Συνέντευξη με τη σολίστ τσέμπαλου, ιδρύτρια και Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Ωδείου «Νικόλαος Μάντζαρος», Γιούλη Βεντούρα

«Το κοινό σήμερα ακολουθεί το πνεύμα των συνθετών»

Με την οργανίστα Γιούλη Βεντούρα και τον κορνίστα Άγγελο Σιωρά κλείνει αύριο βράδυ η αυλαία του 5ου Διεθνούς Φεστιβάλ Εκκλησιαστικού Οργάνου «ΑΝΩ».

Το κοινό θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει έργα για εκκλησιαστικό όργανο και γαλλικό κόρνο. Η συναυλία θα μεταδοθεί απευθείας από τον Καθεδρικό Ναό Αγίου Γεωργίου Άνω Σύρου, στις σελίδες του Φεστιβάλ ΑΝΩ σε YouTube και Facebook και σε ζωντανή προβολή με ελεύθερη είσοδο στο προαύλιο του Ενυδρείου στο Κίνι.

Η Γιούλη Βεντούρα είναι σολίστ τσέμπαλου, με ειδικότητα στο γερμανικό και γαλλικό μπαρόκ καθώς και η μοναδική στην Ελλάδα στο σύγχρονο ρεπερτόριο. Πήρε το δίπλωμα του τσέμπαλου, τον Ιούνιο του 1999 με άριστα παμψηφεί , από τη σχολή Vignanelli στο Atheneum με καθηγήτρια την τσεμπαλίστα και λογοτέχνιδα Μαργαρίτα Δαλμάτη. Συνεργάζεται με την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών από το 2000, καθώς στο ωδείο Νικόλαος Μάντζαρος επι σειρά ετών θεσμοθέτησε τον κύκλο συναυλιών «Οι Έλληνες συνθέτες γράφουν για το τσέμπαλο» υπό την αιγίδα της Ένωσης και πολλοί Έλληνες συνθέτες της έχουν αφιερώσει έργα όπως Μπάμπης Κανάς, Παύλος Βεντούρας , Σπύρος Μάζης, Κωνσταντίνος Λυγνός, Μιχάλης Τραυλός . Το 2003 ξεκινάει την συνεργασία της με τον σπουδαίο Έλληνα συνθέτη Μίμη Πλέσσα, ο οποίος έγραψε και αφιέρωσε στην Γιούλη Βεντούρα τον μεγαλύτερο αριθμό έργων που έχει συνθέσει ποτέ Έλληνας συνθέτης για τσέμπαλο. Είναι ιδρύτρια του Ωδείου Νικόλαος Μάντζαρος και έχει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Τμήματος Παλαιάς Μουσικής έργο. Το 2018 ίδρυσε και διευθύνει το μπαρόκ σύνολο «Corde Varianti».

Σε συνέντευξή της στην «Κοινή Γνώμη», η Γιούλη Βεντούρα μίλησε για τη συμμετοχή της στην 5η διοργάνωση του Φεστιβάλ ΑΝΩ, για τις σημαντικότερες συνεργασίες της που ξεχωρίζει, καθώς και για τις ομοιότητες-διαφορές ανάμεσα στο τσέμπαλο και το εκκλησιαστικό όργανο.

Με ποιες μουσικές «σελίδες» θα γραφτεί το τελευταίο κεφάλαιο του φετινού ΑΝΩ;

«Επέλεξα να παρουσιάσω κορυφαίους συνθέτες από την Ιταλία της ύστερης Αναγέννησης τον Αντρέα Γκαμπριέλι (1532-1585), ερμηνεύοντας έργα αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα την Intonatione σε τρίτο τόνο, δηλαδή σε Φρύγιο τρόπο και την 10η Τοκάτα από την Αγγλία της χρυσής Ελισαβετιανής περιόδου τον Edward Johnson (1572-1601) συνθέτη κυρίως έργων για την αριστοκρατία της εποχής ερμηνεύοντας το πολύ γνωστό του έργο Johnson’s medley

Από τη Γαλλία, τον François Couperin (1668-1733), βασιλικό Οργανίστα του Λουδοβίκου ΙΔ, ερμηνεύοντας την chaconne σε Σολ Ελασσόνα και τον Claude Begnigne Balbadtre (1624-1799), Οργανίστα στην Notre  Dame και δάσκαλο  της Μαρίας Αντουανέττας, ερμηνεύοντας την canonnade κανονιά όπου για πρώτη φορά σημειώνει cluster στην παρτιτούρα, δηλαδή πολλές νότες  σε διαστήματα δευτέρας μεταξύ τους, ταυτόχρονα πατημένες.

Το πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί με έργα για κόρνο και όργανο  του Ιταλού Viviani  καθώς και δυο μεταγραφές το largo απο το κοντσερτίνο για φλάουτο του Βιβάλντι και το ave Maria του Schubert που θα ερμηνεύσει ο Άγγελος Σιωράς ο οποίος θα παίξει και φλάουτο με Ράμφος την δεύτερη σονάτα του Hotettere».

 

Στη μέχρι τώρα πορεία σας πόσες φορές έχετε δεχτεί την ερώτηση «τι είναι το τσέμπαλο»; Υπάρχει κόσμος που δεν γνωρίζει την ιστορία του οργάνου μέχρι να το γνωρίσει μέσα από μία συναυλία;

«Η αλήθεια είναι ότι κάποτε με ρώτησε μια φοιτήτρια μουσικολογίας αν το τσέμπαλο μπαίνει στην πρίζα. Όπως καταλαβαίνετε, είναι θέμα παιδείας. Αλλά σίγουρα αν έρθουν σε ένα ρεσιτάλ τσέμπαλου είναι μάλλον βέβαιο ότι θα ξαναπάνε. Δυστυχώς σπάνια μου δίνεται η ευκαιρία να παίξω τσέμπαλο εκτός της Αθήνας γιατί δεν υπάρχουν όργανα στη χώρα μας. Θα ήθελα πολύ πάντως. Πρόσφατα ηχογράφησα τις παραλλαγές Γκόλντμπεργκ, αυτό το μεγαλειώδες έργο του Μπάχ, διαρκείας μιάμιση ώρας. Όνειρό μου είναι να το παρουσιάσω στο τσέμπαλο σε κάθε πόλη της χώρας μου σε κάθε γωνία να γνωρίσει ο κόσμος αυτό την υπέροχη μουσική. Και θα σας πω και κάτι. Ευχαρίστως δηλώνω ότι δανείζω το τσέμπαλό μου στο φεστιβάλ «ΑΝΩ» για να το παρουσιάσω του χρόνου εδώ στην υπέροχη Σύρο».

 

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να στραφείτε προς το τσέμπαλο; Ποιες οι ομοιότητες και οι διαφορές του με το εκκλησιαστικό όργανο;

«Είναι πολύ περίεργο αυτό που θα σας πω. Είχα πάει κάποτε στο Ηρώδειο να ακούσω ρεσιτάλ πιάνου του Νικόλαι Πετρόφ. Ξαφνικά πιάνει βροχή και το ρεσιτάλ διακόπηκε. Στην έξοδο συνάντησα έναν παλιό μου συμμαθητή από το πιάνο τον Κίμωνα Μαραγκουδάκη, ο οποίος μου είπε ότι σπούδαζε τσέμπαλο και ότι αν ήθελα μπορούσα να πάω να τον ακούσω. Έτσι πήγα, άκουσα και αυτό ήταν. Μετά σπούδασα με τη Μαργαρίτα Δαλμάτη, αυτή τη σπουδαία μουσικό που έφερε το τσέμπαλο στην Ελλάδα. Φέτος θα γίνει συναυλία στη μνήμη της για τα 100 χρόνια από τη γέννησή της στην οποία θα παίξω κι εγώ και άλλοι μαθητές της. Όσον αφορά στις ομοιότητες του τσέμπαλου με το όργανο θα αναφέρω την πανάρχαια καταγωγή . Το όργανο από τον Κτησίβιο και το τσέμπαλο από το ψαλτήριο αρχαίο όργανο των Ασσύριων. Επίσης και τα δυο χρησιμοποιούν ρετζίστρα για τα ηχοχρώματα αφού δεν υπάρχει δυνατότητα αλλαγής του ήχου με την αφή και φυσικά είναι και τα δυο πληκτροφόρα. Όσον αφορά στις διάφορες, θα εστιάσω στην παραγωγή του ήχου. Το τσέμπαλο είναι έγχορδο νυκτό, ενώ το όργανο είναι αερόφωνο».

Σε μια εποχή που προχωρά με γοργά βήματα, στοχεύοντας συνεχώς το μοντέρνο, ποιο το ενδιαφέρον που εκδηλώνεται από τον κόσμο για την παλαιά, κλασική μουσική;

«Θεωρώ πως, είναι ακαθόριστος ο ορισμός του μοντέρνου. Στη μουσική όλα έχουν ειπωθεί.  Θα προτιμούσα τον όρο σύγχρονη μουσική. Σήμερα οι συνθέτες έχουν ένα πολύ προσωπικό στυλ, αυτό είναι που κάνει την διαφορά. Ο Φίλιπ Γκλας έγραψε το κοντσέρτο του για τσέμπαλο, ένα υπέροχο έργο που είχα την τύχη να ερμηνεύσω σε πρώτη πανευρωπαϊκή εκτέλεση με την Ορχήστρα των Χρωμάτων το 2010, σε διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη. Λοιπόν, είναι Φίλιπ Γκλας και τίποτε άλλο, ούτε παλιά μουσική ούτε μοντέρνα. Είναι Φίλιπ Γκλας. Το καταλαβαίνεις από το πρώτο λεπτό. Ο Μίμης Πλέσσας επίσης έγραψε και μου αφιέρωσε το πρώτο και μοναδικό κοντσέρτο για τσέμπαλο στην Ελλάδα. Λοιπόν είναι Μίμης Πλέσσας. Το κοινό σήμερα ακολουθεί το πνεύμα των συνθετών. Αυτοί είναι που αγγίζουν τα μύχια του κόσμου, αυτοί είναι που φτιάχνουν τη μουσική. Ο κόσμος σήμερα θα πάει σε μια συναυλία η για τον συνθέτη η για τον ερμηνευτή, δεν θα πάει για το είδος της μουσικής. Θεωρώ ότι αυτό είναι πολύ υγιές».

Ποια η διαδρομή που έχει διανύσει το μπαρόκ σύνολο CORDE VARIANTI από την ίδρυσή του μέχρι και σήμερα;

 

«Το “Corde Varianti” ξεκίνησε από μια ιδέα μου όπου τα παλαιά όργανα διασταυρώνουν τους ήχους τους με ηλεκτρικά όργανα, όπως ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς. Το ρεπερτόριο μας κινείται στην ιταλική αναγέννηση και το γαλλικό μπαρόκ καθώς και το φωνητικό έργο του Purcell . Ο ερμηνευτικός πυρήνας είναι ο αυτοσχεδιασμός. Όταν διακόπηκαν οι συναυλίες λόγω κορωνοϊού ήταν αδύνατον να συνεχίσουμε πρόβες. Έτσι είμαστε σε φάση αναδιοργάνωσης».