Ψυχολογία

Δημ. Α. Σιδερής, Ομ καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com
  • Τρίτη, 12 Μαΐου, 2015 - 06:20

Συχνά στηρίζομαι σε βασικές γνώσεις φυσικής, βιολογίας, ψυχολογίας. Προφανώς, δεν θα υπήρχε Οικονομία αν δεν υπήρχε Πείνα! Ψυχολογία είναι η επιστήμη της συμπεριφοράς και των πνευματικών διεργασιών. Η συμπεριφορά είναι αισθητή από όλους. Ερμηνεύεται με βάση τις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού. Αντίθετα, οι πνευματικές διεργασίες είναι νοητές. Αντιστοιχούν σε φυσιολογικές λειτουργίες, αλλά υπάρχει σαφής διαχωρισμός. Μιλούσαμε άλλοτε για το γνωστικό μέρος της νόησής μας και του Λόγου· επίσης, αλλού, για το συναισθηματικό μέρος της. Θα πούμε σήμερα για την ψυχολογία ιδωμένη από τη φυσιολογική σκοπιά της.

Στοιχειώδης μονάδα της συμπεριφοράς είναι τα αντανακλαστικά. Είναι συγγενή ή επίκτητα (εξαρτημένα) που σχηματίζονται στη βάση των συγγενών. Στον άνθρωπο υπάρχουν και δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, που σχηματίζονται στη βάση προσχηματισμένων εξαρτημένων. Ένα ερέθισμα που διεγείρει ένα αισθητήριο άγεται στην αισθητική μοίρα του εγκεφάλου και από κει, επεξεργασμένο, στην κινητική του μοίρα απ’ όπου κατευθύνεται προς ένα εκτελεστικό όργανο, μυ για κίνηση ή αδένα για έκκριση. Αυτή η πορεία μπορεί να γίνει αντιληπτή στον καθένα, με τα κατάλληλα όργανα. Παράλληλα, η διέγερση της αισθητικής μοίρας του εγκεφάλου μετατρέπεται σε αίσθημα αντιληπτό μόνο από το νοητό Εγώ. Η έντασή του είναι περίπου ανάλογη με την ένταση του ερεθίσματος και η ποιότητά του εξαρτάται από το αισθητήριο που το δέχθηκε Πολλαπλά αισθήματα από το ίδιο αντικείμενο συνδέονται μεταξύ τους, επειδή είναι ταυτόχρονα, και δημιουργείται η αντίληψη του αντικειμένου. Αισθήματα και αντιλήψεις αποτίθενται στη μνήμη, απ’ όπου μπορεί να ανακληθεί η παράστασή τους. Ταξινομούνται σχηματίζοντας έννοιες, τις δομικές μονάδες της γνώσης. Καθώς τα αισθητήριά μας έχουν μεγάλη ειδικότητα και ευαισθησία, η υποκειμενική εικόνα που σχηματίζομε αποτελεί ικανοποιητικό είδωλο του αντικειμενικού κόσμου.

Η ταξινόμηση γίνεται μέσα σε νοητά πλαίσια, τις κατηγορίες του Αριστοτέλη (χώρος, χρόνος κλπ). Αυτά δεν είναι μορφές ενέργειας, δηλαδή ερεθίσματα που διεγείρουν τα αισθητήριά μας. Δημιουργούνται όμως στη διαδικασία της οικοδόμησης των εξαρτημένων αντανακλαστικών. Για παράδειγμα, για να σχηματισθεί ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό, κάποιο ερέθισμα πρέπει να προηγείται από άλλο που αποτελεί αφετηρία φυσικού αντανακλαστικού. Αν έπεται, εξαρτημένο αντανακλαστικό δεν σχηματίζεται. Να λοιπόν πώς η διαδικασία, (προηγείται-έπεται) οδηγεί αναγκαστικά στην έννοια του χρόνου.

Η πορεία προς την έξοδο διαμορφώνει τη βούληση που συνδέεται με τη διέγερση της κινητικής μοίρας του εγκεφάλου, έχοντας περάσει από τη στάση (συναίσθημα, θυμό, συγκίνηση). Με τη στάση στρέφομε την προσοχή μας προς το κατάλληλο αισθητήριο μειώνοντας την ευαισθησία των υπολοίπων.

Κάποιες λειτουργίες μας, εκτός από διεγερσιμότητα, έχουν και αυτοματισμό, σαν ταλαντωτές. Η καρδιά ταλαντώνεται διαρκώς από τη συστολή στη διαστολή και πάλι στη συστολή (σωματική ταλάντωση). Ψυχοσωματική ταλάντωση είναι η πείνα, δίψα, έπειξη, επιθυμία για έρωτα κλπ. Περιοδικά πεινάμε, τρώμε, χορταίνομε, και ξαναπεινάμε. Ταλαντώνεται το θέλω μας. Αμιγώς ψυχολογική ταλάντωση είναι η εναλλαγή ύπνου και εγρήγορσης. Γενικά, η ύπαρξή μας ταλαντώνεται όλο το 24ωρο από τη διέγερση στη χαλάρωση και πάλι στη διέγερση.

Μαθηματικό πρότυπο αυτού του τύπου των ταλαντώσεων είναι οι ταλαντώσεις χάλασης, που έχουν αυτοματισμό, δηλαδή ταλαντώνονται αυτόματα ανά τακτά διαστήματα, και διεγερσιμότητα, δηλαδή ανταποκρίνονται σε ένα ερέθισμα που θα εφαρμοσθεί πάνω τους.

Μερικές φορές η ανταπόκριση ενός αντανακλαστικού είναι ερέθισμα για το αντίστοιχο αισθητήριο. Αν η ανταπόκριση του αντανακλαστικού ενισχύει το ερέθισμα μιλάμε για θετική ανάδραση. Αν το εξασθενεί, για αρνητική. Η θετική ανάδραση σημαίνει φαύλο κύκλο, που καταλήγει συχνά σε καταστροφή, σα χιονοστιβάδα. Η αρνητική ανάδραση, αντίθετα, οδηγεί σε ισορροπία, όπως στο θερμοστάτη.

Τα θετικά αντανακλαστικά μας συνοδεύονται από μια συναισθηματικά ευχάριστη απόχρωση, θετική στάση. Αν βλέπω κάποιον να μυρίζει και παίρνει βαθιά αναπνοή, καταλαβαίνω ότι η οσμή είναι ευχάριστο άρωμα. Το αντίθετο ισχύει με τα αρνητικά αντανακλαστικά. Αν κάποιος φτύνει μια μπουκιά, καταλαβαίνω ότι η γεύση είναι πικρή, δυσάρεστη. Φυσικά υπάρχουν και ουδέτερες διεγέρσεις αισθητηρίων που δεν καταλήγουν ούτε σε ευχάριστες ούτε σε δυσάρεστες ανταποκρίσεις. Τέτοιες είναι κυρίως τα ακούσματα και τα φωτεινά ερεθίσματα. Αυτές μπορεί να συνεπάγονται διέγερση ή χαλάρωση.

Υπάρχουν εκδηλώσεις συναισθημάτων που δεν φαίνονται να αποσκοπούν σε θετική ή αρνητική ανάδραση. Για παράδειγμα, το κλάμα και το γέλιο, ενώ είναι εκδηλώσεις δυσάρεστου ή ευχάριστου συναισθήματος αντίστοιχα, δεν οδηγούν σε μια ανταπόκριση που απομακρύνει ή εντείνει το ερέθισμα που τις προκάλεσε. Το κοκκίνισμα, το κούνημα της ουράς του σκύλου, το γουργούρισμα της γάτας είναι τέτοιες αντιδράσεις. Όλα τα ζώα έχουν «άσκοπες» εκδηλώσεις, που εκφράζουν συναισθήματα χωρίς να συνεπάγονται κάποια δράση πάνω στο περιβάλλον· είναι άχρηστες για το άτομο, χρήσιμες όμως για το είδος. Όταν ένα ζώο παρατηρήσει τέτοια αντίδραση σε άλλο του ίδιου είδους, ετοιμάζεται να αντιδράσει σαν να είχε δεχθεί το ίδιο το ερέθισμα. Αυτή η συναισθηματική επικοινωνία είναι ταχύτερη από τη λογική, αν και λιγότερο ειδική.

Οι εκφορτίσεις ενός ταλαντωτή μπορούν να είναι ερεθίσματα για να εκφορτισθεί και ένας άλλος. Μια αλυσίδα συγγενών αντανακλαστικών αποτελεί το ένστικτο. Το ένστικτο μοιάζει να έχει σκοπιμότητα που την έχει φυτέψει μέσα μας κάποιος άγνωστος, αφού ενυπάρχει με τα αντανακλαστικά με τα οποία γεννηθήκαμε. Μια αλυσίδα από εξαρτημένα αντανακλαστικά μοιάζει να συνδέεται με ένα σκοπό που έχομε σχηματίσει εμείς οι ίδιοι, αφού αυτά τα αντανακλαστικά δημιουργήθηκαν μετά τη γέννησή μας.

Ο άνθρωπος έχει μια ικανότητα που δεν έχει άλλο ζώο. Όπως μπορεί να σχηματίζει δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, έτσι διαθέτει και δευτεροβάθμιο νου. Μπορεί να ξέρει τι γνωρίζει, τι νιώθει και τι θέλει. Μπορεί να θέλει να γνωρίσει, να νιώσει ή να θέλει κάτι. Και μπορεί να ευχαριστείται ή δυσαρεστείται για κάτι που ξέρει, που νιώθει, που θέλει. Χάρη στα δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, ο άνθρωπος ανέπτυξε το λόγο. Η δευτεροβάθμια γνώση αντιστοιχεί στη συνείδηση. Το δευτεροβάθμιο συναίσθημα με τη δευτεροβάθμια βούληση οδηγούν σε δράση παρακάμπτοντας τη συνείδηση και αντιστοιχούν στο υποσυνείδητο της ψυχανάλυσης.

Τόσο μια αγέλη, όσο και μια κοινωνία έχουν κάποιου είδους συνοχή. Αρχικά, αυτή στηρίζεται σε αμοιβαία αντανακλαστικά. Είναι κυρίως το χειλεο-θηλικό, όπου μητέρα και βρέφος απολαμβάνουν αμοιβαία την ευχάριστη αίσθηση του θηλασμού, και το πεο-κολπικό, όπου άνδρας και γυναίκα απολαμβάνουν αμοιβαία την ηδονική αίσθηση του έρωτα. Χάρη σ’ αυτά τα αντανακλαστικά αναπτύσσονται οι στοιχειώδεις δεσμοί μεταξύ μελών της ίδιας κοινωνίας ή αγέλης: Φίλτρο και έρωτας. Σ’ αυτά τα αντανακλαστικά στηρίζεται το μυστηριώδες συναίσθημα της Αγάπης, το μόνο που επιτρέπει στενή επικοινωνία δυο διαφορετικών νοητών Εγώ. Η συνοχή στην κοινωνία στηρίζεται επιπλέον στη συμπληρωματική σχέση όσων την αποτελούν.

Δημ. Α. Σιδερής, Ομ καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Διαβάστε ακόμα