Ο Άρειος Πάγος επικυρώνει τα συμπεράσματα της μελέτης του Πανεπιστημίου Κρήτης, για την τεράστια περιβαλλοντική ζημιά από το κουφάρι του “Sea Diamond”, ζητώντας την άμεση ανέλκυσή του

Στα πρόθυρα μη αναστρέψιμης καταστροφής

Την άμεση ανέλκυση, δεδομένου του σοβαρότατου περιβαλλοντικού κινδύνου, από την διάβρωση και την έκλυση πετρελαιοειδών του ναυαγίου του κρουαζιεροπλοίου “Sea Diamond” από την θαλάσσια περιοχή της Καλντέρας της Θήρας, απαιτεί με απόφασή του ο Άρειος Πάγος.

Έπειτα και από τα αποτελέσματα των τελευταίων δειγματοληψιών, που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος του Εργαστηρίου Διαχείρισης Τοξικών και Επικίνδυνων Αποβλήτων του Τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου Κρήτης, «Παρακολούθηση και έλεγχος των επικίνδυνων και τοξικών ουσιών από το ναυάγιο του Sea Diamond» και της σχετικής μελέτης των υδάτων και του οικοσυστήματος στη θαλάσσια περιοχή του ναυαγίου, ο Άρειος Πάγος διαπίστωσε και επίσημα την επιτακτική ανάγκη ανέλκυσης του κουφαριού του κρουαζιεροπλοίου, λόγω πρόκλησης σοβαρής ρύπανσης.

Το ζήτημα, ωστόσο, παραμένει το ποιος θα είναι ο φορέας, που θα αναλάβει το κόστος και το συντονισμό της διαδικασίας της ανέλκυσης, καθώς η πλοιοκτήτρια και η ασφαλιστική εταιρεία αρνούνται την ανάληψη των ευθυνών, που και δικαστικά τους έχουν αποδοθεί, το Λιμενικό Ταμείο και ο Δήμος Θήρας δηλώνουν αδυναμία εκτέλεσης μίας τόσο πολύπλοκης επιχείρησης, ενώ η Ελληνική πολιτεία έχει επιδείξει πρωτοφανή αδράνεια και αδιαφορία, όλα αυτά τα χρόνια, παρά τα ευχολόγια και τις κενές δεσμεύσεις, των εκάστοτε πολιτικών εκπροσώπων της.

Βαρέα μέταλλα και τοξικές ουσίες

Αξίζει να υπενθυμιστεί, ότι πριν από περίπου ένα χρόνο, τον Φεβρουάριο του 2015, στα δείγματα από την θαλάσσια περιοχή του ναυαγίου, διαπιστώθηκε η ύπαρξη βαρέων μετάλλων και τοξικών ουσιών σε υψηλές συγκεντρώσεις. Ενδεικτικά, εντοπίστηκε στα δείγματα υψηλή συγκέντρωση καδμίου, σε επίπεδα περίπου 1.000 φορές μεγαλύτερα των θεσμοθετημένων ορίων, όσον αφορά στα θαλάσσια ύδατα, καθώς και τοξικό νικέλιο, μόλυβδος, τοξικοί ρύποι, επίσης σε αρκετά υψηλά επίπεδα.

Ο επόπτης καθηγητής του προγράμματος, κ. Ευάγγελος Γιδαράκος, έχει πολλάκις επισημάνει στο παρελθόν τις καταστροφικές συνέπειες της ρύπανσης, τόσο από τις συνέπειες της διάβρωσης των μετάλλων από το σκαρί και τον εξοπλισμό του πλοίου, όσο και από τη διαρροή πετρελαιοειδών, η οποία αντιμετωπίζεται πρόχειρα από πλωτό φράγμα.

Ειδική μνεία έχει κάνει και όσον αφορά στην αδράνεια, την οποία έχουν επιδείξει, όλα αυτά τα χρόνια οι υπεύθυνοι, κυρίως από την πλευρά της πολιτείας, με αποτέλεσμα το ναυάγιο να συνεχίζει να μολύνει καθημερινά τη θαλάσσια περιοχή της Σαντορίνης.

Όπως είχε σημειώσει στις αρχές του 2015 ο κ. Γιδαράκος, η παρουσία τοξικών ουσιών σε υψηλές συγκεντρώσεις διαπιστώθηκε και σε δείγματα ψαριών προκαλώντας έντονη ανησυχία, καθώς αποδεικνύεται η άμεση επιρροή και στην τροφική αλυσίδα, ενώ παλαιότερα, βάσει των συμπερασμάτων των μελετών, είχε κάνει λόγο για κίνδυνο ανεπανόρθωτης περιβαλλοντικής καταστροφής, αν η ρύπανση συνεχιστεί.

Παράλληλα, οι μελετητές του Πολυτεχνείου της Κρήτης, είχαν επίσης εκφράσει την ανησυχία τους, σχετικά με τις δυσκολίες στην ανέλκυση του κουφαριού, οι οποίες ολοένα και αυξάνονται, όσο περισσότερο καιρό το ναυάγιο παραμένει στο βυθό. Ένας εκ των μεγαλύτερων κινδύνων είναι και η περίπτωση ολίσθησης του ναυαγίου σε μεγαλύτερα βάθη, που μπορεί να προκληθεί από κάποιο ενδεχόμενο σεισμό. Όπως είχε εξηγήσει ο επόπτης καθηγητής, αν κάτι τέτοιο συμβεί, η ανέλκυση μπορεί να καταστεί ακόμη και ανέφικτη. Πέραν αυτής της περίπτωσης, με την πάροδο του χρόνου, αναμένεται να δημιουργηθούν στο κέλυφος του πλοίου ακόμη μεγαλύτερες ρηγματώσεις από τις ήδη υπάρχουσες, γεγονός που σημαίνει ακόμη πιο έντονη διαρροή πετρελαιοειδών από αυτή που συντελείται ήδη, ή στη χειρίστη των περιπτώσεων, αποκοπή του σκάφους στα δύο.

Η πλέον αξιόπιστη η μελέτη του Παν. Κρήτης

Αν και για το φαινόμενο της ρύπανσης, λόγω του ναυαγίου και της παραμονής στο βυθό του Sea Diamond, έχουν υπάρξει κι άλλες έρευνες, περισσότερο καθησυχαστικές, οι οποίες κάνουν λόγο για μικρότερες συνέπειες στο περιβάλλον, το 6ο τμήμα του Αρείου Πάγου, με την 515/2016 απόφασή του, δικαιώνει το πρόγραμμα παρακολούθησης και τις μελέτες του Πανεπιστημίου της Κρήτης, σημειώνοντας, πως κρίνονται περισσότερο αξιόπιστες, σε σχέση με τις υπόλοιπες, απαιτώντας, κατά συνέπεια την άμεση ανέλκυση του ναυαγίου, για την αποφυγή μίας μεγάλης οικολογικής καταστροφής, με συνέπειες στην καθημερινή ζωή, την υγεία της τοπικής κοινωνίας, αλλά και στον τουρισμό του νησιού.

Πιο συγκεκριμένα, αναφορά γίνεται, εντός της απόφασης, σε μελέτη του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) και στο συμπέρασμα αυτής, όπου σημειωνόταν, ότι οι επιπτώσεις στο θαλάσσιο οικοσύστημα της περιοχής ήταν σε γενικές γραμμές αμελητέες μεν, ωστόσο το εν λόγω βυθισμένο κρουαζιερόπλοιο, περιείχε ρυπογόνα φορτία, τα οποία απελευθερώνονται έστω και με αργούς ρυθμούς. Ο Άρειος Πάγος χαρακτηρίζει αντιφατική την έκθεση του ΕΛΚΕΘΕ, καθώς αφενός μιλά για αμελητέα ρύπανση, διαπιστώνοντας αφετέρου την απελευθέρωση των ρυπογόνων φορτίων του πλοίου, έστω και σε αργούς ρυθμούς, γεγονός, που όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση, δεν μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο σε αντίθετη κρίση, ότι δηλαδή δεν υπήρχε στην περιοχή σοβαρή θαλάσσια ρύπανση.

Στην ίδια έκθεση του ΕΛΚΕΘΕ, σύμφωνα πάντα με την απόφαση του 6ου τμήματος του Αρείου Πάγου, αναφέρεται, πως από τον Μάιο του 2008 έως και τον Μάιο του 2011 οι επιπτώσεις στο θαλάσσιο οικοσύστημα από το ναυάγιο ήταν αμελητέες, ενώ οι ρύποι που διαπιστώνονται, δεν προέρχονται από το ναυάγιο, χωρίς ωστόσο να ορίζεται από πού προέρχεται και ποιοι παράγοντες προκαλούν την αμελητέα έστω ρύπανση αυτή. Παρακάτω, η έκθεση του ΕΛΚΕΘΕ συμπεραίνει, ότι ο ρυθμός των ρύπων θα παραμείνει σταθερός στο μέλλον, μη λαμβάνοντας υπόψιν την εξέλιξη του φαινομένου σε σχέση με τη διάβρωση του πλοίου, από την πάροδο του χρόνου.

Χαριστική βολή των δικαστών του Αρείου Πάγου για την αξιοπιστία της έκθεσης του ΕΛΚΕΘΕ, ήταν η διαπίστωση, πως η έκθεση δεν συνοδεύεται από καμία γνωμοδότηση ειδικού επιστήμονα, προκειμένου να επικυρώνονται τα συμπεράσματά της.

Αντίθετα, το πόρισμα σχετικά με την αντίστοιχη έκθεση του Πολυτεχνείου Κρήτης, ήταν θετικό, με την απόφαση να αναφέρει, ότι υπήρξε η πλέον πειστική σε σχέση με τις λοιπές μελέτες.

Οι δικαστές κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό, δεδομένου, ότι, αντίθετα με τα λοιπά Ιδρύματα και το ΕΛΚΕΘΕ, όπου τα δείγματα ελήφθησαν από μακρινή, σε σχέση με το ναυάγιο, περιοχή, με αποτέλεσμα τα ευρήματα να θεωρούνται αλλοιωμένα, οι έρευνες των ευρημάτων από το Πανεπιστήμιο Κρήτης έγιναν σε διαπιστευμένα εργαστήρια και με δείγματα που ελήφθησαν από κοντινή, σε σχέση με το ναυάγιο, περιοχή, με τη λογική, ότι αν τα αποτελέσματα της ρύπανσης αρχίσουν να είναι μετρήσιμα στην περιφέρεια, τότε η οικολογική καταστροφή θα είναι ανυπολόγιστη.