Φωτογραφική έκθεση του Πλάτωνα Ριβέλλη με θέμα “Τα καθολικά ξωκλήσια της Σύρου”

Όταν το ιερό συναντά το κοσμικό

Εξήντα πέντε καθολικά ξωκλήσια της Σύρου, που αποδεικνύουν ότι η ελληνική φύση είναι πιο δυνατή από τις θρησκευτικές συνήθειες, αποτυπώνονται μέσα από τη νέα ατομική έκθεση φωτογραφίας του Πλάτωνα Ριβέλλη, η οποία παρουσιάζεται από την Ελληνοαμερικανική Ένωση στη Γκαλερί Κέννεντυ στην Αθήνα.

Οι φωτογραφίες αυτές τραβήχτηκαν τη διετία 2010-2012 στην ύπαιθρο της Σύρου. Η ιδέα ως προς το θέμα ανήκε στην ιστορικό τέχνης Μαρίζα Δαλεζίου, η οποία εντόπισε και επέλεξε τις εκκλησίες που φωτογραφήθηκαν.

Σημειώνεται ότι οι Συριανοί, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία μέχρι το μέσον τού 19ου αιώνα ανήκαν στο καθολικό χριστιανικό δόγμα, έκτιζαν ξωκλήσια στην ύπαιθρο, τα οποία εξωτερικά ήταν απαράλλακτα όμοια με εκείνα τού ορθόδοξου δόγματος, αλλά στο εσωτερικό τους αποδείκνυαν τη δογματική και αισθητική συγγένειά τους με τις εκκλησίες τής Δύσης.

Μνημεία του 17ου και 18ου αιώνα

Ο Πλάτων Ριβέλλης φωτογράφισε τα λίγα ξωκλήσια που έχουν απομείνει και που χρονολογούνται από το 17ο και τον 18ο αιώνα και επέλεξε να αποδώσει ασπρόμαυρο το εξωτερικό και έγχρωμο το εσωτερικό τους για να τονίσει αυτή τη διαφορά.

Όπως εξηγεί ο καλλιτέχνης, “από μικρός επισκεπτόμουν κάθε χρόνο τη Σύρο και δεν έχανα ευκαιρία να εκδηλώνω τον ενθουσιασμό μου γι’ αυτήν. Έτσι, κανένας από τους φίλους και γνωστούς δεν απόρησε που εδώ και δεκατέσσερα χρόνια αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να εγκατασταθούμε μόνιμα στο νησί. Το γεγονός ότι είμαι καθολικός και από τους δυο γονείς μου δεν έπαιξε ρόλο σε αυτή την απόφασή μου, αν και εκ των υστέρων σκέφτομαι ότι ίσως ενδόμυχα η Σύρος να εξέφραζε το ιδανικό μου για μια ανεκτική κοινωνία”.

Παράλληλα τονίζει ότι η πρόταση της φίλης του και ιστορικού τέχνης κ. Δαλεζίου να φωτογραφίσει τα εναπομείναντα καθολικά ξωκλήσια που είχαν ανεγερθεί στη Σύρο πριν από τον 19ο αιώνα, δηλαδή πριν από τη μαζική εγκατάσταση στο νησί των ορθόδοξων προσφύγων από άλλες ελληνικές περιοχές, του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί με ένα καινούριο φωτογραφικό θέμα και για πρώτη φορά με χρώμα.

Επιπλέον, έμαθε καλύτερα τα όμορφα μέρη της νέας “πατρίδας” του, και αποτύπωσε τη σύνθεση των θρησκευτικών δογμάτων που αρμονικά συμβιώνουν μέσα από χώρους λατρείας με ανάμεικτες επιρροές.

Σε πρώτο πλάνο η Συριανή ύπαιθρος

Όπως υπογραμμίζει, στις καθολικές χώρες σπανίως συναντάει κανείς έρημες εκκλησίες στην εξοχή. Οι ναοί είναι είτε κέντρο μιας θρησκευτικής κοινότητας, μικρής ή μεγάλης, είτε παρεκκλήσια σε δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια. Ωστόσο, στη Σύρο υπάρχουν αρκετά μικρά καθολικά ξωκλήσια, τα οποία εξωτερικά έχουν ελάχιστες έως μηδενικές διαφορές με αντίστοιχους ορθόδοξους ναούς.

“Αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό με τους μεγάλους ενοριακούς ναούς λόγω των αρχιτεκτονικών ρυθμών που επιβάλλουν τα δόγματα και κυρίως η ορθοδοξία (είναι χαρακτηριστικό ότι δεν συνηθίζονται στην Ελλάδα οι παρεκβάσεις από την πεπατημένη του βυζαντινού ρυθμού), στην περίπτωση των ξωκλησιών του Αιγαίου, ορθόδοξων ή καθολικών, έχει επικρατήσει ο αρχιτεκτονικός ρυθμός των αιγαιοπελαγίτικων σπιτιών”, αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Ριβέλλης.

