Συνέντευξη με τον οργανίστα της ενορίας Chingford του Λονδίνου, Παύλο Τριαντάρη

«Το εκκλησιαστικό όργανο πρέπει να ενταχθεί σε περισσότερα ωδεία»

Τον οργανίστα Παύλο Τριαντάρη και τη σοπράνο Σοφία Καρβουνά υποδέχεται απόψε το 5ο Διεθνές Φεστιβάλ Εκκλησιαστικού Οργάνου «ΑΝΩ».

Η αυλαία της φετινής διοργάνωσης άνοιξε το βράδυ της Δευτέρας με πρώτο καλεσμένο τον Πολωνό οργανίστα Μπάρτος Γιακούμπτσακ.

Τη συναυλία απόλαυσαν θεατές σε όλο τον κόσμο σε απ' ευθείας μετάδοση από τον Καθεδρικό Ναό Αγίου Γεωργίου Άνω Σύρου, μέσα από τις σελίδες του ΑΝΩ σε YouTube και Facebook, καθώς  λόγω των μέτρων κατά της πανδημίας δεν επιτρέπεται η παρουσία κοινού εντός του ναού. Ταυτόχρονα μεταδόθηκε σε ζωντανή προβολή με ελεύθερη είσοδο και στον υπαίθριο χώρο του Ξενοδοχείου ΟΛΥΜΠΙΑ στον Φοίνικα, στο πλαίσιο της καινοτομίας που ξεκίνησε το  Φεστιβάλ να «ταξιδεύει» σε ανοιχτούς χώρους του νησιού με δυνατότητα πρόσβασης όλων των ατόμων με κινητικά προβλήματα.

Το κοινό θα έχει απόψε την ευκαιρία να απολαύσει διαδικτυακά ένα πρόγραμμα με έργα για εκκλησιαστικό όργανο και φωνή.

Σε συνέντευξή του στην «Κοινή Γνώμη» ο νεαρός οργανίστας της ενορίας Chingford του Λονδίνου, Παύλος Τριαντάρης αναφέρεται στο πλούσιο μουσικό ταξίδι που επιφυλάσσει στους ακροατές από κοινού με τη σοπράνο Σοφία Καρβουνά, για το ρόλο του Φεστιβάλ ΑΝΩ, καθώς και για τη θέση της ενόργανης εκκλησιαστικής μουσικής στη χώρα μας.

Σε ποια μουσικά μονοπάτια θα «ταξιδέψετε» αύριο το κοινό του φεστιβάλ από τον Καθεδρικό Ναό Αγίου Γεωργίου;

«Για την συναυλία μας την Τετάρτη 18/8 έχουμε ετοιμάσει το πρόγραμμά μας με την ελπίδα ότι θα το χαρακτηρίζει ποικιλία όσο και συνεκτικότητα. Ενδεικτικά αναφέρω: το πρώτο σε σειρά έργο, του G. B. Pergolesi, φιλοδοξεί να μας καταστήσει συμμέτοχους του πόνου της Παναγίας μπροστά στον σταυρό του Λυτρωτή, καθώς Αυτός αφήνει τις τελευταίες Του πνοές. Η γραφή του Orlando Gibbons δίνει μία γεύση του μουσικού ύφους της ύστερης αναγεννησιακής Αγγλίας, γεμάτη απλότητα αλλά και ομορφιά, και ένα χορικό πρελούδιο του J. S. Bach διακηρύττει με ισχύ και παρρησία ότι «Όποιος τον Κύριο και Θεό εμπιστεύεται, σε ισχυρό θεμέλιο χτίζει». Γλαφυρά εδάφια από το 8ο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους Επιστολής τα μελοποιεί με χάρη και λεπτότητα ο Händel σε μία άρια μεστή όσο και κομψή‧ ο δε Vierne, με το κομμάτι ονόματι “Lamento” («Θρήνος») μας οδηγεί σε μία κατανυκτική περιπλάνηση στους σκοτεινούς διαδρόμους της Παναγίας των Παρισίων‧ και τέλος, ο Howells στην «Διαθήκη του Τάλλις» τιμά την λεπτεπίλεπτη ομορφιά της παλιάς Αγγλίας μέσα από το πρίσμα της ιδιαίτερης τεχνοτροπίας του.
Ελπίζουμε λοιπόν αυτό να αποτελέσει ένα πλούσιο ταξίδι για τους ακροατές μας, γεμάτο όχι μόνον μουσική αρτιότητα, αλλά και νόημα και ψυχή – πόσο μάλλον σε συνδυασμό με το οπτικό στοιχείο, τουτέστιν τις μαγευτικές όψεις της Άνω Σύρου και το λαμπρό εσωτερικό του Καθεδρικού Ναού. Ευελπιστούμε, θα έλεγα, κάθε θεατής των συναυλιών του ΑΝΩ και φέτος να βρει εαυτόν «πλουσιότερον τω πνεύματι» στο πέρας κάθε εκδήλωσης».

Πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη ενός φεστιβάλ σαν το ΑΝΩ για την άνθιση και την εδραίωση του εκκλησιαστικού οργάνου στη χώρα μας, την ίδια στιγμή που σε άλλα μέρη του κόσμου κατέχει περίοπτη θέση;

«Παρά τα ολίγα μέχρι στιγμής έτη διοργάνωσής του, ο καρπός του φεστιβάλ ΑΝΩ, της προσπάθειας όλων των ανθρώπων, επωνύμων αλλά και αφανών, που αγωνίστηκαν και αγωνίζονται με σκοπό να διοργανώνεται με πιστότητα κάθε χρόνο (και δη όχι μόνον με τις θερινές εκδηλώσεις) αυτή η πολύτιμη γιορτή του εκκλησιαστικού οργάνου στην Σύρο, δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος: χάρις στο ΑΝΩ, χιλιάδες συνάνθρωποί μας έχουν απολαύσει την ευκαιρία να γνωρίσουν αυτό το τόσο ξεχωριστό όργανο σε μία χώρα στην οποία δεν κατάφερε ποτέ μέχρι στιγμής να αποκτήσει ιδιαίτερες ρίζες, και να το αγαπήσουν όπως του αξίζει. Πιστεύω ακράδαντα, ως εκ τούτου, ότι το φεστιβάλ αυτό αποτελεί έναν σημαντικότατο «πρέσβη» της τέχνης και κουλτούρας του εκκλησιαστικού οργάνου στη χώρα μας, και συμμερίζομαι την άποψη όσων ισχυρίζονται ότι ο θεσμός αυτός θα πρέπει να διαφυλαχθεί, και να ενισχύεται σταδιακά, πάση θυσία, ειδικά από τη στιγμή που η παιδεία του οργάνου στην χώρα μας είναι τόσο ελλιπής ακόμη και σε θεωρητικό επίπεδο».

 

Ένας μουσικός, κατά τη διάρκεια της ερμηνείας, είναι αφοσιωμένος στο έργο του. Ωστόσο, η πραγματοποίηση ενός φεστιβάλ σε έναν άδειο από κόσμο ναό τον επηρεάζει σε κάποιο βαθμό;

«Ομολογουμένως, ο Καθεδρικός Ναός δεν θα είναι παντελώς άδειος κατά την διάρκεια των φετινών εκδηλώσεων του ΑΝΩ‧ μαζί με τους ερμηνευτές είναι παρούσα μία ομάδα ειδημόνων, τεχνικών, και άλλων πολλών χωρίς τους οποίους θα ήταν αδύνατη η διεξαγωγή των εκδηλώσεων, και οι οποίοι σίγουρα σε ικανό βαθμό απολαμβάνουν οι ίδιοι την μουσική που παρουσιάζεται – δεν θα μπορούσαμε παρά να είμαστε ευγνώμονες για την συνεχή παρουσία και αρωγή των, αναγνωρίζοντας ότι χάρις σε αυτούς το φεστιβάλ ΑΝΩ συνεχίζει την προσφορά του κόντρα στις αντίξοες συνθήκες. Ωστόσο, για τον μουσικό, και μόνη η γνώση της απουσίας του κοινού από τις συναυλίες αποτελεί μία σοβαρή υπενθύμιση των δυσχερών καταστάσεων στις οποίες καλούμεθα εδώ και ενάμιση χρόνο να αντεπεξέλθουμε – συμπεριλαμβανομένης της πικρής αλήθειας ότι λίγοι μόνον θα απολαύσουν φέτος την ασύγκριτη χαρά της ζωντανής μουσικής δημιουργίας μέσα σε έναν χώρο επιβλητικό, όσο και καλλιτεχνικά και ακουστικά πλούσιο, όπως ο Άγ. Γεώργιος της Άνω Σύρου. Πιστεύω, λοιπόν, ότι η ελπίδα και η προσπάθεια όλων μας οφείλει να έχει ως γνώμονα, μεταξύ άλλων, μία ομαλή και άνευ πολλών ακόμη καθυστερήσεων επιστροφή στην όντως κανονικότητα, και όχι την παραίτηση στο λεγόμενο «νέο κανονικό» – άλλωστε, όσο σημαντικό και sine qua non είναι το live streaming για την αύξηση της εμβέλειας σημαινόντων θεσμών όπως το φεστιβάλ ΑΝΩ, τόσο μεγάλη είναι η χαρά του καλλιτέχνη και του ακροατή συνάμα όταν οι θέσεις είναι γεμάτες και ο κόσμος έχει την ευκαιρία να γεύεται την χαρά από το πάντρεμα των ηχητικών και οπτικών συνιστωσών μίας συναυλίας (ειδικά σε χώρο ιερού ναού) άμεσα και “ζωντανά”».

 

Εσείς υπήρξατε και μαθητής του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΑΝΩ, Χρήστου Παρασκευόπουλου. Πόσο εύκολο είναι για έναν νέο άνθρωπο να ακολουθήσει σχετικές σπουδές στη χώρα μας και τι ευκαιρίες επαγγελματικής σταδιοδρομίας του δίνονται;

«Ο κ. Παρασκευόπουλος είναι ένας πεπειραμένος καλλιτέχνης τον οποίο με τιμή θα χαρακτήριζα όχι μόνον μέντορά μου, αλλά – ας μου επιτραπεί ο όρος – έως και ήρωα, καθότι αποφάσισε παρά τα διαπιστευτήριά του να υπηρετήσει το εκκλησιαστικό όργανο στην Ελλάδα, κολυμπώντας έτσι κόντρα σε ένα ισχυρό αντίθετο ρεύμα‧ στοχεύοντας, τουτέστιν, να καλλιεργήσει την κουλτούρα του οργάνου σε μία χώρα όπου είναι ελάχιστη η προϋπάρχουσα βάση – σε πολλές περιοχές δε παντελώς ανύπαρκτη.
Χάρις στις αμείωτες προσπάθειές αυτού και άλλων αφοσιωμένων καλλιτεχνών, και στην αρωγή πολλών πρόθυμων συνεργατών, το ενδιαφέρον για το εκκλησιαστικό όργανο στην Ελλάδα έχει φτάσει ένα επίπεδο το οποίο πριν από 10-20 χρόνια, ως «εκ του μακρόθεν» θαυμαστής του, δεν θα τολμούσα να φανταστώ: διοργάνωση φεστιβάλ και άλλων συναυλιών, αύξηση του αριθμού των σπουδαστών, αυξανόμενη προώθηση. Ωστόσο, αυτά δυστυχώς δεν αναιρούν το γεγονός ότι στη χώρα μας η ενασχόληση με το εκκλησιαστικό όργανο εξακολουθεί να αποτελεί απαιτητικό εγχείρημα: με 16 μόλις διαθέσιμα όργανα σε ένα κράτος 10 εκατομμυρίων κατοίκων, και υποδομές ανύπαρκτες στο μεγαλύτερο μέρος της, το έργο του σπουδαστή απαιτεί περισσότερη προσπάθεια παρά για οποιανδήποτε άλλη κατεύθυνση μουσικών σπουδών, ο δε βιοπορισμός σε αυτήν την βάση είναι ουσιαστικά ανέφικτος ελλείψει άλλων πηγών εισοδήματος.
Για την βελτίωση αυτής της κατάστασης σε ικανό βαθμό θα είναι ανεκτίμητη η συνεισφορά θεσμών όπως το ΑΝΩ, προς περαιτέρω ανάπτυξη της σχετικής κουλτούρας, αποτελεί όμως αναγκαία και όχι ικανή συνθήκη. Θα πρέπει να υπάρξουν πολύ πιο γενικευμένες προσπάθειες‧ ιδιαίτερα η Καθολική και Διαμαρτυρόμενη Εκκλησία, οι κατεξοχήν θεσμοφύλακες της ενόργανης εκκλησιαστικής μουσικής, οφείλουν να βρεθούν στο προσκήνιό των, προωθώντας το εκκλησιαστικό όργανο με συντονισμένες και αδιάλειπτες δράσεις, αναγνωρίζοντας τις τεράστιες δυνατότητές του στα πλαίσια της λατρείας‧ απαραίτητη θα σταθεί η εδραίωση σχετικού κύκλου σπουδών σε περισσότερα ωδεία‧ και περαιτέρω, η ανάπτυξη της κλασικής μουσικής παιδείας, και εκτός της Εκκλησίας, θα πρέπει να επιδιωχθεί σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από τον παρόντα. Μόνον εάν υπάρξουν και συνδυαστούν όλοι αυτοί οι παράγοντες θα μπορέσει να αναπτυχθεί ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον για τους οργανίστες στην πατρίδα μας».

Ετικέτες: