Αντιδρά η ΔΕΗ στην κρίση της ΤτΕ για τις υψηλές τιμές ενέργειας

  • Πέμπτη, 9 Αυγούστου, 2018 - 06:24

Τέσσερις επισημάνσεις εκ μέρους της ΔΕΗ επί της μελέτης που δημοσιεύεται στο Οικονομικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με τον τομέα της Ενέργειας.

Στη μελέτη, στην οποία εξετάζονται όλες οι παράμετροι που αφορούν στον τομέα της ενέργειας στην Ελλάδα, εκτός των άλλων γίνεται ειδική αναφορά και στις τιμές της ενέργειας, οι οποίες χαρακτηρίζονται ιδιαιτέρως υψηλές.

Στη μελέτη κρίνεται πως τόσο η αξιοποίηση των εγχώριων πόρων όσο και η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας οδήγησαν στην πτώση των τιμών της ενέργειας, πράγμα που σημαίνει μείωση του κόστους παραγωγής, γεγονός που οδηγεί στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εμπορεύσιμων ελληνικών προϊόντων, που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών και μείωση των εισαγωγών, θα ασκήσει δηλαδή επιπλέον θετική επίδραση στο εμπορικό ισοζύγιο, ενώ θα έχει επίσης θετικές επιδράσεις στο κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών.

Παρ’ όλα αυτά σημειώνεται ότι παρά τις παρατηρούμενες σημαντικές βελτιώσεις σε κάποια χαρακτηριστικά του, ο τομέας της ενέργειας συνεχίζει να παρουσιάζει βασικές διαρθρωτικές αδυναμίες που χαρακτήριζαν την οικονομία και την περίοδο πριν από την κρίση. Μεταξύ αυτών είναι και οι υψηλές τιμές: σε όρους τελικού κόστους για τους καταναλωτές, οι τιμές επιβαρύνονται από τους έμμεσους και ειδικούς φόρους. Επιπλέον, η μονοπωλιακή διάρθρωση των αγορών ενέργειας (κυρίως της ηλεκτρικής ενέργειας) έχει σημαντική αυξητική επίδραση στο κόστος ενέργειας.

Υψηλές τιμές

Η αύξηση του ενεργειακού κόστους τα τελευταία χρόνια οφείλεται στη σημαντική άνοδο των τιμών της ενέργειας, τόσο στην αγορά χονδρικής όσο και στην αγορά λιανικής. Οι τιμές των πετρελαιοειδών, του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου διαμορφώθηκαν σε υψηλά επίπεδα λόγω και της σημαντικής αύξησης των φόρων   και άλλων επιβαρύνσεων. Ειδικότερα, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά αυξήθηκαν κατά περίπου 150% την περίοδο 2005-2016, φθάνοντας το 2016 τα 0,17 ευρώ/KWh από 0,07 ευρώ/KWh το 2005. Αν και παραμένουν χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ, η σημαντική αύξησή τους δείχνει ταχύτερη επιδείνωση του κόστους διαβίωσης στην Ελλάδα αυτή την περίοδο.

Σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στις υψηλές τιμές είναι η δομή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η αγορά χαρακτηριζόταν από μονοπωλιακές δομές που είχαν ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και τη δυσκολία εισόδου νέων επιχειρήσεων στον κλάδο παραγωγής. Η κάθετα ολοκληρωμένη κρατική εταιρία ηλεκτρισμού “Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε.” (ΔΕΗ) είχε τα αποκλειστικά δικαιώματα για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος μέσω λιγνίτη και υδροηλεκτρικών εργοστασίων, αλλά και για τη διαχείριση των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος. Η έλλειψη ανταγωνισμού τόσο στην παραγωγή όσο και στην προμήθεια ηλεκτρισμού επηρέασε αρνητικά την εγχώρια αγορά, περιορίζοντας τις διαθέσιμες επιλογές για χαμηλότερες τιμές και καλύτερες υπηρεσίες.

Η ΔΕΗ συνεχίζει να δεσπόζει στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.   Αντιπροσωπεύει το 79% της εγκατεστημένης θερμικής ισχύος και το 75% περίπου της παραγωγής θερμικής ηλεκτρικής ενέργειας. Αλλά και το μερίδιο της λιανικής αγοράς που κατέχει η ΔΕΗ παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, παρ’ όλη τη μείωση που   παρατηρήθηκε μετά τις ρυθμίσεις του 2013. Συγκεκριμένα, το μερίδιό της φθάνει στο 88% το 2016. Επιπλέον, 17 προμηθευτές δραστηριοποιούνταν στην αγορά λιανικής και το δεύτερο μεγαλύτερο κατά σειρά μερίδιο αγοράς προμηθευτή ήταν 2,9% το 2016. Το μερίδιο της ΔΕΗ είναι το υψηλότερο στην ΕΕ, υψηλότερο ακόμη και σε σχέση με χώρες της ΕΕ με λιγότερο απελευθερωμένες αγορές, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ρουμανία. Αξίζει να επισημανθεί ότι για ένα σημαντικό τμήμα πελατών της ΔΕΗ δεν είναι εύκολο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις προκειμένου να μετακινηθούν σε εναλλακτικό προμηθευτή.

Σε αυτό το τμήμα ανήκουν οι αγρότες, οι οποίοι χρησιμοποιούν τα φθηνά τιμολόγια της ΔΕΗ, οι μεγάλοι βιομηχανικοί πελάτες που απολαμβάνουν κάποιες εκπτώσεις, καθώς και οι φορείς που στεγάζονται σε δημόσια κτίρια. Επιπλέον, οι λοιποί πελάτες έχουν κάνει ελάχιστη χρήση της δυνατότητας αλλαγής προμηθευτή.

Πιθανός λόγος για αυτή την καταναλωτική συμπεριφορά είναι η εσφαλμένη   αντίληψη σχετικά με τα πιθανά οικονομικά οφέλη και την πολυπλοκότητα της διαδικασίας αλλαγής.

Η πολυπλοκότητα του λογαριασμού ηλεκτρικής ενέργειας και το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνει αρκετά στοιχεία που δεν σχετίζονται με αυτή, όπως τα δημοτικά τέλη και τα τέλη τηλεόρασης, έχει επίσης αναγνωριστεί ως πιθανός φραγμός στην αλλαγή προμηθευτή.

Το μερίδιο αγοράς της ΔΕΗ πρέπει να μειωθεί στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η κυβέρνηση κατέφυγε σε έναν εναλλακτικό μηχανισμό για τη μείωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ: οι δημοπρασίες NOME, σύμφωνα με το νόμο του 2016 για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ν. 4389/2016), επιτρέπουν διμερείς συμφωνίες μεταξύ παραγωγών και διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας (ουσιαστικά   επιτρέπουν   σε   εναλλακτικούς προμηθευτές να αγοράσουν ηλεκτρικό ρεύμα από τη ΔΕΗ). Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) καθορίζει την ετήσια ποσότητα ηλεκτρικής   ενέργειας που θα διατίθεται μέσω δημοπρασιών πωλήσεων προμηθειών ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ ο διαχειριστής της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ΛΑΓΗΕ) διεξάγει τις δημοπρασίες. Μέσω των δημοπρασιών η ΔΕΗ θα πωλήσει περίπου 40% της παραγωγής της από λιγνιτικούς και υδροηλεκτρικούς σταθμούς (στους οποίους έχει   μονοπώλιο). Οι δημοπρασίες NOME και ο αυξανόμενος αριθμός συμμετεχόντων   στην αγορά αποτελούν θετική πρώτη ένδειξη για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και κατ’ επέκταση την παροχή στους καταναλωτές καλύτερων υπηρεσιών σε χαμηλότερες τιμές.

Οι σημαντικές αυξήσεις που παρατηρήθηκαν στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην υψηλή φορολογική επιβάρυνση. Ο φορολογικός συντελεστής αυξήθηκε σημαντικά το 2010 και μάλιστα κατέληξε υψηλότερος του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ, αντιστρέφοντας την εικόνα που ίσχυε μέχρι τότε.

Η αύξηση του φορολογικού συντελεστή το 2010 αύξησε τα φορολογικά έσοδα από την ενέργεια, αλλά και το μερίδιό τους στα συνολικά φορολογικά έσοδα.

Μέχρι στιγμής και με βάση τους στόχους για τη δημοσιονομική προσαρμογή και τα δημοσιονομικά έσοδα, δεν σχεδιάζεται μεταβολή των φορολογικών συντελεστών στην ενέργεια.

Οι παρατηρήσεις της ΔΕΗ

Στο τεύχος 47 (Ιούλιος 2018) του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος δημοσιεύεται μελέτη με τίτλο «Ο ΤΟΜΕΑΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ: ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ». Έχοντας υπόψη τη βαρύτητα ενός Οργανισμού όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, και την επιρροή που ασκεί εξ αντικειμένου στην οικονομική ζωή της χώρας, η ΔΕΗ επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί συνολικά για τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτή. Ωστόσο κρίνεται αναγκαίο σήμερα να επισημάνουμε τα εξής:

1. Πράγματι η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε από το 2005 μέχρι και το 2014 κατά 150% για τα νοικοκυριά και 44% για τη βιομηχανία. Οι συντάκτες ωστόσο της μελέτης, αναφέρουν εντελώς αυθαίρετα, προκαλώντας εύλογα ερωτηματικά, ότι η αύξηση συντελέστηκε έως το 2016.

Όπως είναι γνωστό, και μάλιστα επαληθεύεται από το γράφημα της EUROSTAT που έχει περιληφθεί στη μελέτη, από το 2015 και μέχρι σήμερα οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας όχι μόνο δεν αυξήθηκαν αλλά μειώθηκαν κυρίως λόγω της έκπτωσης του 15% που χορήγησε η ΔΕΗ το 2016. Σημειώνεται ότι η ΔΕΗ καθιέρωσε αυτή την έκπτωση έχοντας μερίδιο αγοράς πλέον του 95% δηλαδή πριν ανοίξει ουσιαστικά η αγορά. Οι λοιποί πάροχοι ακολούθησαν με δικές τους εκπτώσεις.

2. Στον παράγοντα διαμόρφωσης των τιμών οι συντάκτες της μελέτης, ίσως για να επαληθεύσουν δογματικές αντιλήψεις θεοποίησης του ανταγωνισμού, αγνόησαν το βασικότερο: Το κόστος παραγωγής. Σε όποιο βαθμό και αν είναι αναπτυγμένος ο ανταγωνισμός, όσο και αν έχει περιοριστεί το μερίδιο της δεσπόζουσας επιχείρησης, όπως η ΔΕΗ, εάν το κόστος παραγωγής είναι υψηλό και οι τιμές θα ακολουθήσουν.

3. Την περίοδο ιδιαίτερα από το 2009 μέχρι και το 2014 ήταν ακριβώς οι στρεβλώσεις της αγοράς με μηχανισμούς που επιβάρυναν τη ΔΕΗ όπως ο Μηχανισμός Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους και τα... Πιστοποιητικά Ισχύος (σ.σ. υπολογίζεται σωρευτικά πάνω από 1,5 δισ. ευρώ), οι οποίοι επέδρασαν στο κόστος και ώθησαν στην τεράστια άνοδο των τιμών, ως «εύκολη» λύση. Και βέβαια δεν πρέπει να παραλείπεται η άστοχη πολιτική εκείνων των χρόνων σε σχέση με τις ΑΠΕ που έχει επιβαρύνει υπέρμετρα τους καταναλωτές και τη ΔΕΗ.

4. Η άποψη που διατυπώνεται στη μελέτη για ορισμένες κατηγορίες καταναλωτών, οι οποίες απολαμβάνουν χαμηλότερα τιμολόγια, όπως οι αγρότες ή η (μεγάλη) βιομηχανία είναι μετέωρη. Μήπως οι συντάκτες της μελέτης προτείνουν την αύξηση των τιμών σ’ αυτές τις κατηγορίες;

 

Ετικέτες: