Συνέντευξη της Λόλας Νταϊφά για τη συλλογή ιστορικών πιάτων που αποτέλεσαν αφορμή για μία ενδιαφέρουσα περιπέτεια στη ζωή της

«Τα πιάτα έρχονται στην πατρίδα τους, τη Σύρο»

Παρουσίαση του λευκώματος «Η Ελλάδα μέσα από 231 Ιστορικά Πιάτα, 1863-1973» το Σάββατο 7 Ιουλίου 2018 και ώρα 20:00 στο Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης

Η σπανιότερη και πληρέστερη συλλογή πιάτων, πάνω στα οποία απεικονίζονται πρόσωπα και γεγονότα που «σφράγισαν» την ιστορία της χώρας μας από τους αρχαίους χρόνους έως τη σύγχρονη Ελλάδα, «φωτίζεται» στις σελίδες του λευκώματος «Η Ελλάδα μέσα από 231 Ιστορικά Πιάτα, 1863-1973».

Τα δυσεύρετα αυτά αντικείμενα περιήλθαν στην κατοχή της «σιδηράς κυρίας» των δημοσίων σχέσεων, Λόλας Νταϊφά η οποία, με πολύ κόπο, αγάπη και πάθος, που χαρακτηρίζουν κάθε συλλέκτη, ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια ένα διαφορετικό «κυνήγι θησαυρού», που σταδιακά πλημμύρισε την καρδιά της με χαρά και ικανοποίηση.

Οι περιπέτειές της και όλα όσα έζησε μέχρι να καταφέρει να συγκροτήσει τη συλλογή της, οι φωτογραφίες των πιάτων, αλλά και οι ιστορίες που αυτά κουβαλούν, περιγράφονται στο βιβλίο που θα παρουσιαστεί το Σάββατο 7 Ιουλίου 2018 στη Σύρο, τόπο κατασκευής των συγκεκριμένων πιάτων, τα οποία είναι γνωστά τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, ως Συριανά.

Η εκδήλωση διοργανώνεται στο Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης, από το Τμήμα Πολιτισμού και τη Βιβλιοθήκη Δήμου Σύρου – Ερμούπολης, σε συνεργασία με τον Σύλλογο Φίλων Τεχνικού Πολιτισμού Ερμούπολης και τις Εκδόσεις ΜΙΛΗΤΟΣ.

Την εκδήλωση θα χαιρετίσουν η Αντιδήμαρχος Πολιτισμού, Θωμαή Μενδρινού και η Εντεταλμένη Σύμβουλος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, Μαρίζα Αγγελοπούλου. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Περρής, ο υπεύθυνος του Βιομηχανικού Μουσείου, η Αχιλλέας Δημητρόπουλος, η Πρόεδρος της Λέσχης Λυκείου Ελληνίδων, Χριστίνα Λιγοψυχάκη και η συλλέκτρια Λόλα Νταϊφά.

Στις προσπάθειές της για την εύρεση και απόκτηση των ιστορικών πιάτων, το ρόλο της Σύρου κατά την εποχή άνθισης της επιχειρηματικότητας στο νέο ελληνικό κράτος, καθώς και στον καλό σκοπό του λευκώματος, τα έσοδα του οποίου διατίθενται για τους σκοπούς του Συλλόγου "ΕΛΠΙΔΑ", αναφέρεται η κ. Νταϊφά σε μία γλυκιά και ιδιαίτερη συνέντευξη στην «Κοινή Γνώμη».

Ποια ήταν η αφορμή για να ανοίξει αυτό το «κεφάλαιο» στη ζωή σας;

«Η περιπέτεια ξεκίνησε την εποχή που ήμουν φοιτήτρια. Είχα πάει στο σπίτι της κυρίας, που μετά έγινε πεθερά μου. Αλλά τότε δεν ήξερα ότι, θα συγγενεύαμε. Η Καλλιόπη Νταϊφά είχε ένα πολύ ωραίο νεοκλασικό σπίτι με έργα ζωγραφικής, κρύσταλλα, ασημικά, πορσελάνες κλπ. Κάποια στιγμή μου είπε «βρε κούκλα μου, μου φέρνεις λίγο νεράκι»; Ήταν μεγάλη γυναίκα. Εγώ δεν ήξερα πού ήταν τα ποτήρια. Μου είπε «κάτω από την πιατοθήκη». Στην πιατοθήκη, είδα ένα πιάτο. Ήταν το βασιλικό ζεύγος. Εγώ τότε, ήμουν οργισμένη φοιτήτρια και τους βασιλιάδες, δεν ήθελα να τους βλέπω. Της έβαλα το νερό και τη ρώτησα πού βρήκε εκείνο το πιάτο. Μου απάντησε πως μία παρακόρη, που είχαν, παντρεύτηκε και της το έφερε γεμάτο χόρτα. Είπα «καλά» και το άφησα. Κάποια στιγμή, σκεφτόμουν «τι άνθρωποι είναι αυτοί, δεν έχουν άλλη έγνοια και φτιάχνουν πιάτο με το βασιλιά;». Μετά πέρασε ο καιρός, παντρεύτηκα τελικά το γιο της και ξαναθυμήθηκα το πιάτο. Τη ρώτησα αν το έχει ακόμα. Απάντησε καταφατικά και μου είπε, εάν το θέλω, να το πάρω. Από τότε λοιπόν, άρχισα να διαβάζω και να μαθαίνω ότι, ήταν μια ολόκληρη βιομηχανία, μια ολόκληρη εποχή, όπου η Ελλάδα ανθούσε. Αυτά, ήταν τα πιάτα της χαράς. Τα έφτιαχναν για ένα ευχάριστο γεγονός. Ήταν πιάτα καθημερινής χρήσης, γι’ αυτό και έσπαγαν. Δεν είναι πολύτιμο το υλικό, αλλά τα πιάτα είναι δυσεύρετα και σπάνια».

Ποιες πτυχές της ιστορίας τους μπορεί να αναγνωρίσει κανείς, παρατηρώντας τις εικόνες τους;

«Την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου, τον Μέγα Αλέξανδρο, την Αθηνά, την Ένωση της Μακεδονικής Ηπείρου και της Θεσσαλίας με την Ελλάδα, τον Ελευθέριο Βενιζέλο κ.α. Υπάρχουν και τα Σαμιώτικα πιάτα. Δηλαδή είναι μια ολόκληρη ιστορία, που αν κάποιος θέλει να πάρει το βιβλίο, το διατρέχει και ξαφνικά, μπαίνει λίγο στο πνεύμα μιας Ελλάδας, που καλό είναι να μην την αφήσουμε να φύγει». Εγώ ήμουν παθιασμένη. Πήγα και στο εξωτερικό, για να βρω κάποια. Αυτά φτιάχνονταν στη Σύρο, γι’ αυτό και λέγονται Συριανά. Οι περισσότεροι παλιατζήδες, αντικέρ, τα γνωρίζουν ως Συριανά. Τους λες «ψάχνω ένα πιάτο με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ή με τους βασιλιάδες» και σου απαντά «τα Συριανά θέλεις». Η Σύρος τα έφτιαχνε πρώτα, γι’ αυτό και πολλά, φέρουν πίσω τους σφραγίδα με το όνομα του νησιού. Αυτός ήταν και ο λόγος που ήθελα τόσο πολύ να έρθω στο νησί. Σε όλα τα μέρη όπου παρουσιάστηκε το λεύκωμα, ήμουν προσκεκλημένη. Μόνο από τη Σύρο δεν είχα πρόσκληση, αλλά εγώ ήθελα να έρθω σώνει και ντε. Μπορώ να μην τα φέρω στην πατρίδα τους;».

Ποια η σημασία του συγκεκριμένου λευκώματος πέρα από την ανάδειξη μίας πλευράς της ιστορίας, ίσως άγνωστης σε πολλούς;

«Ο λόγος που παθιάζομαι με το βιβλίο, δεν είναι γιατί θέλω ξαφνικά στα γεράματα να γίνω έμπορος. Όλα τα έσοδα διατίθενται για τους σκοπούς της «Ελπίδας», για τα παιδιά με καρκίνο. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει και μου δίνει το θάρρος να μπορώ να προωθώ το συγκεκριμένο λεύκωμα. Πρόκειται για έναν καλό σκοπό. Σε καμία περίπτωση, δεν θέλω να θεωρήσει κανείς ότι έχω πάρει τους δρόμους και τα νησιά για να μαζέψω χρήματα. Όλα αυτά δεν έρχονται ποτέ στα χέρια μου και πηγαίνουν κατευθείαν στην «Ελπίδα» από τις Εκδόσεις Μίλητος».

Ο λαός λέει «αν δεν πάθεις, δεν θα μάθεις». Εσείς τι μάθατε μέσα από αυτή την ιστορία;

«Μέσα στο βιβλίο, διηγούμαι μικρές ιστορίες από αυτά που έχω πάθει για να μαζέψω τα πιάτα. Έχω επισκεφτεί διάφορες περιοχές της Ελλάδας, έχω βρεθεί στην Αγγλία, στη Μασσαλία γιατί και εκεί υπήρχαν τέτοια πιάτα. Τα φτιάχναμε εδώ στην Ελλάδα και τα στέλναμε στην Αγγλία. Μετά τα ξαναέπαιρναν πίσω οι έμποροι από τη Σύρο και τα πουλούσαν. Από την ίδια τη Σύρο δεν βρήκα πιάτα. Μπορεί να έχουν και να μην τα δίνουν. Μακάρι να βρισκόταν κανείς να μου πουλήσει ένα, θα το έπαιρνα».

Η συλλογή σας έχει ολοκληρωθεί ή έχετε ακόμα ανοιχτές τις κεραίες σας μήπως βρεθεί κάτι για να την εμπλουτίσετε;

«Αυτό το βιβλίο είναι το πρώτο που γράφεται. Δεν έχει ξαναγραφτεί κάτι παρόμοιο. Επομένως κανείς δεν ξέρει αν τα πιάτα είναι τόσα. Μήπως βγει στην επιφάνεια και κανένα ακόμα; Τόσο ο αξέχαστος Άγγελος Δεληβορριάς, επί σειρά ετών εμβληματικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, που μου έγραψε την εισαγωγή, όσο και η Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα και η Κατερίνα Κορρέ που υποστηρίζει επιστημονικά το βιβλίο έχουν βεβαιώσει ότι δεν υπάρχει συλλογή είτε σε μουσείο είτε σε ιδιώτη, πληρέστερη από τη δική μου. Τώρα αν στην πορεία, μας βγει κανένα που δεν το έχω, με τα χίλια θα το αγοράσω. Μην φαντάζεστε ότι είμαι πλούσια. Καθόλου πλούσια, παθιασμένη είμαι».

Σας έχει προταθεί από κάποιο Μουσείο να δωρίσετε τη συλλογή σας;

«Εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση να τη δωρίσω, αρκεί να μου πουν πού θα την τοποθετήσουν και πώς θα τη διαχειριστούν. Όχι να τα κρεμάσουν για έναν χρόνο και μετά να τα πετάξουν σε ένα υπόγειο. Γιατί, δυστυχώς γίνονται και τέτοια».