Βραζιλιάνικο άρωμα στο 5ο Syros Jazz Festival μέσα από τη μουσική του πιανίστα Dan Costa

“H Βραζιλία δεν είναι μόνο σάμπα και μπόσα νόβα”

Αν και Ευρωπαίος, με ρίζες και από την Ελλάδα, ο Dan Costa, που ενισχύει με τη συμμετοχή του το 5ο Syros Jazz Festival, δηλώνει Βραζιλιάνος.

Ανεξάρτητα από την καταγωγή του, η πρώτη δισκογραφική δουλειά του “ Suite Três Rios” που θα παρουσιάσει στο Θέατρο «Απόλλων» την Κυριακή 8 Οκτωβρίου, έχοντας στο πλευρό του τον Ντίνο Μάνο στο κοντραμπάσο, τον Γιάννη Ρούσσο στα τύμπανα, αλλά και την Αγγελική Κοκκίνη στα φωνητικά, ηχογραφήθηκε στο Ρίο, με τη συμμετοχή μερικών κορυφαίων μουσικών της Βραζιλίας.

Ο Dan Costa γεννήθηκε το 1989 και σπούδασε κλασικό πιάνο στη Γαλλία, τη Σουηδία και την Αγγλία. Η αδυναμία του για την τζαζ και τη λάτιν μουσική τον οδήγησαν να συνεχίσει τις σπουδές του με τζαζ πιάνο στην Πορτογαλία και βραζιλιάνικη μουσική στο Σάο Πάολο. Έχει μελετήσει και συνεργαστεί με πολλά μεγάλα ονόματα και έχει παίξει σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Το “Suite Três Rios” που ηχογραφήθηκε πέρσι και στο οποίο θα στηριχτεί το υλικό που θα παρουσιαστεί στο κοινό της Σύρου, έχει αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές παγκοσμίως και βραβεύτηκε στην κατηγορία της τζαζ των Global Music Awards.

Σε συνέντευξή του στην «Κοινή Γνώμη», ο πιανίστας αναφέρεται στην προσωπική διαδρομή του, τη σχέση του με την Ελλάδα και την ελληνική μουσική και φυσικά για το “Suite Três Rios” και τη μεγάλη αγάπη του για τη Βραζιλία.

Γεννηθήκατε στο Λονδίνο από γονείς Πορτογαλικής και Ιταλικής καταγωγής; Τι σας κάνει να δηλώνετε Βραζιλιάνος;

«Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτή η ερώτηση. “Τεχνικά” δεν θεωρώ ότι είμαι Βραζιλιάνος, καθώς δεν έχω γεννηθεί εκεί. Έχω τρεις εθνικότητες που η μια επηρέαζε την άλλη όσο μεγάλωνα. Μέρος των παιδικών μου χρόνων, αφού έγινα 8 ετών, το έζησα στη Γαλλία. Όμως, στο σπίτι δεν μιλούσαμε καθόλου ούτε Αγγλικά ούτε Γαλλικά, γιατί οι γονείς μου ήθελαν να διατηρήσουν τις πολιτισμικές ρίζες τους. Απ' την άλλη όταν έμεινα στην περιοχή του Σάο Πάολο στη Βραζιλία, οι πιο πολλοί από τους γνωστούς μου είχαν ιταλική και πορτογαλική καταγωγή, κάτι που με έκανε να προσαρμοστώ εύκολα. Για να μην αναφέρω ότι μεγάλωσα με βραζιλιάνικη μουσική και με τη βραζιλιάνικη κουλτούρα γύρω μου, που υπάρχει στη διασπορά, σε χώρες όπως η Πορτογαλία ή η Αγγλία. Η ίδια η Βραζιλία είναι μια από τις χώρες με το μεγαλύτερο ανακάτεμα πολιτισμών στη γη, που ξεπερνά πολύ την αρχική μίξη Πορτογάλων, Αφρικανών και ιθαγενών. Αυτή τη στιγμή περιλαμβάνει μεγάλες κοινότητες για παράδειγμα Ιαπωνικής και Συριακής καταγωγής. Στην πραγματικότητα λοιπόν σωματικά ο καθένας θα μπορούσε να θεωρηθεί Βραζιλιάνος»...

