Ο Υπουργός Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων για τους στόχους της κυβέρνησης στον τομέα της εκπαίδευσης, από το βήμα της Βουλής

Απαραίτητη η κοινωνική συναίνεση

Τις αλλαγές, στις οποίες αναμένεται να προχωρήσει το Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων μέχρι την επόμενη σχολική χρονιά ανέλυσε, μιλώντας στη Βουλή στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2017 ο υπουργός, κ. Κώστας Γαβρόγλου.

Στα όσα σκοπεύει να προωθήσει η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων, σχετικά με όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοάθμια), καθώς επίσης και στους τομείς που αφορούν τους εκπαιδευτικούς, αναφέρθηκε ο υπουργός, κ. Κώστας Γαβρόγλου, κατά την ομιλία του εντός της Βουλής, στο πλαίσιο της ψήφισης του κρατικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2017.

Στην ίδια πολιτική γραμμή

Ξεκινώντας την ομιλία του, ο κ. Γαβρόγλου τόνισε, πως «κεντρική πολιτική μας επιλογή είναι να διαμορφώσουμε το σχολείο που μας επιτρέπουν οι σαφείς ενδείξεις μιας έστω δειλής αναπτυξιακής πορείας, αφήνοντας πίσω μας το σχολείο της κρίσης».

Αναφερόμενος στα μέχρι στιγμής πεπραγμένα της κυβέρνησης στον τομέα της εκπαίδευσης, σημείωσε τη, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, αύξηση των κονδυλίων για την παιδεία, η οποία ανακούφισε μερικές εκ των επειγουσών αναγκών, ενώ γνωστοποίησε, ότι «για την υποστήριξη των αναπτυξιακών μας πρωτοβουλιών, έχουμε εξασφαλίσει από ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, άλλα 100.000.000 ευρώ ανά έτος μέχρι το 2020».

«Η πολιτική μας κινείται σε δύο κατευθύνσεις: κατοχυρώνουμε πρώτα και ταυτοχρόνως βελτιώνουμε όσα έχουν ήδη γίνει και σχεδιάζουμε νέες πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Δεν θα ήθελα να υποσχεθώ μεγαλεπήβολες ρυθμίσεις, αλλά θα ήθελα να υπογραμμίσω την σημασία ενίσχυσης και βελτίωσης όσων έχουν αρχίσει να γίνονται», επεσήμανε, συμπληρώνοντας, πως «δεν είναι λίγα ούτε αμελητέα όσα έχουν ήδη επιτευχθεί».

Όσον αφορά στην έναρξη της εφετινής σχολικής χρονιάς, υποστήριξε, ότι «για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες όλα τα δημόσια σχολεία άρχισαν να λειτουργούν “κανονικά” από την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς – επιτυχία που οφείλεται στο συστηματικό προγραμματισμό του Υπουργείου. Γενικεύτηκε το ενιαίο ολοήμερο σχολείο στα δημοτικά. Το γυμνάσιο γίνεται εκπαιδευτικά πιο φιλικό στους μαθητές, χωρίς πολλές εξετάσεις, επιμηκύναμε τον ωφέλιμο διδακτικό του χρόνο, και καθιερώσαμε την ταχύρρυθμη ενισχυτική διδασκαλία για τους μαθητές που δεν θα πετύχουν προβιβάσιμο βαθμό σε κάποια από τα μαθήματα. Επιτροπές του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) προχώρησαν σε εξορθολογισμό της διδακτέας ύλης και εξέδωσαν εκσυγχρονισμένες οδηγίες διδασκαλίας των μαθημάτων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης».

