Βεντέτες και βεντέτες

1. βεντέτα (θηλ): η αίσθηση της υποχρέωσης (αν)εκδίκησης που διακατέχει κάποιον

2. βεντέτα (θηλ): πρόσωπο που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη και (ενδεχομένως) έχει εκκεντρική, υπεροπτική ή αλαζονική συμπεριφορά

...λέει το λεξικό.

Τώρα, το πώς γίνεται οι δύο ερμηνείες αυτής της λέξης, να έχουν τη δυνατότητα να συνδέονται και μεταξύ τους, θα το δούμε παρακάτω.

Έχοντας λοιπόν μία βεντέτα της δεύτερης ερμηνείας να βρίσκεται επικεφαλής κάποιου φορέα, συλλογικού ή τοπικού οργάνου, όπως είναι φυσικό, υπάρχει μία έπαρση, εκπορευόμενη από το γεγονός, ότι ένας ικανός αριθμός μελών του εκάστοτε φορέα, ή πολιτών έχει επιλέξει το συγκεκριμένο άτομο, προκειμένου να τους εκπροσωπήσει.

Για τη βεντέτα, το γεγονός ότι οι άνθρωποι την εμπιστεύονται, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, είναι ικανό στοιχείο, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι όλος ο κόσμος – η γη και όλοι της οι κάτοικοι, ο ήλιος, οι πλανήτες, ίσως και ο γαλαξίας – περιστρέφονται γύρω της και εξαρτώνται από την κάθε της κίνηση, για να καθορίσουν τις δικές τους κινήσεις, πάντοτε σε συνάρτηση με το τι θα κάνει η βεντέτα.

Όπως είναι φυσικό, η βεντέτα κυκλοφορεί παντού, έχοντας ως δεδομένα τα παραπάνω και ως εκ τούτου, περιμένει – ενίοτε και απαιτεί – όλοι να της φέρονται, σύμφωνα με το μύθο που έχει πλάσει μέσα στο κεφάλι της για τον εαυτό της και που ενδεχομένως ενισχύουν καθημερινά οι συμπεριφορές μερικών ατόμων του κλειστού της κύκλου.

Ωστόσο, πέρα από τον εγκέφαλό της και ίσως κάποιους, που επωφελούνται από το να της ενισχύουν αυτή την εικόνα, όλοι οι υπόλοιποι κανονικοί άνθρωποι, που δεν έχουμε καμία όρεξη να επαναφέρουμε το θεσμό του “βασιλιά” κανενός είδους, πόσω δε μάλλον σε αυστηρά τοπικό επίπεδο, δεν συμπεριφερόμαστε απέναντι στο άτομο – βεντέτα με τον τρόπο που θα ήθελε.

Και περνάμε στην πρώτη ερμηνεία.

Η τοπική βεντέτα (της δεύτερης ερμηνείας), έχοντας τη σιγουριά, ότι της οφείλονται σπονδές και χοές, γη και ύδωρ, απλώς και μόνο επειδή υπάρχει και έχει επιλεγεί από μία μερίδα ανθρώπων για την εκπροσώπησή τους, βλέποντας άλλους, να της φέρονται ως απλό άνθρωπο και δη όταν υποδεικνύουν τυχόν λάθος χειρισμούς που έχει κάνει, ξεκινά βεντέτα (της πρώτης ερμηνείας) απέναντί τους.

Αυτό σημαίνει, πως αν κάποιος τολμήσει να αναφερθεί στην βεντέτα, όπως σε έναν απλό άνθρωπο, που μπορεί να έχει φανεί ωφέλιμος σε κάποιες περιπτώσεις για εκείνους, τους οποίους εκπροσωπεί, αλλά μπορεί και να έχει υποπέσει σε λάθη, παραλείψεις και παρασπονδίες, τότε η βεντέτα κηρύσσει βεντέτα απέναντι σε όποιο “υποκείμενο” τόλμησε να υπονοήσει κάτι αρνητικό και ως εκ τούτου είτε σταματά κάθε είδους επικοινωνία μαζί του, είτε προσπαθεί εσκεμμένα να τον υποβαθμίσει, είτε να βάλει μπροστά τους “πιστούς” υποστηρικτές της, προκειμένου να σηκώσει σκόνη (ή λάσπη) εναντίον του, είτε όλα τα παραπάνω μαζί. Και όλα αυτά, διότι η βεντέτα αρνείται να δει τα λάθη της, αφού θεωρεί εαυτόν α) αλάνθαστον β) τέλειο σε οτιδήποτε και γ) προσωποποίηση της κοινωνικής – και πολιτικής – προσφοράς.

Και προφανώς, η βεντέτα δεν ξεχνά. Δεν πρόκειται για μία αντίδραση εν θερμώ, αλλά για μία τακτική, η οποία διαρκεί χρόνια ολόκληρα, ενώ σε κάθε διαθέσιμη ευκαιρία ψάχνει τρόπο να “χτυπήσει” όποιον της έχει διανοηθεί να της χαλάσει το ίματζ. Και έτσι δημιουργεί βεντέτες της πρώτης ερμηνείας και δε διστάζει να κινητοποιήσει και να “μπλέξει” και άλλους σε αυτές, για να καταφέρει τον απώτερο στόχο της, που δεν είναι άλλος, από τη συνέχιση των εγκωμίων του Εγώ της, χωρίς να ακούγεται ούτε μία φωνή καν να ψιθυρίζει το αντίθετο.

Και το ερώτημα, που προκύπτει μετά τα παραπάνω είναι το εξής: Είναι αυτές οι συμπεριφορές ανεκτές και επιθυμητές από εκείνους, οι οποίοι ακόμη και μετά την εμφάνιση τέτοιων βεντετιλικιών, συνεχίζουν να επιλέγουν τα συγκεκριμένα άτομα, ως επίσημους εκπροσώπους τους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να επηρεάζουν καταστάσεις και πράγματα, αλλά και τρέφοντας ακόμη περισσότερο το τοξικό Εγώ τους;

Διαβάστε ακόμα