Σε ποιο βαθμό αλληλοεπηρεάζονται η τζαζ και η βραζιλιάνικη μουσική;

«Ο όρος βραζιλιάνικη μουσική είναι πραγματικά κάτι τεράστιο, καθώς περιλαμβάνει την κλασική μουσική της Βραζιλίας που είναι πολύ παλαιότερη της τζαζ. Αν εξετάσουμε κα τη σάμπα, ένα από τα πιο δημοφιλή κομμάτια της, παρατηρούμε ότι, έχουν παρόμοιους δρόμους. Στην πραγματικότητα οι ηχογραφήσεις που σηματοδότησαν τη γέννηση και των δύο αυτών ειδών έγιναν την ίδια χρονιά: το 1917. Η σάμπα επηρεάστηκε γρήγορα από την τζαζ, καθώς οι ντόπιες ορχήστρες άρχισαν να παίζουν στο στιλ του Duke Ellington, αν και το Choro που ήταν ο πρόγονός της, λόγω του αυτοσχεδιασμού που περιλάμβανε, είχε πολλά κοινά με την τζαζ. Με τη γέννηση της μπόσα νόβα, τη δεκαετία του '50 στο Ρίο, αλλά και της σάμπα-τζαζ, έκανε ένα ακόμη βήμα. Ομοίως, αμέτρητοι μουσικοί στην Αμερική επηρεάστηκαν και ηχογράφησαν αυτά που αποκαλούμε λάτιν στάνταρντς, έναν όρο ομπρέλα που καλύπτει τα περισσότερα από αυτά που παρήχθησαν στον αμερικάνικο νότο. Ένα μεγάλο μέρος από αυτά είναι οι μπόσα νόβες του Jobim, όπως παίχτηκαν σε δίσκους του Joe Henderson, του Stan Getz, του Herbie Hancock, της Ella Fitzgerald, του Chick Corea. Πιο πρόσφατα, Βραζιλιάνοι μουσικοί όπως ο Hermeto Pascoal έχουν ενσωματώσει στην τζαζ ολοένα και περισσότερο παραδοσιακούς ρυθμούς όπως το μπαϊάο, επιβεβαιώνοντας την ευλυγισία ανάμεσα στα στιλ και την πρόθεση το ένα να αγκαλιάσει το άλλο. Τελικά, η Βραζιλία δεν είναι μόνο σάμπα και μπόσα νόβα».

Έχετε ζήσει σε πολλά μέρη του κόσμου. Ποια είναι η σχέση σας με την Ελλάδα;

«Η μητέρα μου έχει γεννηθεί στη Νάπολη, σε μια περιοχή που συνήθως τη λέμε Magna Graecia. Έχει ελληνικές ρίζες, όπως μαρτυρά και το επώνυμό της που είναι Greco. Πάντα ήμουν θαυμαστής μερικών ελληνικών στοιχείων, όπως η ιστορία, το φαγητό και η ειδυλλιακή φύση των γραφικών Κυκλάδων, που πάντοτε με κάνουν και χαμογελώ. Ακόμη νομίζω ότι στοιχεία της συμπεριφοράς των Ελλήνων, οι εκφράσεις των προσώπων, ο τόνος τους όταν μιλούν, μοιάζουν πολύ με αυτά της Νότιας Ιταλίας, με λιγότερες χειρονομίες βέβαια... Έχοντας δουλέψει και στον τομέα της γλωσσικής εκπαίδευσης, θεωρώ την ελληνική γλώσσα ανεκτίμητο κεφάλαιο. Το να την μελετώ στις διάφορες μορφές της με έκανε να καταλάβω καλύτερα τις άλλες γλώσσες».

Πώς γεννήθηκε το πρώτο άλμπουμ σας με τίτλο “Suite Três Rios”;

«Εμπνεύστηκα το όνομα από τη συμβολή των ποταμών Σολιμόες και Νέγκρο στον Αμαζόνιο. Πρόκειται για ένα μοναδικό φαινόμενο, κατά το οποίο τα δυο ποτάμια συναντιούνται χωρίς να αλλάζει το χαρακτηριστικό χρώμα του καθενός. Μου θύμισε το πολιτισμικό υπόβαθρό μου. Κάθε έθνος από το οποίο προερχόμουν είχε τον ρόλο του στην ανατροφή μου, χωρίς απαραίτητα το ένα να επισκιάζει το άλλο. Διαφορετικά τώρα θα μιλούσα Εσπεράντο!

Τα πιο πολλά κομμάτια του άλμπουμ, που αποτελούν μέρη μιας σουίτας, βασίζονται σε βραζιλιάνικους ρυθμούς όπως η σάμπα και η μπόσα νόβα, αλλά και το μπαϊάο και το μαρακάτου. Ήρθα σε επαφή μέσω Facebook με πολύ γνωστούς μουσικούς όπως η τραγουδίστρια Leila Pinheiro – που έχει συνεργαστεί με τον Antonio Carlos Jobim και τον Pat Metheny – ο κιθαρίστας Ricardo Silveira – που έχει ηχογραφήσει με τον Toots Thielemans – και ο τσελίστας  Jaques Morelenbaum – που έχει δουλέψει εκτενώς με τον Jobim, τον Caetano Veloso, τον Gilberto Gil και τον Sting. Και το όνειρο έγινε πραγματικότητα! Ανταποκρίθηκαν θετικά στην πρόσκλησή μου πιο γρήγορα απ' όσο περίμενα και μέσα σε λίγους μήνες βρέθηκα στο Ρίο να ηχογραφώ τον πρώτο μου δίσκο. Ύστερα πήγα στο Όσλο και έκανε τη μίξη ο ηχολήπτης της ECM Jan Erik Kongshaug. Το μάστερινγκ έγινε στο Λος Άντζελες από τον John Greenham. Προς έκπληξή μου ανακηρύχθηκε ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του 2015 από το αμερικάνικο περιοδικό Down Beat. Περισσότερες πληροφορίες υπάρχουν στο www.dancosta.net».

Η μουσική σας συνδυάζει στοιχεία από κλασική, τζαζ και βραζιλιάνικη μουσική. Έχοντας ζήσει τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα, η μουσική της έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για εσάς;

«Χωρίς αμφιβολία υπάρχουν κοινά στοιχεία μεταξύ όλων των στιλ της Μεσογείου, από το ναπολιτάνικο τραγούδι ως τα φάντο, αν και το τελευταίο γεννήθηκε στην πλευρά του Ατλαντικού ωκεανού. Η ελληνική μουσική είναι επίσης αχανής, από το ρεμπέτικο ως το λαϊκό και τα νησιώτικα, και αντανακλά έντονες ανατολίτικες επιρροές. Λόγω αυτής της ποικιλίας χρειάζεται να την εξερευνήσω περισσότερο πριν την ενσωματώσω στη μουσική μου, αν και στο παρελθόν έχω πάρει στοιχεία από στιλ της Μεσογείου, όπως αυτά που προανέφερα, τα οποία υπάρχουν στις ρίζες μου

Η συναυλία σας στο Syros Jazz Festival θα βασιστεί στο υλικό αυτού του άλμπουμ;

«Ναι. Αν και ο δίσκος ηχογραφήθηκε με κιθάρα, κοντραμπάσο, ντραμς, σαξόφωνα, τρομπόνι, κρουστά και τσέλο, έκανα την προσαρμογή των κομματιών για τζαζ τρίο, καθώς θα παίξω με τον Ντίνο Μάνο και τον Γιάννη Ρούσσο. Ευχαριστώ για την φιλοξενία».

Ετικέτες: