Σε υψηλά ποσοστά οι ανασφάλιστοι εργαζόμενοι στον κλάδο του τουρισμού

Στα ύψη η αδήλωτη εργασία

Σε μάστιγα τείνει να εξελιχθεί για τους απασχολούμενους στον τουρισμό, η ανασφάλιστη εργασία στον τουριστικό κλάδο, με τα στοιχεία να αποδεικνύουν την δυσαναλογία που υπάρχει μεταξύ του αυξανόμενου τουριστικού ρεύματος έναντι των μειωμένων ασφαλιστικών εισπράξεων.

Η «βαριά βιομηχανία» για την οικονομία της χώρας, όπως χαρακτηρίζεται ο τουρισμός, θα μπορούσε να δικαιολογεί στο έπακρο τον συγκεκριμένο τίτλο εάν στα όσα ήδη αποφέρει στον κρατικό κορβανά, απέδιδε και τα αναλογούντα ποσά της απασχολισιμότητας στα ασφαλιστικά ταμεία, αναλογικά με την ποσοστιαία κατά 20% ετήσια αύξηση του τουρισμού.

Με την «μαύρη» εργασία στους τουριστικούς προορισμούς, να έχει γίνει καθεστώς τα τελευταία χρόνια, με τα πρωτεία να κρατούν οι επιχειρήσεις εστίασης, οι οποίες παρουσιάζουν και υψηλότερα ποσοστά έναντι του μέσου όρου, σε αντίθεση με τις ξενοδοχειακές μονάδες, όπου τα ποσοστά παρουσιάζονται κατά πολύ μειωμένα.

Το φαινόμενο ανθεί, καθώς πολλοί επιχειρηματίες του κλάδου, εκμεταλλεύονται τα δεδομένα που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση, όπως η αλματώδης αύξηση της ανεργίας, με αποτέλεσμα να προσφέρουν θέσεις είτε υποαμοιβώμενες, είτε με μηδενική ασφάλιση, ακόμα και με πλασματικές εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας, τις οποίες υποχρεώνεται να αποδεχθεί πλήθος εργαζομένων.

Στην προσπάθεια περιορισμού της παραβίασης εκ μέρους των εργοδοτών της εργατικής νομοθεσίας, οι προσπάθειες ελέγχου εντείνονται από τα ελεγκτικά κλιμάκια της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχων Ασφάλισης του ΙΚΑ και του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας.

Με την αλήθεια των αριθμών

Βάσει των στοιχείων που δημοσιοποιούν τόσο η Τράπεζα της Ελλάδας, όσο και του υπουργείο Εργασίας, μέσω του επιχειρησιακού προγράμματος «Άρτεμις», αλλά και όσων επικαλούνται οι εκπρόσωποι των φορέων που σχετίζονται με τον τουρισμό, είναι εμφανής η άνθηση της ανασφάλιστης εργασίας και της εργατικής εκμετάλλευσης των απασχολούμενων στον κλάδο.

Τα ποσοστά της ανασφάλιστης εργασίας, μόνο κατά την περσυνή χρονιά, έφτασαν συνολικά στο 4,56% των εργαζομένων και από το σύνολο των ελεγχόμενων επιχειρήσεων, στο 13,85% όσες εντοπίστηκαν να απασχολούν ανασφάλιστο προσωπικό.

Ειδικά στον τομέα του τουρισμού, κατά την ίδια περίοδο κατά την οποία έσπασε το φράγμα των τουριστικών επισκέψεων στη χώρα, η παραβατικότητα στα καταλύματα υψηλών κατηγοριών ήταν της τάξης του 1,19%, με τα ποσοστά να αυξάνονται στις μικρότερες κατηγορίες καταλυμάτων, όπου έφτασαν στο 2,54%, ενώ ακόμα υψηλότερα, στο 3,34%, καταγράφηκαν στον κλάδο της εστίασης.

Όλα αυτά την στιγμή που τον περσυνό Ιούλιο υπήρξαν 137.000 επιπλέον θέσεις εργασίας, δηλαδή ποσοστό αύξησης στο 36%, βάσει των στοιχείων του ΙΚΑ, καλύπτοντας το 1/3 της συνολικής απασχολισημότητας του ιδιωτικού τομέα.

Οι απώλειες των ασφαλιστικών ταμείων από την αδήλωτη εργασία σε ετήσια βάση ανέρχονται περί τα 2 δις ευρώ, ενώ να σημειωθεί πως τα ποσά των προστίμων έχουν αυξηθεί, φτάνοντας στα 10.550 ευρώ για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, δηλαδή 18 φορές επάνω από τον κατώτατο μισθό.

Θέσεις συλλογικών φορέων

Χαρακτηριστικές είναι οι τοποθετήσεις των εκπροσώπων των συλλογικών φορέων των εμπλεκόμενων με τον τουριστικό κλάδο, οι οποίοι ανέπτυξαν στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων τις θέσεις τους σχετικά με την υπάρχουσα κατάσταση, εστιάζοντας στην ανάγκη εντατικοποίησης των ελέγχων.

Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (Π.Ο.Ξ.) και αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), Γιάννης Ρέτσος, ανέφερε πως αν και ο κλάδος των ξενοδοχείων δεν παρουσιάζει υψηλά ποσοστά αδήλωτης εργασίας «ο τουριστικός τομέας με ναυαρχίδα τον ξενοδοχειακό κλάδο αδιαμφισβήτητα συμβάλλει καθοριστικά στην απασχόληση της χώρας», συμπληρώνοντας όμως ότι «Από κει και πέρα είναι ζήτημα των ελεγκτικών μηχανισμών να καταβάλλουν, και το πράττουν, προσπάθειες εντοπισμού όσων παρανομούν, αποστερώντας πόρους από τους ασφαλιστικούς φορείς και νοθεύοντας τον ανταγωνισμό».

Δεν έλειψε από πλευράς του η παραδοχή του φαινομένου της μη καταβολής των αποδοχών των εργαζομένων, γεγονός για το οποίο ευθύνεται, όπως υποστηρίζει, το πρόβλημα ρευστότητας των ξενοδοχείων, ενώ «Επιπρόσθετα, η στρόφιγγα παροχής ρευστότητας των τραπεζών προς τις επιχειρήσεις παραμένει ερμητικά κλειστή ενώ και στις λίγες περιπτώσεις που δίνονται χορηγήσεις, το κόστος χρήματος είναι εξαιρετικά υψηλό. Όλα αυτά έχουν καταλυτικά συντελέσει, ώστε επιχειρήσεις από όλο το φάσμα του επιχειρείν, να μην μπορούν να ανταποκριθούν εγκαίρως στις υποχρεώσεις προς τους εργαζόμενους».

Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορικών και συναφών Επαγγελμάτων, Γιώργος Καββαθάς, υπερασπιζόμενος τον κλάδο της εστίασης, σχετικά την υψηλή παραβατικότητα της εργατικής νομοθεσίας που παρουσιάζει, κρίνει ότι αυτό οφείλεται στο ότι «οι έλεγχοι δεν γίνονται σταθμισμένα, ούτε μπορούν να λειτουργήσουν προληπτικά….Ο λόγος που οι περισσότεροι έλεγχοι γίνονται στον κλάδο του επισιτισμού οφείλονται στο γεγονός ότι αυτές οι επιχειρήσεις είναι εύκολα προσβάσιμες στους ελεγκτές και όχι επειδή εκεί έχει εντοπιστεί το μεγαλύτερο ποσοστό παραβατικότητας».

Όσον αφορά στην αντιμετώπιση του προβλήματος απαντά πως «Για εμάς είναι πολύ σημαντικό να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο αυτό ολιστικά και όχι αποσπασματικά….Κακώς συγχέεται η χρήση ευέλικτων μορφών απασχόλησης με την αδήλωτη εργασία. Σε κάθε περίπτωση οι απαράδεκτες συμπεριφορές μιας μειοψηφίας επιχειρηματιών δεν πρέπει να στιγματίζουν έναν ολόκληρο κλάδο, ο οποίος μάλιστα είναι από τους ελάχιστους της ελληνικής οικονομίας που έχει επιδείξει ισχυρές αντιστάσεις στην κρίση και έχει προσφέρει στην ενίσχυση της απασχόλησης».

Εκ μέρους των εργαζομένων, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργατών Επισιτισμού και Υπαλλήλων Τουριστικών Επαγγελμάτων, Παναγιώτη, Προύτζος, επισημαίνει πως «Τα ποσοστά της αδήλωτης εργασίας στον κλάδο, είναι πολύ μεγαλύτερα από τα επίσημα στοιχεία», ενώ ενημερώνει πως «Η Ομοσπονδία δέχεται πολλές καταγγελίες για απλήρωτες αποδοχές, ακόμη και για περιπτώσεις εξαναγκασμού σε υπογραφή εκκαθαριστικών μισθοδοσίας χωρίς να έχουν εξοφληθεί και αυτό παρά τις οικονομικές επιδόσεις του κλάδου».

Αναφέρεται δε και στις εργοδοτικές πρακτικές, καθώς είναι πολλές οι περιπτώσεις κατά τις οποίες παρατηρείται το φαινόμενο σύναψης πλασματικών συμβάσεων, προς αποφυγή των προστίμων για την αδήλωτη εργασία, ενώ όσον αφορά στην εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων, σκιαγραφεί την κατάσταση που πραγματικά υπάρχει, βάσει των καταγγελιών που έχει δεχθεί η Ομοσπονδία, λέγοντας πως «στη μεγάλη πλειοψηφία των εποχικών επιχειρήσεων κατά τη διαδικασία της επαναπρόσληψης, συμφωνούνται "κάτω από το τραπέζι" διαφορετικές πρακτικές», με την επιδείνωση της κατάστασης την τελευταία τριετία κατά την οποία στους εργαζόμενους προτείνονται προσλήψεις «με δυσμενέστερους όρους και με πλήρη ισοπέδωση της διαπραγματευτικής τους δυνατότητας, με πολλές ώρες εργασίας, ενίοτε χωρίς ρεπό και με κακές αμοιβές».