Παράλληλοι βίοι των δικών μας αγίων

Ο Μάνος Ελευθερίου με τον Σταύρο Κουγιουμτζή υπήρξαν δύο από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού. Η μεταξύ τους συνεργασία, έφερε ως αποτέλεσμα μερικές από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές της ελληνικής δισκογραφίας, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, ενώ η προσωπική σχέση που ανέπτυξαν οι δύο δημιουργοί υπήρξε στενή και την χαρακτήριζε ο αμοιβαίος σεβασμός και η εκτίμηση.

Το πέρασμά τους από τη ζωή ταυτίστηκε με την τραγική ειρωνεία των επετείων γέννησης και θανάτου τους. Σαν σήμερα, πριν από 4 χρόνια, έφυγε από τη ζωή ο συριανός ποιητής Μάνος Ελευθερίου και σαν σήμερα, πριν από 90 χρόνια, ήρθε στη ζωή ο σπουδαίος συνθέτης Σταύρος Κουγιουμτζής. Αντιστοίχως, η 12η Μαρτίου είναι η ημερομηνία της επετείου γέννησης του Μάνου Ελευθερίου και της επετείου θανάτου του Σταύρου Κουγιουμτζή.

Η καλλιτεχνική τους συνάντηση, η αρχή μια δυνατής φιλίας

Η πρεμιέρα της δημιουργικής τους σύμπραξης έγινε το 1974 με τις “Μικρές Πολιτείες” και τα τραγούδια «Του κάτω κόσμου τα πουλιά», «Τώρα που θα φύγεις», «Τα πρώτα λόγια», «Τα χρέη της καρδιάς σου», «Δίψασα στην πόρτα σου». Ο δίσκος αυτό σήμανε και την πρώτη δισκογραφική επαφή του Γιώργου Νταλάρα με τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου ενώ με τον Σταύρο Κουγιουμτζή είχε ήδη συνεργαστεί από το 1969. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο τραγουδιστής συναντήθηκε καλλιτεχνικά πάμπολλες φορές και με τους δύο δημιουργούς και συνδέθηκε με βαθιά φιλία μαζί τους.

Ακολούθησαν οι δίσκοι “Στα ψηλά τα παραθύρια” (1975), “Λαϊκές Κυριακές” (1976), “Μην περιμένεις” (1976), “Τραγούδια του καιρού μας” (1977) και “Τρελοί και άγγελοι” (1986). Αν και καμία δισκογραφική δουλειά του Σταύρου Κουγιουμτζή δεν περιείχε αποκλειστικά στίχους του Μάνου Ελευθερίου, σχεδόν όλα τα τραγούδια που έφτιαξαν μαζί, έγιναν μεγάλες επιτυχίες κι επικράτησαν στα ραδιόφωνα και στις συνειδήσεις μας. Δεκαεννιά τραγούδια γέννησαν συνολικά οι καλλιτεχνικές συναντήσεις τους: «Σαν ραγίσει το ποτήρι», «Στα χρόνια της υπομονής», «Σαν σβησμένο καρβουνάκι», «Τα μαύρα κοροϊδεύεις», «Τρεις η ώρα νύχτα», «Έφταιξα, έφταιξα», «Χρόνια σαν βροχή», «Απ’ τον περασμένο Μάρτη», «Τα γράμματα για σένα», «Δεν κοιτάς που ξενυχτάω», «Έχει καρφιά η υπομονή», «Ταξιδεμένο μου πουλί», «Όποιος τραγουδάει τον πόνο» και «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι» συν τα τραγούδια από τις “Μικρές Πολιτείες” που προαναφέρθηκαν. Τραγούδια εμποτισμένα με γνήσια λαϊκή ευαισθησία, με   “αμεσότητα και απλότητα. Πράγματα δύσκολα και ακατόρθωτα πολλές φορές, έτσι μπερδεμένοι που είμαστε όλοι σ’ αυτόν τον τόπο με την  “όρθια διανόηση”, όπως είχε πει κάποτε ο σπουδαίος ποιητής μιλώντας για τον φίλο του Στ. Κουγιουμτζή. 

Με δικά τους λόγια

Είχε πει χαρακτηριστικά ο Μ. Ελευθερίου για τον συνθέτη: «Με τον Σταύρο γίναμε φιλαράκια το 1974. Με πήρε τηλέφωνο και έκτοτε κολλήσαμε. Κάναμε μαζί μια δεκαπενταριά τραγούδια που τα περισσότερα τα ερμήνευσε έξοχα ο Γιώργος Νταλάρας. Η φιλία μας διατηρήθηκε έως σήμερα ασκίαστη. Ήταν σεμνός, οπωσδήποτε, δύσκολος και δάσκαλος, και αναποφάσιστος για πολλά. Τρομαγμένος όμως από την αθλιότητα των ανθρώπων. Ευαίσθητος πολίτης αυτής της χώρας. Ήξερε να θαυμάζει και όταν θαύμαζε κάποιον, το διαλαλούσε. Ήξερε όμως και να θυμώνει. Και όταν θύμωνε, και στενοχωριόταν συχνά με όσα τον πλήγωναν, πάλι το διαλαλούσε. Απομονώθηκε με ό,τι τραυματικές επιπτώσεις μπορεί να έχει μια τέτοια επιλογή. Το ότι διάλεξε να επιστρέψει στα άγια χώματα της προσφυγιάς, της Θεσσαλονίκης, σημαίνει πολλά. Του έδωσε όμως την ευκαιρία να ασχοληθεί με την πεζογραφία, με έξοχα διηγήματα. Είναι τραγικό σε αυτόν τον τόπο αυτό που συμβαίνει: να πρέπει να πεθάνει κάποιος για να αποδείξει ότι αφενός ζούσε, και ότι όσο ζούσε έκανε θαυμαστά έργα. Ο ίδιος εισέπραξε τα ψίχουλα που έπεσαν στο τραπέζι του, από τα συμπόσια που ο ίδιος πρόσφερε απλόχερα. Είναι παρήγορο ότι η νέα γενιά, ζαλισμένη και ζεματισμένη από ό,τι και με όσα συμβαίνουν γύρω μας, ακούει το έργο του με κατάνυξη. Και αυτό είναι όχι μόνο η προσωπική του καταξίωση αλλά και ο θρίαμβος του ελληνικού καλού τραγουδιού».

Στο ίδιο κλίμα σεβασμού και βαθιάς κατανόησης, ο Σταύρος Κουγιουμτζής  είχε πει για τον συνεργάτη και φίλο του: «Ο Μάνος Ελευθερίου είναι ένας ποιητής που κουβαλάει ένα βαρύ φορτίο από μνήμες του ελληνισμού, γι’ αυτό και οι στίχοι του είναι διαποτισμένοι από αυτό το πολύτιμο φορτίο. Έτσι, ακούγοντας κανείς τα τραγούδια του διακρίνει τη ματωμένη πορεία του ελληνισμού (επιμένω στη λέξη ελληνισμός από τη φθαρμένη και αγοραία πλέον ρωμιοσύνη). Παλιές φωτογραφίες, καρτ ποστάλ της Σμύρνης, εικονίσματα από το Βυζάντιο, μια πνευματική και ιστορική συνέχεια που εμένα με συγκινεί ιδιαίτερα, παρά εκείνη η αποκομμένη από την παράδοση ατομικότητα και δήθεν προσωπικό ύφος μερικών ξιπασμένων. Καμιά φορά σκέπτομαι πως αν  ο Παπαδιαμάντης έγραφε στίχους για τραγούδι, κάπως έτσι θα έγραφε. Σαν τον Μάνο Ελευθερίου».

Οι ελεύθεροι κι ωραίοι

Ο Μάνος Ελευθερίου και ο Σταύρος Κουγιουμτζής, μοιραία και εν αγνοία τους, επισφράγισαν την ιδιαίτερη σχέση που ανέπτυξαν και συντήρησαν κατά τη διάρκεια της ζωής τους, με το να μνημονεύονται μαζί κάθε που “θα΄ναι 12 του Μάρτη” και σε κάθε “πανηγύρι και γιορτή της Αγιάς Μαρκέλλας”, αφήνοντας στον πολιτισμό του τόπου δυσαναπλήρωτο κενό.