«Παραμονή Χριστούγεννα» στο Αϊβαλί

Αφιερωμένο το άρθρο στον «Σύλλογο ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΕΡΜΟΥΠΟΛΗΣ ΣΥΡΟΥ
  • Πέμπτη, 22 Δεκεμβρίου, 2016 - 06:22
  • /   Eνημέρωση: 22 Δεκ. 2016 - 7:28

Ο Φώτης Κόντογλου, ένας σπουδαίος πεζογράφος και λάτρης της Παπαδιαμαντικής παράδοσης, έζησε τα παιδικά του χρόνια στο μετόχι της Αγίας Παρασκευής, έξω από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Το πνευματικό περιβάλλον της περιοχής, η ορθοδοξία, η φύση και τα περιπετειώδη αναγνώσματα, προσδιόρισαν τα παιδικά του βιώματα και εξέθρεψαν την παιδική του φαντασία. Θαύμασε πολύ τον Παπαδιαμάντη και οι ιστορίες που συγκέντρωσε στη συλλογή «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου» (1962) θεωρούνται ότι τον αντιγράφουν. Έχει γράψει νοσταλγικές αφηγήσεις που βασίζονται στις παιδικές του αναμνήσεις από την πατρίδα του.

Στο διήγημα «Παραμονή Χριστούγεννα» στο Αϊβαλί, τις Ελληνικές Κυδωνίες, γράφει για δυο καφενεία που ήταν αντικριστά: το φτωχικό του μπάρμπα – Γιαννακού, σκοτεινό, χωρίς θέρμανση και με πελατεία γερόντων και το πλούσιο του Ασημένιου, με το ζεστό περιβάλλον και τη ζωηρή κίνηση. Και φυσικά αναφέρεται στα κάλαντα που ψάλλουν τα παιδιά φέρνοντας το μήνυμα σε πλούσιους και φτωχούς. Χαριτωμένη είναι και η γλώσσα της εποχής: «…Κρύο τάντανο έκανε παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας εάν να’ τανε κρύα φωτιά κ’ έγαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μάγουλα στο ταρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ’ όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινοβγαίνει και ψούνιζε απ’ το να το μαγαζί έβγαινε, στ’ άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια με χαρές. Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε. Ο καφενές τ’ Ασημένιου είχε μεγάλη και χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δυο σόμπες και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ’ όξω έβλεπες σαν ίσκιους του ανθρώπους….κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυρέοι. Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Αλλά μπαίνανε, αλλά βγαίνανε. Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες….Αντίκρυ στον μεγάλο καφενέ τ’ Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα…κι ένα μικρό καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ’ όλη την πολιτεία, μια ποντικότρυπα. Ενώ ο μεγάλος καφενές φεγγολογούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη, η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα, μια λάμπα τσιμπλιασμένη, μια άναβε, μια έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η φιτιλήθρα ήτανε στραβοβιδωμένη και τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή, του μπάρμπα-Γιαννακού του Χατζή…Η πελατεία ήτανε συνέχεια με το καφενείο. Όλοι – όλοι ήτανε πέντε – έξι γέροι σκεβρωμένοι, με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε αγκίστρι…Να, αυτή ήτανε η πελατεία. Ο βοριάς έμπαινε μέσα με την τρούμπα και στριφογύριζε τη λάμπα που κρεμότανε από το ταβάνι κι αναβόσβηνε. Ο φουκαράς ο καφετζής, για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε από το τεζάκι ίσαμε την πόρτα…έσφιγγε απάνω του την παλιοπατατούκα του κι έλεγε: «Εεεεχ! Μωρέ ζεστό είναι το καφεδάκι μας!...» Απ’ όξω από τον καφενέ περνούσε ο κόσμος βιαστικός, με γέλια και με χαρές. Από δω κι από κει ακουγότανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά. Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους υποδεχόντανε τους ψαλτάδες και κεινοι αρχίζανε καλόφωνοι: «Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας. Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…

Κάλαντα στο Αϊβαλί

Τα παιδιά τελειώνανε τα κάλαντα με τούτα τα λόγια:

«Ιδού όπου σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,

του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.

Και σας καλονυχτίζομεν, πέσετε κοιμηθήτε,

ολίγον ύπνον πάρετε και πάλι σηκωθείτε.

Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε,

στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπήτε.

Ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν

και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.

Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,

ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλετε το φαγητό σας.

Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθήτε, ευφρανθήτε,

Δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερήται.

δότε κι εμάς τον κόπον μας, ότι είναι ο ορισμός σας,

και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Και εις έτη πολλά.

Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, τα παιδιά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από την κουρβαντά τον νοικοκύρη κι από τη νοικοκυρά λογιών – λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σε μια καλαθιέρα.

Αβραμιαία πράγματα! Όλα γινότανε όπως τα’ λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ως που αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησίες της χώρας. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες τις ευρωπαϊκές, που θαρρείς πως είναι ντενεκέδες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε στην εκκλησία.

Σαν τέλειωνε η Λειτουργία, γυρίζανε σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα με άσπρα τραπεζομάντηλα, κι είχανε απάνω ότι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε από όλα στους φτωχούς.

Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε», «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει», «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον». Αφού ευραινόντανε απ’ όλα πλαγιάζανε αξέγνοιαστοι, σαν τ’ αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χρσιτός εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας…

Υ. Γ: Η φωτογραφία είναι εικονογράφηση του Γιώργου Κόρδη για το διήγημα του Φ. Κόντογλου (Αθήνα 1994) με τα λόγια: «Δότε κ’ εμάς τον κόπον μας ο, τ’ είναι ορισμός σας και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας

Ετικέτες: