Συνέντευξη του διεθνούς φήμης συνθέτη, πιανίστα και ερμηνευτή Στέφανου Κορκολή

“Ο Θεός είχε κέφια όταν έφτιαξε την Ερμούπολη”

Είναι συγκινητικό να συναντάς ανθρώπους που αποτέλεσαν «σταθμούς» της παιδικής ή εφηβικής σου ηλικίας, ακόμα κι αν οι ίδιοι το αγνοούσαν. Είναι χαρά να μιλάς με εκείνους που συντρόφευσαν μέσα από το έργο τους τα πρώτα σου σκιρτήματα, δίνοντας μορφή στα όνειρα και τις επιθυμίες σου. Είναι τύχη να γνωρίζεις σημαντικούς καλλιτέχνες και δημιουργούς που αναγνωρίστηκαν και καταξιώθηκαν διεθνώς, όταν κατείχαν ήδη μία θέση στη δική σου καρδιά. Κι ο Στέφανος Κορκολής είναι ένας από αυτούς τους ανθρώπους. 

Η σκηνή του ιστορικού Θεάτρου Απόλλων στην Ερμούπολη φιλοξένησε για δύο βραδιές τον διεθνούς φήμης συνθέτη και τραγουδοποιό Στέφανο Κορκολή σε έργα του αξεπέραστου Έλληνα μουσουργού Μίκη Θεοδωράκη. Το φιλόμουσο κοινό της πρωτεύουσας των Κυκλάδων είχε την ευκαιρία να απολαύσει μέσα από τα πλήκτρα του αγαπημένου πιανίστα κλασικά έργα, μεταφορές – διασκευές ορχηστρικών έργων και λυρικά τραγούδια, μέσα από τη φωνή της ταλαντούχας ερμηνεύτριας Σοφίας Μανουσάκη.

Τη συναυλία διοργάνωσε ο νεοσύστατος Σύλλογος Φίλων του Νοσοκομείου Σύρου «ΠΡΟΣΒΑΣΗ» με στόχο την οικονομική στήριξη του έργου και των δομών αυτού του βασικού πυλώνα που διασφαλίζει το πολυτιμότερο αγαθό, την υγεία μας. 

Αρωγοί στην προσπάθεια αυτή στάθηκαν οι επικεφαλής των δύο εκκλησιών, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σύρου κ. Δωρόθεος Β’ και ο Καθολικός Επίσκοπος Σύρου Σεβ. π. Πέτρος Στεφάνου, που ανταποκρίθηκαν άμεσα στο κάλεσμα του Συλλόγου καλύπτοντας μεγάλο μέρος των εξόδων της εκδήλωσης.

Στην παράσταση συμμετείχε σε τέσσερα τραγούδια η χορωδία του Μουσικού Ομίλου Σύρου, υπό τη διεύθυνση της μαέστρου, Alice Labarche.

Με αφορμή το μουσικό αυτό διήμερο στη Σύρο, ο Στέφανος Κορκολής, «ιδανικός ερμηνευτής και πρεσβευτής της μουσικής» του Θεοδωράκη, όπως ο ίδιος τον έχει «βαφτίσει», μίλησε στην «Κοινή Γνώμη» για το μεγάλο κεφάλαιο της Ελληνικής μουσικής και ιστορίας που ονομάζεται «Μίκης Θεοδωράκης», το ευχάριστο διάλειμμα των 90s από την ενασχόλησή του με την κλασική μουσική, αλλά και για την επιλογή των συνεργασιών του. 

Κατά τη διάρκεια των συναυλιών σας στο Θέατρο Απόλλων, αναφερθήκατε επανειλημμένα στο θερμό χειροκρότημα του Συριανού κοινού, που είχε τη χαρά να σας απολαύσει για πρώτη φορά ζωντανά. Τι είναι αυτό που θα φυλάξετε στην καρδιά σας από την επαφή σας μαζί του;

“Η εμφάνισή μου στο συγκεκριμένο θέατρο ήταν ένα μεγάλο απωθημένο. Έχω γυρίσει σχεδόν όλον τον κόσμο. Αυτή την ομορφιά και αυτή τη γλυκύτητα, πέρα από το γεγονός ότι είναι ένα αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα, δεν την έχω ξανασυναντήσει σε άλλο θέατρο. Από την άλλη, επειδή έχω πολλούς φίλους που κατάγονται από τη Σύρο, γνωρίζω το πολιτιστικό επίπεδο του κόσμου. Γνωρίζω πάρα πολύ καλά πόσο αγαπούν την πραγματική τέχνη, πόσο αγαπούν την κλασική μουσική και δεν είχε τύχει ποτέ να επισκεφτώ το νησί ως σολίστ και ως μουσικός. Ήρθαν έτσι τα πράγματα και βρέθηκα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ερμηνεύοντας Μίκη Θεοδωράκη. Ο Μίκης Θεοδωράκης με έχει τιμήσει πέραν του δέοντος. Με έχει ονομάσει «πρεσβευτή της μουσικής του σε Ελλάδα και εξωτερικό».  Έχει πει ότι είμαι η συνέχεια του έργου του. Τι πιο ωραίο λοιπόν από το να έρθω για πρώτη φορά στο Θέατρο Απόλλων, παίζοντας Μίκη Θεοδωράκη για τον κόσμο της Σύρου; Η επαφή μου μαζί του ήταν συγκλονιστική. Οι συναυλίες είχαν συγκεκριμένη ώρα έναρξης, αλλά όχι ώρα φινάλε. Το κοινό δεν έφευγε, ήθελε κι άλλο. Για μας είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι ο κόσμος αποδέχεται αυτό που κάνεις με τόση αγάπη και συνάμα, τόσο σεβασμό. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην του δώσεις κάτι παραπάνω. Είμαστε ικανοί να καθίσουμε μέχρι το πρωί να παίζουμε. Σκοπός μας ήταν αυτό το διήμερο να χαραχτεί στις ψυχές όλων των ανθρώπων που ήρθαν να μας παρακολουθήσουν”.

Το καλοκαίρι του 2011, το κοινό της Σύρου είχα τη χαρά να απολαύσει στον κινηματογράφο το ντοκιμαντέρ του Αστέρη Κούτουλα «Ανακυκλώνοντας τη Μήδεια», παρουσία του ίδιου του κ. Θεοδωράκη. Γνωρίζουμε ότι η ταινία αυτή ήταν η αφορμή για να βρεθείτε με τον κ. Θεοδωράκη σε προσωπικό επίπεδο και να ξεκινήσει για εσάς ένας καινούριος κόσμος.

“Πράγματι, στην επίσημη πρεμιέρα της ταινίας στην Αθήνα με παρακάλεσε ο σκηνοθέτης και με παρότρυνε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης να κάνω ένα μουσικό ημίωρο πρόλογο, πριν από την προβολή. Εγώ δεν το κρύβω και το ξέρει και ο ίδιος ο Μίκης, δεν γνώριζα το συμφωνικό του έργο, το οποίο -θεωρώ- ότι είναι εφάμιλλο των μεγάλων κλασικών συνθετών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Dimitri Shostakovich, αυτός ο μέγας Ρώσος συνθέτης είχε βραβεύσει τον νεαρό τότε Μίκη Θεοδωράκη με το μετάλλιο μουσικής ιδιοφυΐας. Εγώ, από τη στιγμή που ανακάλυψα αυτό το έργο του, τάχτηκα στο να το διαδώσω όσο μπορώ παραπάνω. Πλέον, το 70% της μουσικής πορείας μου αφορά στον Μίκη Θεοδωράκη και μαζί με τη Σοφία (Μανουσάκη), μέσα σε έναν χρόνο έχουμε πάει σε πάνω από 25 πόλεις σε Ελλάδα και εξωτερικό και συνεχίζουμε ακάθεκτοι να διαδίδουμε αυτό το κομμάτι του Μίκη και φυσικά τα τραγούδια, τα οποία έχω συμπεριλάβει με πολλή αγάπη και σεβασμό και τα έχω διαφοροποιήσει με την έννοια ότι τα παρουσιάζω στην κλασική φόρμα τους. Κάτι για το οποίο ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης με τίμησε σε ένα κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα. Ειδικότερα, ανέφερε ότι είναι ένα καινούριο ξεκίνημα για τη μουσική του και το οφείλει σε μένα. Αυτό νομίζω ότι είναι το ωραιότερο βραβείο που έχω λάβει ποτέ στη ζωή μου. Το δεύτερο συγκινητικό, είναι ότι είχα την τύχη πριν από δύο χρόνια να γνωρίσω αυτό το φαινόμενο, που ακούει στο όνομα Σοφία Μανουσάκη. Και δεν το λέω εγώ, το έχει πει η Μαρία Φαραντούρη και ο Μίκης Θεοδωράκης, που την αποκάλεσε αποκάλυψη μεγατόνων. Πρόκειται για ένα νεότατο κορίτσι, το οποίο με τη σοβαρότητα που τη διακρίνει και τη μαγεία της φωνής που της χάρισε η φύση, αποτελεί την ιδανική παρτενέρ μου, ώστε να μπορέσω να προβάλω αυτό το μεγαλειώδες έργο του Μίκη Θεοδωράκη”.

Το κοινό τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό γνωρίζει το κεφάλαιο «Μίκης Θεοδωράκης»; 

“Ο κόσμος γνωρίζει όλα του τα τραγούδια, σίγουρα δεν γνωρίζει το συμφωνικό, το κλασικό του έργο, το οποίο φροντίζω εγώ, όποτε μου δίνεται η δυνατότητα, να το προβάλω όσο το δυνατόν περισσότερο. Και η αποδοχή από τον κόσμο είναι συγκλονιστική, ακόμα και σε μέρη ή  χώρους όπου δεν υπάρχει η κατάλληλη μουσική υποδομή. Είναι όμως ιδιαίτερα συγκινητικό το ότι το κοινό, ακόμα κι αν δεν κατέχει ένα διαφορετικό μουσικό είδος, πιο περίεργο, δύσκολο, το εισπράττει με μια αγάπη και με μια έκπληξη”. 

Στο πλαίσιο των εμφανίσεών σας στη Σύρο, συνεργαστείτε και με έναν από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς συλλόγους του νησιού.

Ο Μουσικός Όμιλος για μένα ήταν μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις. Όχι ότι δεν το περίμενα, αλλά ήταν κάτι μαγικό. Πάντα θέλω να έχω κοντά μου στις συναυλίες μία χορωδία τοπική ή ένα μουσικό σχολείο, να μοιραζόμαστε όλοι μαζί αυτό το μεγαλείο του Θεοδωράκη. Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις, όπως εδώ στη Σύρο που ακούς αυτές τις φωνές και πραγματικά είναι ένα ονειρεμένο αποτέλεσμα”.

Πέρα από το κοινό που είναι διαχρονικά πιστό στο συγκεκριμένο είδος, η μουσική του Θεοδωράκη βρίσκει αντίκρισμα στις νεότερες γενιές, που ενδεχομένως να μην γνωρίζουν εις βάρος το έργο του;

“Στη Σύρο, το κοινό των συναυλιών ήταν  μοιρασμένο. Το 50% ήταν μέσης ηλικίας και  το υπόλοιπο 50% νέοι άνθρωποι. Αυτό είναι το ενδιαφέρον, ότι όσοι δεν γνωρίζουν το έργο του Θεοδωράκη, μαθαίνουν. Κι έχουμε πάρα πολλούς νέους ανθρώπους γιατί η μουσική δεν απευθύνεται ηλικιακά κάπου, απευθύνεται σε ψυχές. Όλες οι ψυχές οφείλουν να είναι παιδικές. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη μιλάει κατευθείαν στην καρδιά. Δεν έχει να κάνει αν ο άλλος είναι 18 ή 108 ετών. Εξαλείφονται οι νόμοι του χρόνου. Δεν ακουμπάει ο χρόνος σε αυτό που λέγεται τέχνη και σε αυτό που λέγεται μουσική. Και το διαχρονικό είναι αυτό που περνάει από γενιά σε γενιά. Αρκεί να υπάρχουν κατάλληλοι άνθρωποι να το διαδίδουν”. 

Παίζει ρόλο το κατά πόσο είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε κάποια ερεθίσματα;

“Εσείς στη Σύρο είστε πάρα πολύ έτοιμοι. Όμως και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας που δεν υπάρχει αυτό το υπόβαθρο, οι άνθρωποι είναι ανοιχτοί στο να δεχτούν το καινούριο και στη συνέχεια γίνονται από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του”. 

Η γενιά των 90s, η δική μου γενιά, σας γνώρισε και σας αγάπησε μέσα από την προσωπική σας δισκογραφία. Ωστόσο, το 1998, κάνατε μία στροφή 180 μοιρών και αφήσατε πίσω σας αυτό το κομμάτι. 

“Άρχισα με την κλασική μουσική. Τα πέντε χρόνια κατά τα οποία ερμήνευα τα δικά μου τραγούδια, ήταν ένα μουσικό διάλειμμα που το είχε ανάγκη ο εαυτός μου. Φυσικά, ποτέ δεν περίμενα ότι θα γινόταν αυτός ο πανζουρλισμός, δηλαδή γεμάτα στάδια, ιστορίες κλπ. Αλλά αυτό το έκοψα μόνος μου. Το έκοψα πάνω στο πικ, γιατί δε μου άρεσε άλλο, δεν με εξέφραζε πια. Με είχε κουράσει και το 1998 σταμάτησα να το κάνω. Ουσιαστικά ξεκίνησα το '91-'92 και είπα το “στοπ” το 1998. Τότε,  έφυγα στο εξωτερικό και έκανα έναν ορχηστρικό δίσκο, το “First Touch”, ο οποίος έγινε πλατινένιος σε 18-20 χώρες στον κόσμο, και απλά ήταν το διαβατήριο για να φύγω στο εξωτερικό και να μπορέσω πλέον να αρχίσω να γνωστοποιώ τη μουσική μου και σε άλλους λαούς”. 

Το κοινό εκείνης της εποχής σας ακολούθησε στην μετέπειτα πορεία σας;

“Το επιλεγμένο κοινό, ναι. Όταν γίνεσαι της μόδας, κάποια στιγμή φεύγεις από αυτή.  Ευτυχώς για μένα, υπήρχε ένας πυρήνας κόσμου, ο οποίος ακολούθησε και συνεχίζει και ακολουθεί αυτό το οποίο κάνω. Και αυτό, είναι το κοινό που εμένα με ενδιαφέρει να στοχεύω. Το να γίνεις ξαφνικά της μόδας, μου είναι παντελώς αδιάφορο. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Ένα διαφημιστικό το οποίο έπαιξε πριν λίγο καιρό και αφορά σε μια μπύρα, είχε μέσα ένα κομμάτι που είχα γράψει για τον Δημήτρη Μητροπάνο πριν από 11 χρόνια.  Αυτή τη στιγμή, το συγκεκριμένο κομμάτι είναι Νο.1 παντού και Νο.5 στο Shazam. Είναι δηλαδή αδιανόητο ένα ελληνικό τραγούδι να είναι στο Νο.5 σε έναν παγκόσμιο τόπο. Αυτό το τραγούδι δεν ακούστηκε ποτέ. Τώρα ήρθε η συγκυρία έτσι και είναι Νο.1. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, βλέπεις ότι όλα έχουν το δικό της timing. Οι άνθρωποι που με ακολουθούν και σαν τραγουδοποιό και σαν συνθέτη είναι αυτοί που με ενδιαφέρουν. Ωστόσο, κάποια τραγούδια εκείνης της περιόδου, όπως το “Σκόνη και Θρύψαλα”  ή τους “Πέντε ανέμους”, τα λέω ακόμη. Αυτό για μένα είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση ότι και κάποια δικά μου τραγούδια, κάποιες δικές μου μουσικές έχουν περάσει τις εξετάσεις του χρόνου και έχουν παραμείνει”.

Σήμερα, θυμάστε καθόλου αυτό το μουσικό διάλειμμα;

“Το θυμάμαι ομιχλώδες, με την έννοια ότι ήταν τόσο έντονο. Το να παίζεις σε ένα Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας με 25.000 κόσμο από το πουθενά, είναι λίγο τρομακτικό. Δεν ήμουν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο και μάλιστα αυτό με έκλεισε στον εαυτό μου. Μπήκα σε ένα star system, το οποίο δεν ήθελα. Όλο αυτό το πράγμα, είχε πάρει τη μορφή μιας χιονοστιβάδας  με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να πω «όπα, φτάνει, τελείωσα». Βέβαια, δεν το πετάω, ούτε το ξεγράφω από την καρδιά μου. Το ευχαριστήθηκα μέχρι εκεί που μπόρεσα εγώ να το ανεχτώ και από κει και πέρα, συνέχισα. Τώρα από όλο αυτό το κοινό το ότι παρέμεινε ένα 20-30%, το οποίο ακόμη με ακολουθεί, για μένα είναι μεγάλη υπόθεση. Με αυτό πορεύομαι”.

Όλα αυτά τα χρόνια, έχετε συνεργαστεί με πάρα πολλούς καλλιτέχνες. Κατά πόσο οι συνεργασίες αυτές ήταν αποκλειστικά δική σας επιλογή; 

“Πάντα για να γράψω σε κάποιον καλλιτέχνη, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, πρέπει να μου πηγαίνει σαν άνθρωπος. Είναι σαν να δίνεις το παιδί σου, γιατί μην ξεχνάμε, ότι κάθε τραγούδι και κάθε μουσική, είναι μια γέννα, ένα παιδί δικό σου. Δε μπορείς να το δώσεις στα χέρια κάποιου ανθρώπου που δεν το αξίζει ως χαρακτήρας. Συνεργασίες, όπως αυτές με τον αείμνηστο Δημήτρη Μητροπάνο, την Άλκηστη Πρωτοψάλτη  και τη Δήμητρα Γαλάνη, κράτησαν. Έχω συνεργαστεί επίσης με ανθρώπους, από διαφορετικούς πιθανόν χώρους, παρότι δεν μου αρέσει να βάζω ταμπέλες στη μουσική. Ένας εξ' αυτών, είναι ο Αντώνης Ρέμος, με τον οποίο είμαστε φίλοι. Του έχω γράψει τραγούδια και χαίρομαι, γιατί τα έχει πει πολύ ωραία. Τον έχω καλέσει σε παράσταση δική μου στο Ηρώδειο και έχει ερμηνεύσει τραγούδια. Δεν μπορώ να βάλω ταμπέλες σε κάποιον καλλιτέχνη επειδή ίσως να υπηρετεί ένα είδος πιο νυχτερινό. Αν η φωνή και ο άνθρωπος μου κάνουν, φυσικά και θα δώσω τραγούδια. Είμαι ανοιχτός πάντα να δίνω τραγούδια. Τώρα βέβαια αυτή την περίοδο ασχολούμαι με την περίπτωση της Σοφίας Μανουσάκη. Έχω ρίξει όλο μου το βάρος εκεί και σαν τραγουδοποιός αλά και σαν σολίστ, ερμηνεύοντας τα έργα του Μίκη και νομίζω πως αυτό δεν μου αφήνει πάρα πολλά χρονικά περιθώρια να ασχοληθώ ιδιαίτερα με κάτι άλλο. Ένα ακόμη παράδειγμα είναι ο Μανώλης Μητσιάς, με τον οποίο δεν είμαστε φίλοι, αλλά έχουμε γνωριστεί και μας έχει δέσει μια πολύ ωραία στιγμή. Τώρα υπάρχει περίπτωση να γράψω για εκείνον. Έχω γράψει για τον Γιώργο Νταλάρη, τον Μάριο Φραγκούλη, για πάρα πολλούς ανθρώπους με τους οποίους μας συνδέει κάτι τρυφερό και όμορφο. Αλλά, έτσι να μου έρθει η παραγγελία «γράψε για τον τάδε, επειδή πουλάει», όχι δεν θα το κάνω. Δεν γίνεται”...

Παρόλα αυτά, η υπογραφή ενός σπουδαίου δημιουργού είναι ένα δέλεαρ για να εξετάσεις με διαφορετική ματιά έναν καλλιτέχνη που έχεις συνηθίσει σε κάποιο άλλο είδος. Στο παρελθόν έχουμε δει συνεργασίες κατόπιν κάποιας “παραγγελιάς”.

“Τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση δεν θα το δεις αυτό. Δηλαδή, κάτι είδα ή κάτι διέκρινα, το οποίο μου προκάλεσε τη διάθεση να γράψω για συγκεκριμένα πρόσωπα. Γιατί έχω αρνηθεί και πολλές φορές σε καλλιτέχνες, οι οποίοι και πουλάνε πάρα πολλούς δίσκους και είναι πάρα πολύ της μόδας. Έχω αρνηθεί, αφενός γιατί δεν μου αρέσει η φωνή τους (είναι και θέμα γούστου), είτε γιατί δεν μου αρέσει η στάση ζωής τους. Παίζουν όλα ρόλο. Το τραγούδι το γράφω μόνο και μόνο για να μπορώ να βγάζω κι εγώ την ψυχή μου παραέξω. Δεν είναι επάγγελμα βιοποριστικό. Εγώ αυτή τη στιγμή ζω μέσα στην κρίση, όπως όλοι μας. Τουλάχιστον εγώ κάνω μια δουλειά, που είναι ουσιαστικά η ψυχή μου ολόκληρη και πορεύομαι με τις λίγες συναυλίες. Βοηθάω όποτε μπορώ, μην ξεχνάμε ότι και οι συναυλίες της Σύρου είχαν έναν πάρα πολύ σημαντικό, φιλανθρωπικό σκοπό για το Νοσοκομείο του νησιού. Από κει και πέρα, εύχομαι να είμαι γερός, για να μπορώ να παίζω και να δίνω μέσω της δουλειάς μου, έστω και το παραμικρό χαμόγελο που μπορώ να προσφέρω στον κόσμο σε αυτή την τραγική για τη χώρα περίοδο”.

Η πρώτη αυτή επαφή σας με το κοινό της Σύρου, ανοίγει το δρόμο για περισσότερες μουσικές “εκπλήξεις” στο νησί;

“Εγώ θα το ήθελα πάρα πολύ. Πραγματικά έχω καταγοητευτεί από τον κόσμο, από την ίδια την πόλη. Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο, σπάνια βλέπεις τέτοιες ομορφιές και ειδικά ,όταν βρίσκονται στο υπέροχο γαλάζιο του Αιγαίου... τι άλλο να πεις. Νομίζω ότι ο Θεός είχε κέφια όταν έφτιαξε την Ερμούπολη. Επιπλέον, ο κόσμος έχει κρατήσει αυτό που του χαρίστηκε και το έχει πάει πιο πέρα. Μακάρι να τα λέμε συχνά, γιατί πραγματικά έχω όλη την καλή διάθεση να κάνω πράγματα εδώ στη Σύρο. Όχι μόνο συναυλίες, αλλά οτιδήποτε για να μπορέσω να προσφέρω κι εγώ σε αυτό το πάρα πολύ υψηλό πολιτιστικό επίπεδο που έχει το νησί”.