Η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για τον κατώτατο μισθό το 2022

  • Πέμπτη, 17 Μαρτίου, 2022 - 06:25

Η κατάσταση της αγοράς εργασίας και η διαχρονική εξέλιξη βασικών ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών της δείχνουν την αποτυχία της χώρας μας να μεταβεί σε ένα νέο, βιώσιμο, διατηρήσιμο και δίκαιο αναπτυξιακό υπόδειγμα. Ευρύτερα κοινωνικά στρώματα αντιμετωπίζουν μια κατάσταση μακροχρόνιας στασιμότητας και συρρίκνωσης των εισοδημάτων και του βιοτικού τους επιπέδου και επιδείνωσης των συνθηκών εργασίας τους ως συνέπεια των μνημονιακών και πρόσφατων παρεμβάσεων στην εργατική νομοθεσία.

Επιπρόσθετα, το πληθωριστικό σοκ των τελευταίων μηνών μειώνει δραματικά την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των οικογενειών τους. Σε αυτό το περιβάλλον όξυνσης των ανισοτήτων και φτωχοποίησης κοινωνικών ομάδων είναι σημαντικό ότι διαμορφώνεται στο πεδίο των μισθών και των συλλογικών διαπραγματεύσεων μια νέα οπτική εργασιακής μεταρρύθμισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο η οποία αναγνωρίζει ότι ο επαρκής και δίκαιος κατώτατος μισθός, η ανάκαμψη των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η προστασία θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων, η ποιοτική απασχόληση και η ενίσχυση των θεσμών διαβούλευσης είναι βασικές θεσμικές προϋποθέσεις για μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς οικονομική ανάπτυξη.

Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού

Τον Ιανουάριο του 2022, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) αυξήθηκε 6,2% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021. Η αύξηση αυτή είναι η μεγαλύτερη από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη έως σήμερα και ταυτόχρονα η υψηλότερη των τελευταίων 25 ετών. Οι πληθωριστικές πιέσεις, που ενισχύονται τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, θα επιβαρύνουν περαιτέρω το ήδη μειωμένο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, απότοκο της πολυετούς κρίσης που βίωσε η χώρα την περασμένη δεκαετία. Το κύμα ακρίβειας μειώνει τους πραγματικούς μισθούς και την αγοραστική δύναμη ειδικότερα των χαμηλόμισθων μισθωτών.

Κύρια πηγή αύξησης των τιμών είναι οι ανατιμήσεις στην ενέργεια, οι οποίες πλέον διαχέονται σχεδόν σε όλα τα υπόλοιπα είδη που απαρτίζουν τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ). Εστιάζοντας στις τρεις κύριες κατηγορίες δαπανών των νοικοκυριών, δηλαδή στα είδη διατροφής και μη αλκοολούχα ποτά, στις δαπάνες στέγασης και στις δαπάνες μεταφορών, προκύπτει ότι η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού συνεχίζεται αμείωτη το 2022, παρά τη μικρή ονομαστική αύξησή του κατά 2% από την 1η Ιανουαρίου του 2022.

Όπως έχουμε ήδη τονίσει (ΙΝΕ ΓΣΕΕ, 2022), το κύμα ακρίβειας οδηγεί σε διαρκή μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, η οποία από 4,5% τον Αύγουστο του 2021 ανήλθε τον Δεκέμβριο σε 10,4%. Τον Ιανουάριο του 2022, η προγραμματισμένη μικρή όσο και καθυστερημένη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% περιόρισε σε μικρό βαθμό την απώλεια αγοραστικής δύναμης, η οποία όμως ανήλθε τελικά σε 12,1%. Η αύξηση του κατώτατου μισθού περιόρισε την απώλεια αγοραστικής δύναμης μόλις κατά 0,2%, αφού χωρίς αυτήν η απώλεια αγοραστικής δύναμης θα ήταν 12,3%. Όμως, οι υπολογισμοί αυτοί αφορούν τον μεικτό κατώτατο μισθό. Αν αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, τότε τον Ιανουάριο του 2022 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του καθαρού κατώτατου μισθού ξεπέρασε το 14% έναντι του Ιανουαρίου του 2021, όταν η αντίστοιχη ετήσια απώλεια τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν 12,1%.

Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε σύγκριση με τον αντίστοιχο στα άλλα κράτη-

μέλη της ΕΕ

Το ύψος του κατώτατου μισθού σε ονομαστικούς όρους, όσον αφορά τα κράτη-μέλη στα οποία υπάρχει ο θεσμός του ενιαίου κατώτατου μισθού, κατατάσσει την Ελλάδα περίπου στο μέσο της ΕΕ. Όμως, η σύγκριση των κατώτατων μισθών σε ονομαστικούς όρους δεν παρέχει πληροφορίες σχετικά με την αγοραστική του δύναμη στην κάθε χώρα, αφού το κόστος διαβίωσης διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Ο κατώτατος μισθός εκφρασμένος σε μονάδες ίδιας αγοραστικής δύναμης είναι πιο αξιόπιστο μέγεθος όσον αφορά αποκλειστικά τη σύγκριση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού μεταξύ των κρατών-μελών.

Η αγοραστική δύναμη του εργαζομένου που λαμβάνει τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα είναι η έβδομη χαμηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.

Η διαφορά από τα κράτη-μέλη της βόρειας, της δυτικής και της νότιας περιφέρειας είναι μεγάλη και συνεχίζει να αυξάνεται.

Ύστερα από μια περιορισμένη, λόγω πανδημικής κρίσης, αύξηση του επιπέδου των κατώτατων μισθών το 2021 το 2022 οι αυξήσεις στα περισσότερα κράτη- μέλη είναι μεγάλες, ενώ σε κάποια από αυτά θα συνεχιστούν κατά τη διάρκεια του έτους.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αύξηση 2% από την 1η Ιανουαρίου του 2022 ήταν από τις χαμηλότερες στην ΕΕ. Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι την περίοδο 2020-2021 στην Ελλάδα δεν έγινε καμία αύξηση στον κατώτατο μισθό.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα όσον αφορά την απόσταση μεταξύ του διαθέσιμου εισοδήματος και του υποκειμενικού επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης των χαμηλόμισθων νοικοκυριών. Ο κατώτατος μισθός διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό του διαθέσιμου εισοδήματος αυτής της κοινωνικής ομάδας είτε άμεσα, επειδή κάποιο μέλος του νοικοκυριού αμείβεται με αυτόν, είτε έμμεσα επειδή το εισόδημά του επηρεάζεται από το ύψος του κατώτατου. Παρατηρούμε ότι και σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα έχει τη χειρότερη επίδοση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ στα οποία ισχύει ο ενιαίος κατώτατος μισθός.

Βασική αιτία για την οποία παρατηρείται αυτό το μεγάλο ποσοστό υλικής στέρησης στους εργαζομένους που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό και στους χαμηλόμισθους γενικότερα είναι ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι επί της ουσίας μισθός σχετικής φτώχειας και όχι μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα επιφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα σταθερότητας, ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης αν δεν συνοδεύεται από σημαντική αύξηση του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει η προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης να συνοδεύεται από μια αύξηση στο ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο επίπεδο του 70%.

Η Ελλάδα έχει μια από τις χειρότερες επιδόσεις στην ΕΕ όσον αφορά το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων (το τέταρτο μικρότερο) και απέχει από τον στόχο που προτείνει η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά περίπου 56 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, και σε αυτή την περίπτωση, φαίνεται ότι η ελληνική αγορά εργασίας έχει σημαντική απόκλιση από τις συνθήκες που επικρατούν στη βόρεια και στη δυτική Ευρώπη.

Η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ

Λαμβάνοντας υπόψη ότι:

1. το κύμα ακρίβειας έχει οδηγήσει και συνεχίζει να οδηγεί σε μια σωρευτική μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, και, συνεπώς, του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των οικογενειών τους,

2. η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ που έχει κατώτατο μισθό χαμηλότερο από το επίπεδο του 2009 και δεν έγινε καμία αύξηση την περίοδο 2020-2021,

3. ο κατώτατος μισθός βρίσκεται χαμηλότερα από το κατώφλι της σχετικής φτώχειας,

4. σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ζουν σε συνθήκες υλικής στέρησης,

5. το ποσοστό κάλυψης συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι χαμηλότερο κατά 56 ποσοστιαίες μονάδες από την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και

6. οι θεσμοί προστασίας της ελληνικής αγοράς εργασίας αποκλίνουν σημαντικά από τα ισχύοντα στα αναπτυγμένα κράτη-μέλη της ΕΕ, η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι η εξής:

1. Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης, και τελικά τη συμμόρφωση, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία.

2. Άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ ανά μήνα.

3. Στη συνέχεια αύξηση του κατώτατου μισθού έως ότου καταστεί ίσος με το 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης. Η προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης θα μπορούσε να γίνει και βάσει μιας συνδυαστικής μεταβολής με το 50% του μέσου μισθού πλήρους απασχόλησης, ως αποτέλεσμα ενός συμφωνημένου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων χρονοδιαγράμματος.

4. Άμεση λήψη θεσμικών μέτρων που θα αποθαρρύνουν τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης.

5. Σημαντική αύξηση του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας με στόχο το 70% των μισθωτών και θωράκισή τους με παράταση της ισχύος όλων των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μέχρι την ολοκλήρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την υπογραφή νέων.

6. Στόχευση και εντατικοποίηση των ελέγχων της Επιθεώρησης Εργασίας ώστε να περιοριστούν φαινόμενα παράνομων πρακτικών, μη συμμόρφωσης των εργοδοτών και εργοδοτικής παραβατικότητας.