Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σύρου (SIFF) αναθεωρεί και υπόσχεται μια ευρύτερη κινηματογραφική εμπειρία

«Δεν το κουνάμε από τη Σύρο»

Συνέντευξη των δημιουργών του, Κασσάνδρας Σελεστίν και Τζέικομπ Μόε

Με ανανεωμένη δομή και διαφορετικό σημείο εστίασης, το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σύρου επιστρέφει σε λίγες ημέρες στο «σπίτι» του, δίνοντας την ευκαιρία στους σινεφίλ κατοίκους και επισκέπτες του νησιού να δουν, να απολαύσουν και να «αναθεωρήσουν».

Φέτος, το φεστιβάλ γίνεται μια νέα ιδέα. Δεν έχει πια διαγωνιστικό χαρακτήρα, ούτε την προσοχή του στραμμένη στη βιομηχανία και τους ρυθμούς της. Το φετινό πρόγραμμα διατρέχει  σταθερά η ιδέα μιας ευρύτερης κινηματογραφικής εμπειρίας. Καθώς η επιλογή ταινιών δεν στοχεύει στις επαναλαμβανόμενες κινήσεις εισόδου κι εξόδου από την πραγματικότητα, θα καταφέρει να ενταχθεί στο πλαίσιο μιας ευρύτερης «εκκρεμότητας» που δεν θα διακρίνει ρητά τις ταινίες σε δράσεις σε μεμονωμένους σκοτεινούς χώρους, αλλά απεναντίας θα ενθαρρύνει τους διαφορετικούς ρυθμούς και οπτικές και τα επιμέρους στοιχεία να αιωρούνται, να περιπλανιούνται και να μπλέκονται μεταξύ τους.

Άνοιγμα σε μια κοινωνία που αλλάζει

Το 4ο SIFF φέτος «αναθεωρεί». Εν μέσω του φεστιβάλ που αλλάζει, η ομάδα εστιάζει στην πιο παράξενη ιδιότητα του κινηματογράφου, αυτή της ικανότητας να αποκαλύπτει νέες μορφές από ένα κινηματογραφικό στριπ που ξαναμπαίνει σε κίνηση – να βλέπει κάτι νέο, ξανακοιτώντας. Η διερώτηση του τι σημαίνει αναθεώρηση στον κινηματογράφο οδήγησε την ομάδα σε πολλά νέα μέρη, από τη διασταύρωση ανάμεσα στα διάφορα είδη και την αργή κίνηση της κάμερας που παρουσιάζει την κίνηση ενώπιον της επιστήμης, μέχρι και προσωπικά πρότζεκτ που επιχειρούν το άνοιγμα σε μια κοινωνία που αλλάζει.

Δεν υπάρχει κοινό πεδίο ορισμού της αναθεώρησης και τα αποτελέσματα είναι ποικίλα, ριζοσπαστικά, ακόμα και αντιφατικά. Αλλά και πάλι, αν υπάρχει κάποιος συνδετικός ιστός, αυτός είναι η προσήλωσή στο τι μπορούν να κάνουν οι ταινίες: να μας οδηγούν στο σκοτάδι, να τρεμοπαίζουν στο πίσω μέρος του ματιού και να μας επιτρέπουν να δούμε με τρόπο που δεν ξέραμε ποτέ πως θα μπορούσαμε.

Λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Σύρο, οι δημιουργοί του Κασσάνδρα Σελεστίν και ο Τζέικομπ Μόε, μίλησαν στην «Κοινή Γνώμη» τόσο για το πρόγραμμα της φετινής διοργάνωσης, όσο και για όλα αυτά που έχουν «κερδίσει» προσωπικά στα τέσσερα χρόνια ζωής του φεστιβάλ.

«Η Σύρος διαθέτει ένα ζωντανό και ενεργό κοινό»

«Το σημαντικότερο είναι ότι «κερδίσαμε» το στοίχημα που είχαμε βάλει με τον εαυτό μας» σημείωσε η Κασσάνδρα Σελεστίν. «Η Σύρος πέρα από το animasyros, δεν είχε κάποιο άλλο φεστιβάλ κινηματογράφου, ο οποίος είναι ένα σημαντικό μέσο στον σύγχρονο κόσμο. Πήραμε το ρίσκο να δημιουργήσουμε κάτι νέο από το μηδέν και είδαμε με μεγάλη χαρά τον κόσμο να το αγκαλιάζει». Σημείωσε μάλιστα πως το νησί διαθέτει ένα ζωντανό κοινό το οποίο όχι μόνο θα κάνει τις παρατηρήσεις του, αλλά θα μιλήσει με τους δημιουργούς και θα εκφράσει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του γι’ αυτό που παρακολουθεί. «Μας αρέσει να μαθαίνουμε τις αντιδράσεις τους από κοντά. Η αλήθεια είναι, ότι για πολλούς, οι ταινίες που προβάλλουμε, είναι κάτι που δεν έχουν ξαναδεί και δεν θα τις έψαχναν μόνοι τους. Οπότε, εύλογα τους γεννιούνται αρκετά ερωτηματικά» εξηγεί η Κασσάνδρα.

Αναφερόμενη στο είδος των ταινιών που περιλαμβάνονται στο φετινό πρόγραμμα, καθιστά γνωστό ότι οι σινεφίλ ταινίες θα προβάλλονται καθημερινά από τις 2 το μεσημέρι έως τις 6 το απόγευμα στον χειμερινό κινηματογράφο, ενώ οι βραδινές προβολές θα απευθύνονται σε ένα πιο ευρύ κοινό.

«Αυτό δε σημαίνει ότι οι βραδινές ταινίες δεν έχουν ανάλογη βαρύτητα, απλά προσπαθήσαμε να βρούμε μία λύση, ώστε το πρόγραμμα να διαφοροποιηθεί από τις προηγούμενες χρονιές», διευκρίνισε.

«Το φεστιβάλ πρέπει να είναι στη Σύρο»

Στην ερώτηση αν το SIFF θα μπορούσε κάποια στιγμή να πει «αντίο» και να «αγκυροβολήσει» σε άλλο λιμάνι, οι δημιουργοί του φεστιβάλ είναι κατηγορηματικοί. «Όχι. Πάντοτε θα είναι στη Σύρο. Πρέπει να είναι στη Σύρο.  Είμαστε πολύ ευχαριστημένοι από την υποστήριξη που έχουμε από όλους στη Σύρο. Από τα μικρά μαγαζιά, μέχρι το Δήμο, την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου. Νομίζω ότι ταιριάζουμε καλύτερα με το κοινό της Σύρου, απ’ ότι ας πούμε με το κοινό κάποιας άλλης πόλης, ή κάποιου άλλου νησιού. Το φεστιβάλ μας δεν θα είχε τόση επιτυχία σε ένα άλλο μέρος, διότι δεν απευθύνεται μόνο στους τουρίστες, αλλά και στους κατοίκους, οι οποίοι έχουν μια πολιτιστική παιδεία», υπογράμμισε η Κασσάνδρα.

Ανάλογη ήταν και η απάντηση του Τζέικομπ, ο οποίος ξεστόμισε ένα μεγάλο και βροντερό «ΟΧΙ». «Μας έχουν ρωτήσει αν θα κάνουμε κάποια προγράμματα της Σύρου και σε άλλα νησιά, κάτι που θα ήταν ωραίο ως ιδέα, αλλά το φεστιβάλ έχει μια συγκεκριμένη δομή. Είναι βασισμένο στη Σύρο, στους τόπους και στην ιστορία του νησιού. Ο ταρσανάς, η περιοχή της Ντελαγκράτσιας, η οποία είναι ακόμη μία πτυχή του νησιού που προσπαθούμε να αναδείξουμε, αποτελούν πλέον κομμάτια του Φεστιβάλ. Επίσης, ανακαλύπτουμε συνεχώς μέρη που υπήρχαν θερινά σινεμά, όπως στο Φοίνικα. Μέρη που έχουν πίσω τους μια ιστορία. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε το φεστιβάλ, χωρίς να σκεφτούμε τη Σύρο, αλλά και την κοινωνία που μας βοηθάει. Δημοσιογράφοι, επιχειρήσεις, Δήμος, Περιφέρεια, όλοι έχουν καταλάβει τι προσπαθούμε να προσφέρουμε εδώ και τέσσερα χρόνια, οπότε θα μείνουμε μαζί».

Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως αποσπάσματα των προγραμμάτων και των ταινιών του SIFF έχουν προβληθεί τόσο στην Τήνο, όσο και στην Αθήνα, ενώ η εναρκτήρια εκδήλωση της περσινής διοργάνωσης, με το αφιέρωμα στον βωβό κινηματογράφο, ταξίδεψε σε πέντε πόλεις της Βραζιλίας.

Η εξερεύνηση συνεχίζεται

Όπως δηλώνει, η εξερεύνηση δεν σταματά ποτέ. «Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να συνεχίζουμε να εξερευνούμε το νησί, τους τόπους που προσφέρει, και να δείχνουμε μία πάρα πολύ ευρεία γκάμα ταινιών από τον ελληνικό και τον διεθνή κινηματογράφο. Να μπορούμε να προσφέρουμε προγράμματα πειραματικά, τα οποία δεν προβάλλονται αλλού, να είναι μοναδικά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο». Προσθέτει μάλιστα πως το κοινό του φεστιβάλ είναι μια κοινωνία που συνεχίζει να μεγαλώνει». «Θα συνεχίσουμε να εξερευνούμε μοναδικούς τόπους και μοναδικές ταινίες, απ’ όλο τον κόσμο και απ’ την Ελλάδα, με τρόπους επιμέλειας πειραματικούς, αλλά και πολύ προσβάσιμους».