Αφιέρωμα στη Φολέγανδρο, κάνει στο τεύχος Ιουλίου – Αυγούστου, το κορυφαίο ταξιδιωτικό περιοδικό Conde Nast Traveller

“Σε μία ονειρική διάσταση”

  • Τετάρτη, 17 Ιουλίου, 2019 - 06:13

Κάθε πτυχή της, για πολλούς κατοίκους του εξωτερικού, άγνωστης Φολεγάνδρου, εξερευνά το αφιέρωμα της Antonia Quirke, στο περιοδικό Conde Nast Traveller, για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και το οποίο έχει δημοσιευτεί και στην ιστοσελίδα του CNT.

Το CNT είναι ένα ταξιδιωτικό περιοδικό πολυτέλειας και lifestyle που εκδίδεται από τον Condé Nast σε Αμερική και Αγγλία, ενώ έχει κερδίσει 25 διακρίσεις στα National Magazine Awards.

Φέτος το καλοκαίρι, το CNT κάνει ένα εκτενές, πολυσέλιδο αφιέρωμα στη Φολέγανδρο και αναδεικνύει έναν προορισμό, ο οποίος συχνά βρίσκεται στα “ψιλά” γράμματα των ταξιδιωτικών οδηγών.

Η πόλη είναι τόσο λευκή, που λάμπει”

Η αρθρογράφος προσεγγίζει το νησί μέσα από τα μάτια των κατοίκων και εργαζομένων εκεί, οι οποίοι την ενημερώνουν ότι ποτέ τίποτε δεν συμβαίνει στο νησί, «το οποίο δεν είναι σωστό, αλλά δεν είναι και λάθος ακριβώς. Όντας μόλις 12 τετραγωνικά μίλια και όχι ιδιαίτερα διάσημος προορισμός, η αναφορά στη Φολέγανδρο βρίσκεται συχνά συμπιεσμένη σε μια παράγραφο, σε κατά τ' άλλα εκτεταμένους οδηγούς για τις νότιες Κυκλάδες. Μερικές φορές δίνεται η αίσθηση σαν το νησί να υπάρχει περισσότερο στη φαντασία. Ή σε μία ονειρική διάσταση, διότι, μεταξύ άλλων, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να φτάσει κανείς εκεί, παρά το γεγονός, ότι βρίσκεται μόνο μία ώρα μακριά από τη Σαντορίνη, με ταχύπλοο. Αλλά αυτό δεν έρχονται πολύ συχνά στη Φολέγανδρο, και άλλα, συμβατικά σκάφη μπορεί να κάνουν έως και 12 ώρες [...] Παρ 'όλα αυτά, από τη στιγμή που θα φτάσει κανείς, μπορεί να “διαβάσει” στο τοπίο της Φολεγάνδρου ολόκληρη την ιστορία των Περσών και των Βυζαντινών και των προσκυνητών της θεάς Άρτεμις. Ογδόντα πέντε ελληνικά ορθόδοξα παρεκκλήσια υπάρχουν δροσερά και θολά με θυμίαμα, φωτισμένα από καντήλια. Έχουν βρεθεί νομίσματα, σφραγισμένα με τον ταύρο του Μίνωα. Οι Βενετοί, στη δεκαετία του 1200, έχτισαν ένα υπέροχο κάστρο στην κεντρική πόλη, τη Χώρα»

«Περίπου 200 μέτρα πάνω από την απόκρημνη άκρη του γκρεμού, η πόλη είναι τόσο λευκή, που λάμπει. Το μελτέμι – ο δυνατός ξηρός βόρειος άνεμος, που συνήθως πνέει στο Αιγαίο – σφυρίζει ελαφρά και από κάπου φέρνει τον ήχο από μία σχεδόν στενάχωρη μελωδία ελληνικού τραγουδιού. Βαδίζω πάνω στους δρομίσκους χιλιάδων ετών, με μερικούς από αυτούς να έχουν σκορπισμένους στις άκρες τους θάμνους ρίγανης», αναφέρει το άρθρο, με την αρθρογράφο να λέει πως «τα καλοκαιρινά δειλινά, αυτοί οι δρόμοι δίνουν την αίσθηση από μία έκρηξη»

