Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. καθηγητή καρδιολογίας

Υποκειμενικός χρόνος

  • Τρίτη, 3 Σεπτεμβρίου, 2019 - 06:21

Πότε ήταν; Μόλις χθες. Δίδασκα κάθε μέρα τους φοιτητές μου, εξέταζα τους αρρώστους μου, έκανα έρευνα, μελετούσα για να ανταποκρίνομαι σε όλα αυτά, είχα αγωνίες, ευθύνες για τα πάντα. Μόλις...πόσα; 15 χρόνια! Σα χθες. Και θυμάμαι όταν πρωτοπήγα στο δημοτικό σχολείο, στου Κουκουλά ήταν, αλλά οι Ιταλοί το είχαν καταλάβει και είχαμε στριμωχθεί τρεις-τρεις σε θρανία των δύο ή του ενός σε άλλο χώρο, κάπου πίσω από την Κοίμηση και η ψώρα και η ψείρα μας τριγύριζαν, μαζί με την πείνα και μου φαινόταν σαν ένας αιώνας, ως που να πάω στην τρίτη τάξη. Διότι στη δευτέρα δεν πήγα. Ήλθαν τα Αγγλικά βομβαρδιστικά, κάθε μέρα το ίδιο, και βομβάρδιζαν τα εχθρικά πλοία και οι βόμβες έπεφταν στη στεριά και μετρούσαμε κάθε μέρα, εκτός από τους τουμπανιασμένους νεκρούς, μαζί και τους κομματιασμένους από τις βόμβες και είχαμε φύγει να πάμε στην εξοχή κι εκεί τέλειωσα τη δευτέρα τάξη ως "κατοίκον διδαχθείς". Ατέλειωτος καιρός! Κάπως σα να άλλαξαν τα ρολόγια.

Κι όμως, και τότε, στο δημοτικό σχολείο, και πρόσφατα, από τη συνταξιοδότησή μου και μετά, η ώρα έχει ακριβώς 60 λεπτά, τα ίδια 60 λεπτά και τότε και τώρα. Καλά τι άλλαξε και τώρα ο χρόνος είναι τόσο βραχύς και τότε κρατούσε τόοοσο, μα τόοοσο πολύ;

Δεν ξέρω τι είναι ο Χρόνος. Οι φυσικοί πασχίζουν να το μάθουν κι ακόμη προσπαθούν. Όμως ο Kant αποφάνθηκε πως μπορεί όλα τα άλλα να εισέρχονται στη νόησή μας διαμέσου των αισθήσεών μας, αλλά ο χρόνος, ο χώρος και κάποιες άλλες έννοιες όχι, γεννιόμαστε μ΄ αυτές, τις έχομε εκ των προτέρων, a priori. Μα υπάρχει κάτι στη νόησή μας που δεν μπήκε μέσα μας διαμέσου των αισθήσεών μας; Ο Pavlov ανακάλυψε τα εξαρτημένα αντανακλαστικά. Όταν ένα ερέθισμα συμβαίνει επανειλημμένα πριν από ένα άλλο ερέθισμα άλλου αισθητηρίου που ξεκινά μια αισθητή ανταπόκριση, κίνηση ή έκκριση, τότε εμείς αλλάζομε. Έχομε αποκτήσει τώρα ένα νέο αντανακλαστικό, εξαρτημένο, που δεν το είχαμε προηγουμένως. Μάθαμε, το άσχετο, εξαρτημένο, ερέθισμα που εφαρμόζεται πριν από το φυσικό αντανακλαστικό, να συνεπάγεται μόνο του την έκκριση ή κίνηση που κανονικά ακολουθεί το τελευταίο. Αν όμως αυτό, το άσχετο, εξαρτημένο, ερέθισμα συμβαίνει μετά από εκείνο που αποτελεί την απαρχή φυσικού αντανακλαστικού, δεν αλλάζομε, εξαρτημένο αντανακλαστικό δεν σχηματίζεται. Μ΄ αυτό το φυσιολογικό μηχανισμό μαθαίνομε, μετά τη γέννησή μας, να ξεχωρίζομε το πριν από το μετά, δηλαδή το χρόνο.

Ο χρόνος δεν είναι μόνο μια συνεχής γραμμή, που σε ένα σημείο της, τώρα, υπάρχομε. Έχει και διάρκεια, στην οποίαν πλείστα όσα συμβαίνουν. Πολλές από τις λειτουργίες μας ταλαντώνονται. Περιοδικά, πεινάμε, διψάμε, θέλομε να ουρήσουμε ή αφοδεύσουμε, να κάνουμε έρωτα κλπ. Και αυτές οι ταλαντώσεις έχουν μια ιδιοπερίοδο, συμβαίνουν αυτόματα ανά περίπου τακτά χρονικά διαστήματα. Και να τώρα οι πρότυπες μονάδες χρονικής διάρκειας για τη φυσιολογική μέτρησή της. Θα κυνηγήσω να βρω τροφή όταν θα έχει παρέλθει ορισμένος χρόνος που καθορίζεται από την ιδιοπερίοδο της αντίστοιχης ταλάντωσης. Και σα να μην έφθαναν τα εξαρτημένα αντανακλαστικά που μας έκαναν να νοούμε το χρόνο, και οι φυσιολογικές ταλαντώσεις μας που μας κάνουν να νοιώθουμε την αισθητή διάρκεια, ήλθαν και οι κοινωνικές ταλαντώσεις, που προκύπτουν από τη στροφή της γης περί τον άξονά της και περί τον ήλιο, της σελήνης περί τη γη, αλλες κοινωνικές, συμβατικές ταλαντώσεις, γιορτές ή κάθε έβδομη ημέρα, που μας υπαγορεύουν πότε θα δουλέψουμε, πότε θα αναπαυθούμε, πως θα δραστηριοποιούμαστε μέσα στο έλλογο περιβάλλον μας μέσα στην κοινωνία.

Όμως όλα αυτά δεν μου εξηγούν γιατί ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα όσο γερνάω. ενώ διάβαινε τόσο αργά όταν ήμουν παιδί. Η κοινόχρηστη, αντικειμενική μέρα αποτελείται από 24 ισόχρονες ώρες και κάθε ώρα από 60 ισόχρονα λεπτά. Μια ώρα είναι μακρύτερη από μισή ώρα, διότι η μία έχει 60 λεπτά, ενώ η μισή έχει μόνον 30. Τι είδους χρονικές μονάδες είχε περισσότερες ο υποκειμενικός χρόνος όταν ήμουν νέος από όσες έχει τώρα; Μια απάντηση είναι η ταχύτητα λειτουργίας των ιστών μας. Όταν ήμουν παιδί τα κύτταρά μου πολλαπλασιάζονταν πιο συχνά από τώρα που είμαι γέρος. Αλλά αυτό είναι κάτι που εγώ δεν το νοιώθω, δεν το συνειδητοποιώ. Υπάρχει τίποτε άλλο που φθάνει ως τη νόησή μου και μου δίνει την αίσθηση της ταχύτητας με την οποία διαβαίνει ο χρόνος; Νομίζω ναι. Είναι ο αριθμός των εξαρτημένων αντανακλαστικών που αποκτώ, δηλαδή των νέων γνώσεων που γίνονται δικές μου. Μόλις γεννήθηκα, το κάθε τι ήταν νέο και επομένως δημιουργούνταν διαρκώς νέα εξαρτημένα αντανακλαστικά, το ένα μετά το άλλο ή και πολλά μαζί. Σιγά σιγά, όσο μεγάλωνα, τόσο λιγότερα ερεθίσματα μου ήταν καινούργια. Αποκτούσα εμπειρία, πλήθος ενέργειές μου άρχισαν να γίνονται αντανακλαστικά, χωρίς να το σκέφτομαι. Μπορούσα να περπατώ, να μιλώ, να προφέρω το δυσκολοπρόφερτο Ρο, αργότερα να κολυμπώ, να κάνω ποδήλατο, να οδηγώ αυτοκίνητο, όλα αυτά χωρίς σκέψη. Μεγάλο πλήθος νέων εμπειριών, νέας γνώσης μέσα στο ίδιο κοινόχρητο χρονικό διάστημα. Τώρα πια σχεδόν ό,τι βλέπω, το έχω ξαναδεί, ό,τι ακούω το έχω ξανακούσει, ό,τι γεύομαι το έχω ξαναδοκιμάσει, τίποτε νέο δεν υπάρχει πια για μένα. Σχεδόν. Ακόμη διατηρώ κάποια ίχνη ικανότητας να σχηματίζω νέα αντανακλαστικά, να μαθαίνω, τελικά να δημιουργώ. Κι αυτά βαθμιαία, αλλά αναπόδραστα, χάνονται. Θα έλθει κάποια στιγμή που θα είμαι ανίκανος να μάθω οτιδήποτε. Τότε ο υποκειμενικός χρόνος θα έχει συρρικνωθεί σε μια στιγμή, ενός τώρα, που όμως δεν έχει μετά, επόμενη στιγμή, Θα είναι το ουσιαστικό τέλος του νοητού Εγώ μου, πριν χάσω οριστικά την ικανότητά μου να δείχνω οποιαδήποτε κίνηση ή έκκριση αυτόματα ή μετά από κάποιο ερέθισμα.

Δοξάζω την όποια πάνω από μένα Δύναμη μου επιτρέπει να σκέφτομαι, να σχηματίζω δηλαδή νέα νοητά εξαρτημένα αντανακλαστικά και να τα διατυπώνω στον κοινόχρηστο τόπο, στο έλλογο κοινό που με περιβάλλει, γιατί έτσι καταλαβαίνω ακόμη ότι υπάρχω. Σκέφτομαι, άρα υπάρχω, έλεγε ο Descarte. Σκέφτομαι θα πει κουβεντιάζω από μέσα μου, μου είπε νήπιο ο γιος μου όταν τον ρώτησα - και η απάντησή του με ικανοποιούσε περισσότερο από του Γάλλου σοφού. Κι ακόμη χαίρομαι, δοξάζω, που σκέφτομαι κι αγαπώ τους ανθρώπους και θέλω να επικοινωνώ μαζί τους και να συμμερίζομαι μ΄ αυτούς τις σκέψεις που κάνω για πρώτη φορά. Και να διατηρώ έτσι επαφή με την παρελθούσα ανεπιστρεπτί νεότητά μου.

Διαβάστε ακόμα