Καθιστά δε γνωστό ότι τα σπίτια, καθώς και τα ξωκλήσια, είναι μέρος από τα βράχια, τα γυμνά βουνά, τα πουρνάρια και τα σκίνα. “Έτσι κι αλλιώς οι Έλληνες, ορθόδοξοι ή καθολικοί, δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν αφενός το τοπίο μέσα στο οποίο μεγάλωσαν και αφετέρου τα σπίτια που με τα χέρια τους έκτισαν”, σημειώνει.

Σαφής θρησκευτική ταυτότητα

Σύμφωνα με τον ίδιο, η θρησκευτική ταυτότητα γίνεται σαφής, στο εσωτερικό των συγκεκριμένων ναών. “Το βυζαντινό τυπικό που βάζει πολύ αυστηρό πλαίσιο στις θρησκευτικές απεικονίσεις και στον διάκοσμο των ορθόδοξων εκκλησιών δεν έχει εν προκειμένω εξουσία και έτσι αφήνεται ελεύθερη και ενίοτε αχαλίνωτη η φαντασία των λαϊκών πιστών. Σχεδόν κανένα εσωτερικό καθολικού ξωκλησιού δεν μοιάζει με κάποιο άλλο. Μερικά μιμούνται τους μεγάλους ναούς, τη μεγαλοπρέπεια των οποίων επιχειρούν να αντιγράψουν. Άλλα πάλι υιοθετούν από την αρχή την ταπεινότητα του μεγέθους τους, ενώ δεν λείπουν και αυτά που μοιάζουν με προεκτάσεις οικιακών χώρων υποδοχής”, εξηγεί.

Παρά το -ιδιαίτερης σημασίας- θέμα της έκθεσης, ο κ. Ριβέλλης επισημαίνει ότι η φωτογράφιση υπάκουσε σε μερικές αρχές απλότητας. Μια μικρή, αν και καλή, μηχανή, ένας ελαφρώς ευρυγώνιος φακός, χωρίς τρίποδο και χωρίς τεχνητό φωτισμό. Λίγο πιο τολμηρή ήταν η επιλογή να υιοθετηθεί ασπρόμαυρη εκδοχή για τα εξωτερικά των ξωκλησιών και έγχρωμη για τα εσωτερικά.

Εκτιμά μάλιστα πως η αντίθεση αυτή αναδεικνύει την αίσθηση που έχει ο επισκέπτης όταν από το μινιμαλιστικό αιγαιοπελαγίτικο τοπίο μεταβαίνει στην μπαρόκ αισθητική της λαϊκής ευλάβειας των καθολικών πιστών.

Λιτότητα και αυστηρότητα

Η έγχρωμη εκδοχή του γαλάζιου ουρανού, της κυανής θάλασσας και του λευκού ασβέστη εύκολα κινδυνεύει να παρασύρει τον θεατή σε γλυκερές αναφορές, την ώρα που η κυρίαρχη αίσθηση μπροστά στα ανυπέρβλητα αυτά δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής είναι η λιτότητα και η αυστηρότητα. Αντίθετα, ο κόσμος του εσωτερικού των εκκλησιών αυτών είναι ένας μη πραγματικός κόσμος, ένας κόσμος φαντασίας, όπου τα χρώματα παραπέμπουν μόνον στον εαυτό τους και σε τίποτα άλλο υπαρκτό.

“Αυτή η φορμαλιστική αντίθεση αποτελεί για μένα προσωπικά και ένα βήμα αλλαγής (δεν λέω εξέλιξης) στη σχέση μου με το πραγματικό γεγονός και τη φωτογραφική του μεταμόρφωση. Πιθανόν να συνδέω για πρώτη φορά το ιερό με το κοσμικό και τα μνημεία με τις αισθήσεις”, καταλήγει.

Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι την 3η Ιουνίου, ενώ δεν υπάρχει ακόμα ενημέρωση για το αν το κοινό της Σύρου θα έχει την ευκαιρία να θαυμάσει κάποια στιγμή από κοντά τα 65 αυτά εκκλησιαστικά “κοσμήματα” που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου τους.

Σημειώνεται ότι κατά το φθινόπωρο, θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τα ξωκλήσια και τις φωτογραφίες του κ. Ριβέλλη με ιστορική παρουσία και ανάλυση από τη Μαρίζα Δαλεζίου.