Το νησί, σύμφωνα με το αφιέρωμα «χτυπά αυτή την προγονική “χορδή”, αλλά ποτέ τόσο πολύ, απ' όταν το βλέπει κανείς μέσα από τη θάλασσα, να καθρευτίζεται στο νερό. Εμφανίζεται σε μία ομίχλη». «Το Σερφιώτικο, με τα αλμυρίκια του φορτωμένα με τα καπέλα και τα ρούχα των λουόμενων, που μοιάζουν με πολύχρωμα τσιγκάνικα βραχιόλια. Η Βορίνα, με τα παχουλά μωρά να κάθονται στα απαλά βότσαλα, και τα μεγαλύτερα αδέρφια τους να κολυμπούν στο νερό μπροστά. Η Αγκάλη, ένας λαμπερός κατακλυσμός από χαμηλούς ξενώνες. Ο Άγιος Γεώργιος, όπου ο φίλος μου Μπαλτάζαρ λέει ότι ένα αγριολούλουδο με μωβ φύλλα, ανθίζει μόνο μία φορά το χρόνο, το Πάσχα», ενώ «το βράδυ, φαναράκια φωτίζουν κατά μήκος της άμμου, σαν να σε οδηγούν σε υπνοδωμάτιο, ή σε Ινδιάνικο ναό. Και την αυγή, απλά το γουργουρητό των περιστεριών και ο ήχος του νερού που κυλά στις πέτρες, το αχνό φως στον ορίζοντα που παίρνει μορφή»

Η ήσυχη ημέρα σε σχέση με τη ζωντάνια της νύχτας

Περιγράφοντας την παλαιότερη περιοχή της Χώρας, το Κάστρο, η αρθρογράφος σημειώνει πως «κάθε χειμώνα οι μόλις 765 νησιώτες φροντίζουν τους ελαιώνες και μικρά κοπάδια από πρόβατα, κατσίκες ή γουρούνια». Μέσα από τις αναμνήσεις ενός μόνιμου κατοίκου, γίνεται αναφορά στη Φολέγανδρο των προηγούμενων δεκαετιών, όπου σε αρκετά σημεία του νησιού δεν υπήρχε καν ηλεκτρισμός, ενώ η αρθρογράφος ενημερώνεται πως ποτέ η Φολέγανδρος δεν απέκτησε σινεμά. «Οι περισσότεροι από τους μεγαλύτερους ανθρώπους στο νησί δεν έχουν δει ποτέ ταινία στο σινεμά. “Είναι πολύ, πολύ αγνοί άνθρωποι”, λέει ο Μπαλτάζαρ, “είμαστε ό,τι απέμεινε από την αρχαιότητα”».

Στην παραλία του Αγίου Νικολάου, «το νερό είναι όσο πιο μπλε μπορεί να γίνει και τα χρώματα από τις βαμμένες βαρκούλες αντανακλάται με το φως το ήλιου. Ένα μικρό μπαρ βρίσκεται στην άμμο, ένα ξωκλήσι», λέει η αρθρογράφος, μιλώντας αναλυτικά για την εμπειρία του φαγητού σε κάποια από τις παραδοσιακές ταβέρνες, και τα τοπικά εδέσματα, όπως η μελόπιτα με τυρί και μέλι, οι πιατέλες με το ψητό χταπόδι κλπ, αλλά και τη φανταστική θέα, που φτάνει μέχρι και τη Μήλο.

Όσο για το βράδυ, «η πόλη ξυπνά. Σε λίγες στιγμές, η νύχτα αναδεικνύει μία γιορτή. Ξαφνικά, τα τραπέζια στην πλατεία Κονταρινη γεμίζουν με κόσμο που πίνει κρασί από κανάτες και τρώει σουβλάκι. Ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια. Από τη γωνία έρχεται μία ευτυχισμένη νύφη στο άσπρο της φόρεμα, που μοιάζει να έχει φτιαχτεί από δαντέλες, να περπατά αγκαζέ με τις παράνυφές της και το γαμπρό λίγο πιο πίσω, να κουβαλά κάποιου το παιδί στους ώμους του. Το φεγγάρι είναι γεμάτο και τα λαμπάκια που κρέμονται γύρω γεμίζουν πεταλουδάκια, ενώ οι κουβέντες γύρω φουσκώνουν σαν σουφλέ και τα κτίρια τριγύρω μοιάζουν λίγο πιο παλιά και λίγο πιο σοβαρά, με ένα μεγαλείο, που έχει περισσότερο να κάνει με το χαρακτήρα τους, παρά με το μέγεθός τους».

 

Ετικέτες: