Την αδράνεια δεκαετιών του Δήμου, όσον αφορά στα ζητήματα του Μουσείου Αντιγράφων Κυκλαδικής Τέχνης, επεσήμανε η Αντιδήμαρχος Πολιτισμού, κ. Θωμαή Μενδρινού

Αναζήτηση λύσεων και ανάληψη ευθυνών

Μαίρη Ρώτα: “Χαρά μου το μουσείο να περάσει στα “χέρια” του Δήμου”

Το ζήτημα της λειτουργίας του Μουσείου Αντιγράφων Κυκλαδικής Τέχνης, με αφορμή τα προβλήματα, που ήρθαν στο φως, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2016, ανέκυψε, κατά τη διάρκεια του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης, με την Αντιδήμαρχο Πολιτισμού, να μιλά για τις κινήσεις του Δήμου, από τούδε και στο εξής, για την θεραπεία των όποιων προβλημάτων.

Ήδη από το Σεπτέμβριο του 2016, το Μουσείο Αντιγράφων Κυκλαδικής Τέχνης, αλλά και ο θεσμός των Μικρών Ξεναγών, έχει μπει στον “πάγο”, όσον αφορά στα μαθήματα, καθώς το μουσείο αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα, τόσο με την οικονομική στήριξη των υπαλλήλων, όσο και με την αντικατάσταση, όσων εξ αυτών επιθυμούν την απομάκρυνσή τους.

Αν και όλοι οι εμπλεκόμενοι στο μουσείο, όπως και η ιδρύτριά του, κ. Μαίρη Ρώτα, συμμετείχαν στο εγχείρημα των Μικρών Ξεναγών με προσωπικές θυσίες, η διακοπή των χορηγιών εκ μέρους των ευεργετών του, για την αποζημίωση όσων αφιέρωναν αρκετές ώρες εργασίας την εβδομάδα, για την εκπαίδευση των παιδιών, σήμανε και τη σταδιακή υποβάθμιση των υπηρεσιών του.

Παράλληλα, όπως προέκυψε από τη συζήτηση, κατά τη διάρκεια του δημοτικού συμβουλίου της Παρασκευής, το μουσείο, δεδομένου, ότι ήταν προϊόν δωρεών και εθελοντικής εργασίας, δεν διέθετε ολοκληρωμένη νομική υπόσταση, ενώ κανένα εκ των εκθεμάτων του δεν είναι οικειοποιημένο από το Δήμο.

Διοικητικά δεν ανήκει στο Δήμο, ανήκει όμως σε όλους μας”

Το ζήτημα, προέκυψε μετά από ερώτηση του δημοτικού συμβούλου της μείζονος μειοψηφίας, κ. Γιάννη Κεράνη, ο οποίος ζήτησε ενημέρωση από την Αντιδήμαρχο Πολιτισμού, κ. Θωμαή Μενδρινού, αναφορικά με το σε ποιες ενέργειες προτίθεται να προχωρήσει ο Δήμος, προκειμένου να συμβάλλει στην επαναλειτουργία του Μουσείου και της επανέναρξης της εκπαίδευσης των Μικρών Ξεναγών.

Όπως επεσήμανε ο κ. Κεράνης στην ερώτησή του, “ξέρουμε ότι εδώ και αρκετό καιρό το Μουσείο Αντιγράφων Κυκλαδικής Τέχνης δεν λειτουργεί. Ξέρω, ότι διοικητικά δεν ανήκει στο Δήμο, αλλά ουσιαστικά, ανήκει σε όλους εμάς. Εκεί στέλναμε τους Μικρούς Ξεναγούς, οι οποίοι, αργότερα, έρχονταν εδώ στο Δήμο και ξεναγούσαν τον κόσμο. Ξέρω, επίσης, ότι υπήρχαν προγράμματα και από τις κοπέλες εκεί και από την κ. Ρώτα. Επειδή ήρθα σε επαφή με την κυρία Ρώτα, μου ανέφερε, ότι έχει βρεθεί χορηγός για τη λειτουργία του. Μπορούν να γίνουν κάποιες ενέργειες από το Δήμο, κάποιος συντονισμός ίσως, ανάμεσα στην κ. Ρώτα και τους χορηγούς, ώστε να επαναλειτουργήσει το μουσείο;”

Εικοσαετής αδράνεια η αιτία της ύπαρξης μουσείου-φαντάσματος

Σε απάντηση του δημοτικού συμβούλου, κ. Κεράνη, η Αντιδήμαρχος αρχικά τόνισε τη σημασία του μουσείου, αλλά και του έργου που έχει προσφέρει στον τόπο, σημειώνοντας, ότι “δεν υπάρχει άνθρωπος σε αυτό το τραπέζι και γενικότερα στο νησί, που να μην είναι περήφανος για τους Μικρούς Ξεναγούς”.

Ωστόσο, σύμφωνα με την κ. Μενδρινού, οι ενέργειες, που θα έπρεπε προ πολλού να είχαν γίνει εκ μέρους του Δήμου, ώστε το μουσείο να περάσει υπό την αιγίδα του και να αποκτήσει υπόσταση και δομή, αμελήθηκαν, με αποτέλεσμα το μουσείο να έχει περιέλθει σήμερα σε αυτή την κατάσταση.

Επεσήμανε, πως “αυτό το μουσείο, ουσιαστικά, είναι ένα μουσείο – φάντασμα, χωρίς καμία νομική υπόσταση”, ενώ συμπλήρωσε, πως όλα τα αντικείμενα τα οποία βρίσκονται εκεί, τελούν υπό άγνωστη κυριότητα, καθώς ο Δήμος δεν τα έχει οικειοποιηθεί, ενώ δεν υπάρχουν κάπου καταγεγραμμένα. Παράλληλα, διερωτήθηκε ενώπιον του Σώματος, αν “έχει γίνει η παραχώρηση του χώρου, από την πλευρά του Δήμου, δεδομένου, ότι μέσα σε αυτό το χώρο μπαίνουν παιδιά εδώ και 20 περίπου χρόνια”.

Όπως εξήγησε η Αντιδήμαρχος, “τον Σεπτέμβριο ζητήθηκε από την αγαπητή κυρία Ρώτα, εκείνη που έχει συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία του Μουσείου Αντιγράφων Κυκλαδικής Τέχνης, η βοήθειά μου, ώστε το μουσείο να λειτουργήσει, διότι αντιμετώπισε προβλήματα, ως προς την οικονομική ενίσχυση των δύο γυναικών που είχαν όλη τη λειτουργία του μουσείου στις πλάτες τους”, με αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια της έρευνας, όσον αφορά στην ύπαρξη σχετικών αποφάσεων δημοτικού συμβουλίου, εντός της τελευταίας 20ετίας, να βρεθούν “δύο αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου, οι οποίες είχαν ληφθεί το 1992 και 1993 αντίστοιχα, οι οποίες και αυτές μας δημιουργούν πρόβλημα, λόγω του ότι αναφέρουν, πως τα αντικείμενα που βρίσκονται στο μουσείο, δεν βρίσκονται στην κυριότητα του Δήμου. Δεν υπάρχει, δηλαδή, απόφαση, που να αποδεικνύει, ότι δόθηκαν με δωρεά αυτά τα αντικείμενα, είτε στην κυρία Ρώτα, είτε στον ίδιο το Δήμο. Δεν ελήφθη ποτέ από το Δήμο απόφαση, ώστε να εξασφαλίσει αυτά τα αντικείμενα και να φαίνεται και η πρόθεσή του”.

Δεδομένου, ότι η λειτουργία του Μουσείου αποτελεί σύνθετο πρόβλημα, από την κ. Μενδρινού, ζητήθηκε η γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης, κατόπιν της οποίας η Αντιδήμαρχος εξέφρασε την πρόθεση, ο Δήμος να λάβει απόφαση, μέσω του Δημοτικού Συμβουλίου, για τη σύσταση ενός “Μουσείου Έκθεσης Κυκλαδικών Αντιγράφων” (προτάθηκε η μη τήρηση της ονομασίας “Μουσείο Αντιγράφων Κυκλαδικής Τέχνης”, προκειμένου να αποφευχθεί οποιοδήποτε νομικό κώλυμα με το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης), έτσι ώστε η δομή να τελεί υπό την αιγίδα του Δήμου, ο οποίος θα έχει και την ευθύνη για τη λειτουργία του.

“Η ίδια απόφαση”, πρότεινε η Αντιδήμαρχος “να αναφέρει, ότι το μουσείο θα λειτουργήσει εντός του χώρου του Πνευματικού Κέντρου Ερμούπολης και σε αυτό θα εκτίθενται αντικείμενα ιδιοκτησίας του Δήμου, που με αυτό τον τρόπο, παίρνουμε, ουσιαστικά και την κυριότητα αυτών των εκθεμάτων, ώστε να είναι καλυμμένος και ο Δήμος”, ανέφερε επιπλέον, υπογραμμίζοντας, ότι τα αντίγραφα προήλθαν από τους ευεργέτες του μουσείου. “Όλα αυτά θα πρέπει να εξεταστούν και να φέρουμε μία υπεύθυνη εισήγηση πλέον στο Δημοτικό Συμβούλιο, αν θέλουμε να έχει αυτό το μουσείο μέλλον”.

Τέλος, η κ. Μενδρινού τόνισε, πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει η απαίτηση για άμεση λύση και θεμελίωση ενός θεσμού δεκαετιών του νησιού, εντός τριών μηνών από τον Σεπτέμβρη του 2016, ενώ υπήρξε χρόνια αδράνεια μέχρι στιγμής.

Μ. Ρώτα: “Το μουσείο να περάσει στα χέρια του Δήμου”

Εξηγώντας, πως και δική της βούληση είναι το μουσείο να λειτουργήσει υπό τη σκέπη του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης, η αρχαιολόγος κ. Ρώτα, μιλώντας στην “Κοινή Γνώμη” ανέσυρε αναμνήσεις από τη χρονική περίοδο, που το Μουσείο Αντιγράφων Κυκλαδικής Τέχνης έμπαινε στα “σκαριά”.

Όπως ανέφερε η κ. Ρώτα, σε μία επίσκεψη στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης των Αθηνών και παρατηρώντας τη δραστηριότητα σε μία εκ των αιθουσών του, βρέθηκε να παρακολουθεί το μάθημα μίας κατάλληλα εκπαιδευμένης αρχαιολόγου σε μικρά παιδιά του Δημοτικού, για τον Κυκλαδικό Πολιτισμό, κρατώντας, μάλιστα, ένα Συριανό ειδώλιο.

Από τη σκέψη της, όσον αφορά στη δημιουργία, με αφορμή την παραπάνω εμπειρία της, μίας αντίστοιχης δομής και στο νησί της Σύρου, που θα ενθάρρυνε τα παιδιά, ώστε να μάθουν για τον Κυκλαδικό Πολιτισμό, έως και την υλοποίησή της, καταλυτικό ρόλο, έπαιξε το ζεύγος Γιάννη και Ελένης Βάτη, οι οποίοι στήριξαν σε επίπεδο χρηματοδότησης την απαρχή της δομής, καθώς επίσης και της Ντόλλυς Γουλανδρή, ιδρύτριας του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, η οποία παρείχε τα εκθέματα, αλλά και τα μέσα εκπαίδευσης, τόσο της ίδιας, όσο και των υπολοίπων εργαζομένων στο μουσείο, προκειμένου να μπορούν να μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση τόσων χιλιάδων ετών στους μικρούς φίλους της ιστορίας.

Αυτή ήταν και η αρχή του θεσμού των Μικρών Ξεναγών, που από τότε, μέχρι και σήμερα έχει χαρίσει στο νησί πολλές στιγμές υπερηφάνειας, όταν τα συριανά παιδιά ξεναγούσαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προέδρους του Κοινοβουλίου, Υπουργούς, ακόμη και εκπροσώπους ξένων κρατών, επιδεικνύοντας αξιοσέβαστο επαγγελματισμό και βαθιά γνώση.

Η κ. Ρώτα τόνισε, πως αντιμετώπισε ιδιαίτερα χαρούμενη το γεγονός, ότι ο Δήμος, επιτέλους δείχνει τη θέληση να αναλάβει τη λειτουργία του μουσείου, υπενθυμίζοντας, πως τόσο το ζεύγος Βάτη, όσο και η Ντόλλυ Γουλανδρή, έκαναν τις δωρεές αυτές, με την πρόθεση το νησί να φτιάξει ένα μουσείο “κόσμημα”, που να τιμά την ιστορία του, που μετρά περισσότερα από 3.000 χρόνια, ενώ ανέφερε, πως και στη συνεχή επικοινωνία της ίδιας με την Αντιδημαρχία του Πολιτισμού, είχε μεταφέρει τη βούλησή της προς τους αρμόδιους.

Σημείωσε μάλιστα, πως, όταν διευθετηθεί η θεσμική υπόσταση του μουσείου, υπάρχει κατάλληλα εκπαιδευμένη υπάλληλος, προκειμένου να αναλάβει κατευθείαν τη λειτουργία του, ενώ παράλληλα, υπάρχουν ακόμη ευεργέτες, που θαυμάζουν το έργο του, οι οποίοι και έχουν εκφράσει την επιθυμία τους να βοηθήσουν.

“Αρχικά, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Δήμαρχο και ιδιαίτερα την Αντιδήμαρχο Πολιτισμού, κ. Θωμαή Μενδρινού, η οποία έχει ασχοληθεί πραγματικά σοβαρά με το θέμα. Θα ήταν πολύ μεγάλη μου χαρά, το μουσείο να περάσει στα «χέρια» του Δήμου και να λειτουργήσει υπό την αιγίδα του, συνεχίζοντας να έχει αυτή τη δραστηριότητα, που είχε επί 23 χρόνια μέχρι σήμερα. Διότι, ειλικρινά, έχει αφήσει παρακαταθήκη τα καλύτερα σχόλια στον εθνικό Τύπο, σε ξένες εφημερίδες, ενώ καλύτερη απόδειξη, είναι τα βιβλία με τα σχόλια των επισκεπτών, που, πραγματικά... δεν «παίζονται»”, τόνισε, σε ό,τι αφορά στο θεσμό των Μικρών Ξεναγών, που καθιερώθηκε στη Σύρο, και δεν είναι λίγες οι πόλεις, που έχουν αντιγράψει αυτή την πρωτοβουλία, ή ακόμη και σήμερα ενδιαφέρονται να ενημερωθούν, προκειμένου να την ξεκινήσουν.

Θα δεχτώ οτιδήποτε αποφασίσει ο Δήμος. Από κει και πέρα, μακάρι – το εύχομαι – να έρθει στην κυριότητά του και να τελεί υπό την προστασία του και φυσικά, όπως προείπα, με χορηγίες που μπορούν να εξασφαλιστούν από ευεργέτες, θα μπορούσε να συνεχίσει όλη αυτή τη δραστηριότητα”, επεσήμανε τέλος.

Με δεδομένο, ότι η “σφραγίδα” του μουσείου είναι για το νησί διαχρονική, ενώ το έργο του πολυσήμαντο, κυρίως για τη μόρφωση και εκπαίδευση των μικρών παιδιών, που αγαπούν τον Κυκλαδικό Πολιτισμό και κατ’ επέκταση για την ποιοτική προβολή των σημαντικότερων ιστορικών μνημείων της Σύρου, η νομική και θεσμική εξασφάλιση του μουσείου, υπό τον Δήμο Σύρου – Ερμούπολης, κρίνεται ως η επωφελέστερη λύση, προκειμένου μέσω των ανθρώπων που “έχτισαν” και “έθρεψαν” αυτή την πρωτοβουλία, αλλά και όσων νέων έχουν τη θέληση να συμμετάσχουν στο εγχείρημα, να συνεχιστεί η προσφορά στον πολιτισμό, για τον οποίο τόσο περήφανη είναι η πρωτεύουσα των Κυκλάδων.