Για στέρηση εσόδων των ΟΤΑ και δημιουργία ανάγκης αύξησης των δημοτικών τελών, προειδοποιεί η ΚΕΔΕ στην περίπτωση που ψηφιστεί το άρθρο 13 του πολυνομοσχεδίου για τα προαπαιτούμενα

Κατάργηση του άρθρου 13 ζητά η ΚΕΔΕ

  • Παρασκευή, 16 Οκτωβρίου, 2015 - 06:20

Κάθετα αντίθετη τάσσεται η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας, ενάντια στο άρθρο 13 του πολυνομοσχεδίου, που αφορά στα προαπαιτούμενα μέτρα για την εκταμίευση της δόσης των 2 δις ευρώ από τον μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με ανακοίνωσή του το συλλογικό όργανο των Δήμων, υποστηρίζει, ότι με το άρθρο 13 του νομοσχεδίου, όσον αφορά στην άρση της υποχρέωσης των Δήμων στην καταβολή ανταποδοτικών τελών «από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες στις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο ή το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Ελληνικού Δημοσίου Α.Ε. ή Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν, κατά τους όρους σχετικής σύμβασης, αναθέσει την παροχή υπηρεσίας ή την εκτέλεση έργου ή/και έχουν παραχωρήσει ή διαθέσει εμπράγματο ή άλλο δικαίωμα που περιλαμβάνει την ανάπτυξη, ανάπλαση, χρήση, εκμετάλλευση ορισμένης θαλάσσιας ή χερσαίας έκτασης, περιοχής, οδικού άξονα, μεταφορικής ή άλλης υποδομής, εφόσον από την εν λόγω σύμβαση ή εφαρμοστέα σχετικά νομοθετική διάταξη προβλέπεται ότι οι υπηρεσίες, στην παροχή των οποίων αντιστοιχούν τα ανταποδοτικά τέλη, παρέχονται από τα ανωτέρω πρόσωπα ή οντότητες».

Στέρηση εσόδων δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ

Όπως επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση, «η Κ.Ε.Δ.Ε. επιμένει στην ανάγκη να αποσυρθεί άμεσα το άρθρο 13 του Νομοσχεδίου και να υπάρξει ένας ουσιαστικός διάλογος μεταξύ Κεντρικής Εξουσίας και Αυτοδιοίκησης για όλα τα ζητήματα που αφορούν τη χρηματοδότηση των Δήμων».

Σύμφωνα με την Ένωση, «η Κυβέρνηση με την συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση στερεί από τους Δήμους σε ετήσια βάση έσοδα δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία δεν αντικαθιστά με ισοδύναμα. Επισημαίνουμε μάλιστα ότι στην από 12.10.2015 Ειδική Έκθεση (άρθρο 75 παρ. 3 του Συντάγματος) επί του συγκεκριμένου Σχεδίου Νόμου που υπογράφεται από του συναρμόδιους Υπουργούς, ρητά αναφέρονται τα εξής (σελ. 2 υπό ΙV): «Απώλεια εσόδων ή και ενδεχόμενη δαπάνη από την μη επιβολή ανταποδοτικών τελών και συναφών κυρώσεων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 13. Η ανωτέρω απώλεια θα αναπληρωθεί από άλλες πηγές εσόδων του προϋπολογισμού των οικείων ΟΤΑ».

Αν ψηφιστεί ως έχει το Νομοσχέδιο, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 13, αυτό σύμφωνα με την εισήγηση της αρμόδιας νομικής υπηρεσίας της Κ.Ε.Δ.Ε., θα έχει ως συνέπεια:

· Τον οικονομικό στραγγαλισμό των Δήμων όλης της χώρας , αφού τους στερεί τη δυνατότητα να εισπράξουν έσοδα που έχουν ήδη προϋπολογίσει.

· Τη σταδιακή κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα της ανταποδοτικής υπηρεσίας της καθαριότητας , ενάντια στις προβλέψεις του Συντάγματος.

· Τη νόθευση του ανταγωνισμού και την εξυπηρέτηση των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων που θα συνάψουν ή έχουν ήδη συνάψει συμβάσεις παραχώρησης με το Δημόσιο, το ΤΑΙΠΕΔ ή τους ΟΤΑ μέσω της απόκτησης από πλευράς τους ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος έναντι των υπόλοιπων επιχειρήσεων, που δεν θα έχουν τη δυνατότητα να αποφύγουν την καταβολή ανταποδοτικών τελών.

· Την επιβάρυνση των δημοτών και των μικρών επιχειρήσεων που θα κληθούν να σηκώσουν αυτές το βάρος του κόστους μιας σειράς ανταποδοτικών υπηρεσιών.

Η Κ.Ε.Δ.Ε. θα θέσει το ζήτημα προς συζήτηση και θα λάβει τις τελικές της αποφάσεις στο προσεχές Δ.Σ. που θα διεξαχθεί την Παρασκευή 16 Οκτωβρίου.

«Οι ΟΤΑ θα οδηγηθούν σε αύξηση των τελών»

Παράλληλα, παρατίθεται και αυτούσιο το κείμενο με τις παρατηρήσεις του Νομικού Συμβούλου της Κ.Ε.Δ.Ε. για το περιεχόμενο της σχετικής νομοθετικής διάταξης που προωθείται από το Υπουργείο Οικονομικών ,αρμοδιότητας ΥΠΕΣΔΑ, υπό τον τίτλο «Μέτρα για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».

Σύμφωνα με τον νομικό σύμβουλο:

«Με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται να απαλλαγούν οι παραχωρησιούχοι του Δημοσίου (των ΟΤΑ και του ΤΑΙΠΕΔ) από όλα τα ανταποδοτικά τέλη. Δηλαδή, από το τέλος καθαριότητας και φωτισμού (ά. 25 Ν. 1828/1989), από το τέλος ακίνητης περιουσίας (ά. 24 Ν. 2130/1993), από τα τέλη χρήσεως κτημάτων ή υπηρεσιών (ά. 19 Β.Δ. 24/1958), το τέλος απαλλοτρίωσης κλπ

Κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά στη νομολογία (ΣτΕ 2462/1999, 649, 950/81) και τη δημοσιονομική θεωρία, το ανταποδοτικό τέλος διακρίνεται από το φόρο κατά το ότι αποτελεί μεν και αυτό, όπως ο φόρος, αναγκαστική οικονομική παροχή, καταβάλλεται, όμως, έναντι ειδικής αντιπαροχής, δηλαδή έναντι ειδικώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, προς την οποία μάλιστα τελεί σε σχέση αντιστοιχίας, καθώς αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους παροχής της. Η δημόσια δε αυτή υπηρεσία, χάριν της οποίας επιβάλλεται το ανταποδοτικό τέλος, παρέχεται μεν χάριν δημοσίου σκοπού, εξυπηρετούνται όμως με αυτήν ταυτοχρόνως και όποιοι τη χρησιμοποιούν, που φέρουν και το βάρος των δαπανών της. Πρόκειται δηλαδή, για μονομερώς επιβαλλόμενες χρηματικές υποχρεώσεις, διακρινόμενες από τους φόρους, κατά το ότι η καταβολή αυτών, συνδέεται με την παροχή ειδικής ωφέλειας. Λόγω δε ακριβώς του δημόσιου χαρακτήρα της ειδικής αντιπαροχής, η υποχρέωση καταβολής του ανταποδοτικού τέλους δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την πραγματικήχρησιμοποίηση της υπηρεσίας, ούτε την ακριβή αντιστοιχία μεταξύ εσόδων – εξόδων, δεδομένου ότι αρκεί απλώς η δυνατότητα (ετοιμότητα) παροχής της υπηρεσίας και η κατ” αρχήν κάλυψη των δαπανών της από το τέλος που καταβάλλουν οι χρήστες της.

Οι ΟΤΑ της Χώρας καίτοι θα συνεχίζουν να παρέχουν, όπως άλλωστε οφείλουν, στους δημότες τους (φυσικά και νομικά πρόσωπα) τις ως άνω υπηρεσίες, θα υποχρεωθούν να καλύπτουν τα έξοδα των υπηρεσιών από μειωμένο αριθμό υποχρέων έτσι, θα οδηγηθούν σε αύξηση των τελών και συνακόλουθα θα εξαναγκασθούν στην δυσανάλογη επιβάρυνση των νοικοκυριών και των μικρών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στα όρια εκάστου δήμου.

Περαιτέρω, η πρόβλεψη της παρ. 4, περί διαγραφής ήδη βεβαιωμένων οφειλών των παραχωρησιούχων θα έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπή των προϋπολογισμών πολλών δήμων με καταστροφικές συνέπειες για τη εύρυθμη λειτουργία τους. Παράλληλα, επισημαίνω ότι η παρ. 4 πάσχει αντισυνταγματικότητας για πολλούς λόγους. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω διάταξη επιχειρείται ανεπίτρεπτη επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στη δικαστική κατά παράβαση του ά. 26 του Συντάγματος. Τούτο διότι με τη διαγραφή βεβαιωμένων, πλην δικαστικά προσβληθέντων τελών, καταργούνται όλες οι ανοιγείσες δίκες εφόσον δεν έχει εκδοθεί ακόμα τελεσίδικη απόφαση. Δηλαδή, καταργείται η εκκρεμοδικία επί υποθέσεων που δεν έχουν ακόμα κριθεί σε δεύτερο βαθμό.

Επιπλέον η παρ. 4 παραβιάζει ευθέως την αρχή της ίσης μεταχείρισης (ά. 4 Συντάγματος), επιβραβεύοντας επί της ουσίας τους ασυνεπείς οφειλέτες. Τούτο διότι ορίζεται η πλήρης απαλλαγή των οφειλετών από βεβαιωμένες οφειλές για τέλη. Παράλληλα, δε «τιμωρείται» η συνέπεια αφού δεν αναζητούνται τα τέλη που έχουν καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της διάταξης. Συνεπώς, θεσπίζεται ευμενέστερη μεταχείριση για τους ασυνεπείς οφειλέτες έναντι των συνεπών, κατά τρόπο που προσβάλλει την συνταγματική διάταξη του ά. 4Σ.

Ενόψει των ανωτέρω θεωρώ ότι πρέπει να απαλειφθεί η διάταξη της παραγράφου 4»

Ετικέτες: