Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη της “Μεγάλης Χίμαιρας”, Δημήτρη Τάρλοου

“Ήταν γραφτό να τελειώσει στη Σύρο η πρώτη Χίμαιρα”

Αύριο η μεγάλη πρεμιέρα της παράστασης για το θεατρόφιλο κοινό του νησιού

Για την επιστροφή της “Μεγάλης Χίμαιρας” στη Σύρο, τον τόπο όπου διαδραματίζεται η επική ερωτική ιστορία της Μαρίνας Μπαρέ, δια χειρός Μ. Καραγάτση, αλλά και για την υπέρμετρη αγάπη του κοινού που γνώρισε η μεταφορά του γνωστού μυθιστορήματος στο θεατρικό σανίδι, μιλάει στην “Κοινή Γνώμη” ο σκηνοθέτης και ηθοποιός, Δημήτρης Τάρλοου.

Χορτασμένος από την επιτυχία της παράστασης, η οποία την προσεχή Δευτερα ολοκληρώνει από τη σκηνή του Θεάτρου Απόλλων τον πρώτο κύκλο της με την ομάδα των ηθοποιών που συντέλεσαν στην απογειωτική πορεία της, ο εγγονός του σπουδαίου Έλληνα συγγραφέα “μοιράζεται” μερικά από τα μυστικά που θα ανακαλύψουν τις επόμενες ημέρες οι θεατές της Σύρου.

Όσοι έχουν παρακολουθήσει τη “Μεγάλη Χίμαιρα”, κάνουν λόγο για μία ιδιαίτερα προσεγμένη παράσταση με μία ουσιαστική ματιά απέναντι στο έργο του Καραγάτση. Όταν αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτό, ποιες ήταν οι προκλήσεις που αντιμετωπίσατε;

“Η αλήθεια είναι ότι το έργο του Καραγάτση έχει ιδιομορφίες και ιδιοτροπίες. Ο Καραγάτσης γράφει λαϊκά βιβλία, όχι λαϊκίστικα. Είναι ευρείας αποδοχής. Με αυτή την έννοια λοιπόν, εγώ αυτόκλητος ήρθα να προτείνω πέρυσι στο Φεστιβάλ Αθηνών μία θεατρική εκδοχή της “Μεγάλης Χίμαιρας”, πράγμα που για πολλούς φάνταζε αρκετά δύσκολο έως και αδύνατο. Ήξερα ότι υπάρχουν κίνδυνοι που εκπορεύονται και από το γεγονός ότι είμαι συγγενής του και από το γεγονός ότι η θεατροποίηση ενός μυθιστορήματος τόσο γνωστού και τόσο αγαπητού τα τελευταία 60 χρόνια στον ελληνικό χώρο δημιουργεί προσδοκίες και ενδεχομένως φαντασιώσεις, χίμαιρες. Άρα λοιπόν σκέφτηκα ότι αν προσπαθείς να αγγίξεις τις χίμαιρες, το πολύ που μπορείς να κάνεις είναι να σπάσεις τα μούτρα σου και να απογοητεύσεις πλήρως.

Εσείς όμως την κυνηγήσατε.

“Όχι, δεν κυνήγησα τη χίμαιρα. Αντίθετα, προσπάθησα να κάνω αυτό που καταλαβαίνω εγώ προσωπικά από το βιβλίο. Αυτή η προσωπική εκδοχή, η οποία έχει και αρκετά ψυχαναλυτικά στοιχεία, κυρίως όσον αφορά στο ρόλο της ίδιας της Μαρίνας Μπαρέ που είναι ο βασικός χαρακτήρας της “Μεγάλης Χίμαιρας”, αποδείχθηκε σωστή επιλογή με την έννοια ότι φωτίστηκε σκηνικά κάτι που στις σελίδες του βιβλίου είναι γοητευτικό μεν, αλλά αρκετά θολό ή και φασματικό. Η δουλειά που κάναμε με την Αλεξάνδρα Αϊδίνη είχε για μένα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί κατάλαβα κι εγώ καλύτερα το βιβλίο μέσα από τους δικούς της αυτοσχεδιασμούς και μέσα από την προσωπική της ιστορία, την οποία είχε τη γενναιότητα και την καλοσύνη να φέρει στην πρόβα. Έτσι, μπορέσαμε να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τι είναι αυτή η γυναίκα”.

Επομένως, σκοπός σας δεν ήταν μία περιγραφική παράσταση ενός μυθιστορήματος, αλλά να πάτε την οπτική παραπέρα.

“Καταρχάς προσπαθήσαμε να αφηγηθούμε την ιστορία. Μη νομίζετε ότι είναι τόσο απλό. Όταν έχεις να κάνεις με 300 πυκνές σελίδες δράσης είναι πάρα πολύ δύσκολο να απομονώσεις τα σημεία του μυθιστορήματος, τα οποία έχουν σημασία και θα βολέψουν ώστε να αφηγηθείς την ιστορία χωρίς κενά. Προκειμένου η αφήγηση να γίνει πιο ενδιαφέρουσα και πιο γοητευτική για το κοινό, πρότεινα στον Στρατή Πασχάλη, ο οποίος και ανέλαβε το δύσκολο έργο της δραματοποίησης του μυθιστορήματος να υπάρχει μια συνομιλία της τέχνης του κινηματογράφου με την τέχνη του θεάτρου. Κι αυτό για δύο λόγους. Διότι στη σκηνή για πρακτικούς λόγους, δεν μπορούσαμε να φέρουμε παραπάνω από οχτώ άτομα, οχτώ ηθοποιούς μαζί με ένα παιδάκι. Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα ήταν αμαρτία όλος αυτός ο περίγυρος ο συριανός να εξαφανιστεί και απλώς να αναφέρεται και του πρότεινα κάποιες από τις σκηνές να υπάρχουν στο σινεμά. Ταυτοχρόνως, κάποιες άλλες σκηνές όπως τα flashback, όπου αφηγούμαστε την ιστορία της Μαρίνας Μπαρέ πριν έρθει στη Σύρα, όσο ακόμα ζει έφηβη στη Ρουέν με την οικογένειά της, σε δέκα πολύ πυκνά λεπτά κινηματογραφικής δράσης, αφηγούμαστε 70 σελίδες βιβλίου. Και επίσης οι σκηνές των ονείρων, οι σκηνές οι ψυχαναλυτικές που δεν υπάρχουν στο βιβλίο και οι αυτοκτονίες των ηρώων θα μπορούσαν να γίνουν πολύ πιο ανάγλυφες και πολύ πιο εντυπωσιακές στον κινηματόγραφο. Πέραν αυτού όμως, θεώρησα ότι η τέχνη του σινεμά είναι σύμφυτη με τη Μεγάλη Χίμαιρα γιατί όταν ρωτάς κάποιον τι θα μπορούσε να γίνει αυτό το βιβλίο, οι εννέα στους δέκα θα σου απαντήσουν σινεμά, δεν θα σου απαντήσουν θέατρο. Λέω λοιπόν, αφού περιμένετε σινεμά, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει σινεμά”.

Σαφής ο προσανατολισμός του κειμένου προς την κινηματογραφική απόδοση, Πόσο εύκολο λοιπόν ήταν να παντρευτεί αυτή η σύλληψη, αυτή η ιδέα της θεατρικής τέχνης με την κινηματογραφική και να αποδοθεί σε μία παράσταση;

Να σας πω την αλήθεια, όταν το φτιάχναμε, έλεγα τόσο από μέσα μου, όσο κι απ' έξω μου σε διάφορους πολύ στενούς συνεργάτες “μα τι τρέλα είναι αυτή που πάμε να κάνουμε”; Αυτό το πράγμα δεν μπορεί να πετύχει, είναι παντελώς αδύνατον. Κι όμως. Πέτυχε με την έννοια ότι οι σκηνές στις οποίες συνομιλούν οι κινηματογραφικοί ήρωες με τους θεατρικούς ή μπαινοβγαίνουν στη δράση, βγαίνουν από την οθόνη για να μπουν στη σκηνή, είναι τέλεια συγχρονισμένες. Σε αυτό βοήθησε πάρα πολύ το επίπεδο της παραγωγής, το οποίο είναι υψηλό και το επίπεδο βεβαίως της τεχνολογίας, γιατί πλέον μπορούμε να κάνουμε πράγματα με την τεχνολογία τα οποία πριν από 10 χρόνια ήταν αδιανόητα. Εγώ δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι είναι δυνατό να μοντάρεις επιτόπου κάτι ώστε να γίνει αυτό που θέλεις τη στιγμή που το θέλεις”.

Μπορούμε να πούμε ότι η Μεγάλη Χίμαιρα με τις παραστάσεις που αποφασίσατε να φέρετε στο Θέατρο Απόλλων, επιστρέφει στην πατρίδα της;

“Για εμάς, αυτή η επίσκεψη είναι κάτι πολύ συγκινητικό. Φανταστείτε ότι ξεκινήσαμε πριν από έναν χρόνο και, ετοιμάζοντας αυτή την παράσταση για το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στην Πειραιώς 260. Ούτε φανταζόμασταν τότε το μέγεθος της αποδοχής και της επιτυχίας. Η παράσταση αυτή είχε τη μεγάλη τύχη να μην έχει ούτε ένα κενό κάθισμα από την αρχή που παίχτηκε. Δηλαδή από την Πειραιώς 260 μέχρι σήμερα, δεν έχει υπάρξει παράσταση όπου να είναι κενό ένα κάθισμα. Σκεφτείτε ότι το καστ αυτό ολοκληρώνει τη διαδρομή του εδώ. Αν συνεχιστεί η παράσταση, οι ηθοποιοί δεν θα είναι οι ίδιοι. Για τον Νίκο Ψαρρά, τον Όμηρο Πουλάκη, τη Σοφία Σεϊρλή, την Ηλιάνα Μαυρομάτη, τα δύο κοριτσάκια μας, αλλά όχι για την Αλεξάνδρα Αϊδίνη -γιατί χωρίς εκείνη δε γίνεται παράσταση-, θα είναι το κλείσιμο ενός πολύ μεγάλου και σημαντικού κύκλου στο νησί όπου διαδραματίστηκαν όλα και υπάρχουν μαρτυρίες για όλα αυτά που έγιναν”.

Είναι σαν να το οφείλατε στη Σύρο.

“Εγώ πιστεύω στο πεπρωμένο. Νομίζω ότι ήταν γραφτό να τελειώσει εδώ η πρώτη Χίμαιρα και έτσι θα γίνει”.