Η κυρία Δημοσκόπηση

Εικόνα Τέτα Βαρλάμη

Παλιά, πριν πολλά χρόνια ήταν ένας άξιος και δυναμικός ηγέτης, ικανός στη διοίκηση και ακόμα ικανότερος στην οικονομική διαχείριση. Ο λαός του τον εμπιστεύθηκε όταν του μίλησε για πρόοδο και ανάπτυξη, για όλα τα καλά που θα δημιουργήσει στον τόπο και πως αυτός ήταν η μόνη λύση για τα προβλήματα που ολοένα και πλήθαιναν και έτσι τον εξέλεξε.

Με το που ανέλαβε την εξουσία άρχισε αμέσως να παίρνει αποφάσεις που άλλαζαν όσα μέχρι τότε ίσχυαν. Έδινε σκληρές διαταγές, λέγοντας συνεχώς πως είναι για το καλό όλων.

Αυτός ο άρχοντας είχε χρόνια στη δούλεψη του μία πιστή και αφοσιωμένη υποτακτική, την κυρία Δημοσκόπηση.

Αυτή είχε επιφορτιστεί με έναν συγκεκριμένο ρόλο. Δουλειά της ήταν να γυρίζει και να μιλά με τους υπηκόους, να τους ρωτά και να καταλαβαίνει από τις απαντήσεις τους τι γνώμη έχουν για τον ηγέτη τους.

Στους πρώτους μήνες της κυριαρχίας του, η πιστή του ακόλουθος, κάθε που γύριζε από τις γειτονιές, του μετέφερε τα καλύτερα νέα.

Του έλεγε πόσο πιστεύει ο λαός σε αυτόν, στα λόγια του και στην πολιτική του.

Τότε έβγαζε ντελάληδες να διαλαλήσουν σε κάθε γωνιά, πως γνωρίζει την αγάπη του κόσμου και την εμπιστοσύνη που του δείχνει.

Οι περισσότεροι πίστευαν πως θα έρθει η σωτηρία τους, από τα δεινά που τους είχαν βρει.

Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι που από την αρχή δεν τον πίστεψαν, όμως κανείς δεν τους άκουγε. Τι κι αν φώναζαν πως τους κοροϊδεύει και τους ξεγελά. Δεν τους έδινε κανείς σημασία.

Σιγά-σιγά οι αποφάσεις του αρχηγού γίνονταν όλο και πιο άδικες και τα μέτρα που έπαιρνε ολοένα και σκληρότερα.

Ο λαός του από τα πολλά προβλήματα και βάσανα που είχε απέκτησε ακόμα περισσότερα.

Τότε και πάλι έβγαινε στους δρόμους η πίστη του Δημοσκόπηση, προσπαθώντας να μάθει τη γνώμη του κόσμου. Μόνο που τα μηνύματα που έπαιρνε ήταν συνεχώς και χειρότερα.

Ο κόσμος είχε αρχίσει να δυσανασχετεί και να βρίζει τον αρχηγό του.

Όλοι ένιωθαν πια προδομένοι, δεν άντεχαν άλλο τα σκληρά του μέτρα, που είχαν κάνει τη ζωή τους δυσκολότερη από πριν.

Έτρεχε έντρομη τότε η δουλικιά του και του ψιθύριζε πως τα πράγματα έχουν χειροτερέψει, πως κανείς πλέον δεν τον θέλει και δεν τον υποστηρίζει, πως όλοι τον βρίζουν και τον καταριούνται.

Του έλεγε πως ο λαός του πίστευε πλέον τους αντιπάλους του, αφού αποδείχτηκε πως είχαν δίκιο για όσα έλεγαν από την αρχή.

Ο άρχοντας όμως δεν ήθελε να χάσει τη εξουσία.

Με κάθε τρόπο έπρεπε να μείνει στη θέση του γιατί οι σύμμαχοι του, που τους υποστήριζε και τους εξυπηρετούσε τον ήθελαν ηγέτη.

Έτσι κάθισαν ο άρχοντας και η παρατρεχάμενη του, που του ρουφιάνευε τα όσα έλεγε ο λαός, να καταστρώσουν ένα σχέδιο για να παρουσιάσουν την κατάσταση όπως τους βόλευε.

Στρώθηκαν στο μεγάλο γραφείο και άρχισαν να λογαριάζουν, να γραφούν και να σβήνουν, μέχρι να βγάλουν το πιο βολικό αποτέλεσμα.

Όταν μετά από πολλές ώρες κατάφεραν να τα φτιάξουν όλα όπως τους συνέφερε, τότε έστειλε την πιστή του υποτακτική να διαλαλήσει αυτά που τον βόλευαν.

Ο άρχοντας, ξενυχτισμένος καθώς ήταν, πήγε να κοιμηθεί, όμως έκανε τον πιο ανήσυχο ύπνο της ζωής του. Συνεχώς στριφογύριζε και πεταγόταν έντρομος σαν κάποιος να τον κυνηγούσε.

Τότε κατάλαβε ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξανακοιμηθεί ήσυχος.

Διαβάστε ακόμα