπαίδευσης), η οποία αρνείται να δει και να αντιμετωπίσει κατάματα τις προκλήσεις και κυρίως, εμφανίζεται απρόθυμη να παραδεχθεί ότι η πολιτική επιλογή στην παρούσα φάση, εκπέμπει το μήνυμα ότι η Εκπαίδευση δεν είναι για Όλους. Άλλωστε, η εγχώρια, αλλά και η ευρωπαϊκή αγορά, πάντα είχαν ανάγκη τα φθηνά εργατικά χέρια και γενιές… υπηρετών.

Σπύρος Ξένος