Ταυτόχρονα ανέφερε, ότι «η επαγγελματική εκπαίδευση έχει αναβαθμιστεί με επικαιροποιημένα ωρολόγια προγράμματα και προγράμματα σπουδών. Μετά πολλά χρόνια, θεσμοθετήσαμε και υλοποιούμε την παιδαγωγικά ορθή συμπερίληψη των παιδιών με ειδικές ανάγκες στα σχολεία, αποκαθιστώντας μια αδικία που είχε συντελεστεί κατά μιας ιδιαίτερα ευαίσθητης ομάδας συμπολιτών μας. Ορθολογικοποιήσαμε πολλές από τις διαδικασίες που διέπουν την καθημερινή λειτουργία των ΑΕΙ. Τέλος, αντιμετωπίσαμε με επιτυχία μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της χώρας μας αυτήν την περίοδο: την εκπαίδευση των προσφυγόπουλων. Εξασφαλίσαμε χρηματοδότηση και από διεθνείς φορείς και δημιουργήσαμε τον απαραίτητο μηχανισμό για την υλοποίηση προγραμμάτων εκπαίδευσης προσφύγων. Σύντομα όλα τα προσφυγόπουλα θα φοιτούν στις αντίστοιχες δομές», ενώ υποστήριξε, ότι «έγιναν πολλά και όλα όσα έγιναν, στις συνθήκες που πραγματοποιήθηκαν, αποτελούν άθλο».

Επέκταση αλλαγών στο σύνολο της Α’βάθμιας

Ο Υπουργός τόνισε, ότι «χρειάζεται και μία συζήτηση με την κοινωνία για να αρχίζουν να αλλάζουν νοοτροπίες και παθογένειες που διαμορφώθηκαν εδώ και δεκαετίες και οι οποίες υπονομεύουν την ουσιαστική λειτουργία των εκπαιδευτικών μας θεσμών».

Στην εκπαίδευση των νηπίων, «ανανεώνουμε τα αναλυτικά προγράμματα και εισάγουμε νέες παιδαγωγικές μεθόδους όπως είναι η διαφοροποιημένη παιδαγωγική», ενώ στα δημοτικά σχολεία, «θα επεκτείνουμε τη λειτουργία του ενιαίου τύπου ολοήμερου, ώστε να συμπεριλάβει και τα μονοθέσια, τα διθέσια και τα τριθέσια δημοτικά σχολεία. Ταυτόχρονα, θα βελτιώσουμε την υλοποίηση του προγράμματος κατά τις απογευματινές ώρες, ώστε η φοίτηση των μαθητών σε αυτά να αποκτήσει ουσιαστικό παιδαγωγικό χαρακτήρα, και να λειτουργήσει θετικά, ιδιαίτερα για τους μαθητές που προέρχονται από τα πιο στερημένα κοινωνικά περιβάλλοντα».

Στα Γυμνάσια το Υπουργείο σχεδιάζει την καθιέρωση του θεσμού της Θεματικής Εβδομάδας. Παράλληλα, σε ολόκληρη την υποχρεωτική εκπαίδευση ξεκινά πιλοτικό πρόγραμμα περιγραφικής αξιολόγησης που σταδιακά θα επεκταθεί σε όλα τα σχολεία το 2018-9.

Ορίζοντας 3ετίας για τις αλλαγές στις πανελλήνιες

Επιδίωξη για τα επόμενα χρόνια, αποτελεί η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του συλλόγου διδασκόντων και συνεπώς η αυτονομία της σχολικής μονάδας, ώστε να απεμπλακεί η λειτουργία της από την καθηλωτική γραφειοκρατία. Οι διαδικασίες του σχεδιασμού και της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου που σταδιακά θα εισαχθούν θα αποτελούν εσωτερική υπόθεση των σχολικών μονάδων και «σε καμία περίπτωση δεν θα έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα ούτε βέβαια θα συνδέονται με μισθούς ή απολύσεις», τόνισε. «Αντίθετα, στόχος είναι να δημιουργηθεί μια κουλτούρα συνεργατικού σχεδιασμού με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της παιδαγωγικής πράξης, μέσα σε κλίμα εμπιστοσύνης και ασφάλειας».

Το Λύκειο αποτελεί το πιο σύνθετο πεδίο στο οποίο χρήζουν παρεμβάσεις, σύμφωνα με τον Υπουργό. «Χρειάζεται να αποκατασταθεί η αυτονομία του ως εκπαιδευτικής βαθμίδας. Ιδιαίτερα κρίσιμη είναι η αναβάθμιση των δύο τελευταίων τάξεων του Λυκείου, την ουσιαστική λειτουργία των οποίων όλη η κοινωνία έχει εκχωρήσει στα φροντιστήρια».

Όπως σημείωσε, «είναι απαραίτητο το Λύκειο να απονέμει ένα αξιόπιστο Εθνικό Απολυτήριο που θα αποτελέσει και τη βάση για το νέο σύστημα εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο». Άμεσα η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, αξιοποιώντας τις προτάσεις που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου καλείται να καταλήξει «σε ένα πλαίσιο προτάσεων, για το τετράπτυχο “Αναβάθμιση τελευταίων τάξεων του Λυκείου, αξιόπιστο Εθνικό Απολυτήριο, κατάργηση Πανελληνίων, και αναμόρφωση των πρώτων ετών των ΑΕΙ”», αναφέροντας, πως αναμένεται να υπάρξει προγραμματισμός τριετίας, ενώ έως τότε οι Πανελλήνιες θα ισχύουν με τη σημερινή τους μορφή.

Ενίσχυση της έρευνας στην Γ’βάθμια εκπαίδευση

Όσον αφορά στον Ενιαίο Χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης ο κ. Γαβρόγλου επεσήμανε, ότι είναι απαραίτητο να υπάρξει ώσμωση ανάμεσα στα Πανεπιστήμια, τα ΤΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα, «έτσι ώστε να προωθηθεί πιο αποτελεσματικά η παραγωγή γνώσης».

Μεγάλος στόχος, όπως υποστήριξε, είναι η διατήρηση και ενίσχυση της αυτονομίας των Πανεπιστημίων και η απρόσκοπτη στήριξη της ερευνητικής και εκπαιδευτικής τους δράσης. «Καθοριστικής σημασίας είναι η δημιουργία ενός ευέλικτου ΕΛΚΕ, που, απαλλαγμένος από την υπέρμετρη γραφειοκρατία, θα διαχειρίζεται αποτελεσματικά τα ερευνητικά κονδύλια και θα υποστηρίζει μέλη ΔΕΠ και νέους ερευνητές στην απορρόφηση των ερευνητικών κονδυλίων».

Σχετικά με την στήριξη των εκπαιδευτικών λειτουργών, ο κ. Γαβρόγλου τόνισε πως το Υπουργείο στηρίζει στη δική τους συμβολή και ενεργό συμμετοχή την επιτυχία του εγχειρήματος. Ανάμεσα στις προτεραιότητες του υπουργείου είναι η δημιουργία Κεντρικής Υποστηρικτικής Δομής της Εκπαιδευτικής Κοινότητας η οποία, ανάμεσα σε άλλα, θα έχει την ευθύνη των προγραμμάτων επιμόρφωσης.

«Να ξαναβρούμε την κανονικότητά μας»

Κλείνοντας, ο κ. Γαβρόγλου τόνισε, πως το όραμα της κυβέρνησης παραμένει «μια παιδεία που εμπνέεται από τις δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αξίες. Στόχος μας είναι να φτιάξουμε μια κοινωνία συμπερίληψης και όχι μια κοινωνία αποκλεισμού. Πρόκειται για αξίες και κοινωνικές στάσεις που μπορούν και πρέπει να διδάσκονται».

«Το υπουργείο πρέπει να ενισχύσει τέτοιες πρωτοβουλίες, να στηρίξει δράσεις που μετατρέπουν τα σχολεία, τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ από χώρους μετάδοσης γνώσης σε κοινότητες που διαμορφώνουν δημιουργικούς και υπεύθυνους πολίτες», υποστήριξε, λέγοντας τέλος, ότι «στόχος μας είναι να καταφέρει η δημόσια εκπαίδευση να αποκτήσει το κύρος και την αίγλη που ιστορικά της αναλογεί. Για να γίνει, όμως, κάτι τέτοιο πρέπει να ξαναβρούμε ως κοινωνία την κανονικότητά μας. Και αυτό το εγχείρημα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, αν δεν υπάρξει μία στοιχειώδης πολιτική και κοινωνική συναίνεση».