Ιδού ο φόβος, ιδού και το πήδημα

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

Δεν το θεωρούσα ανόητο, ούτε κατέκρινα όσους σχημάτιζαν ουρές για να παραστήσουν τα καγκουρό πάνω στα στρώματα. Άλλωστε, δεν ήμουν καλύτερος εγώ, που από ολόκληρο λούνα παρκ κατασκήνωνα στα τσίγκινα τενεκεδάκια, πασχίζοντας να εμπλουτίσω τη συλλογή μου από λούτρινα.

Η ανασφάλεια που θέριευε μέσα μου, στην ιδέα και μόνο ότι μια λάθος κίνηση θα μπορούσε να μου κοστίσει ένα χέρι, ένα πόδι ή μερικά δόντια, δε μου άφηνε περιθώρια να το δω ως παιχνίδι. Ωστόσο, θαύμαζα εκείνους που, έχοντας πλήρη άγνοια κινδύνου, επιδίδονταν με ζήλο σε συνεχείς απογειώσεις, σαν να προσπαθούν διακαώς να αναληφθούν στους ουρανούς.

“Τι είναι αυτό που σου αρέσει τόσο πολύ στο τραμπολίνο”; ρώτησα ένα απόγευμα τον αδερφό μου, ο οποίος συνήθως επέστρεφε στο έδαφος, μόνο εάν τον διέταζε το στομάχι του.

“Η αίσθηση ότι μπορώ να φτάσω όσο πιο ψηλά θέλω” απάντησε και η αθωότητα που ζωγραφιζόταν στο χαμόγελό του με απέτρεπε από το να σβήσω με τα δικά μου υπαρξιακά αδιέξοδα τη δίψα του για περιπέτεια.

Τι νόημα έχει να φτάσεις ψηλά για λίγα μόνο δευτερόλεπτα και έπειτα να προσγειωθείς και πάλι στο τίποτα, χωρίς να ξέρεις πού ακριβώς έχεις γκρεμιστεί; Προσωπικά, δεν ήθελα να πάρω αυτό το ρίσκο και να κάνω οποιοδήποτε σάλτο, πρώτον γιατί στεκόμουν αδύναμος μπροστά στο φόβο μου για τα ύψη και δεύτερον, γιατί δίσταζα να εμπιστευτώ εκείνους που υπόσχονταν ότι θα με πιάσουν.

Έτσι, παρέμενα συνειδητά στους πρόποδες, να παρατηρώ αγκαλιά με τα αρκούδια μου τις εκφράσεις όλων αυτών που “εκτοξεύονταν” ψηλά, άγγιζαν υποτυπωδώς την κορυφή και μετά κατακρημνίζονταν στα μαλακά, νιώθοντας κατακτητές.

Η ζωή κυλούσε κανονικά, μέχρι τη στιγμή που τα πράγματα πήραν μία περίεργη τροπή και η ανάγκη του ανθρώπου να “πηδάει” από τη μία κατάσταση στην άλλη, χωρίς να τον ενδιαφέρει αν από κάτω του υπάρχει στρώμα ή το απόλυτο κενό, έγινε πιο έντονη από ποτέ.

Από τη μία μέρα στην άλλη, φτάσαμε στο σημείο να λέμε “βάστα μάνα και θα γίνει το μεγάλο πήδημα” όχι από επιλογή, αλλά από απόγνωση. Όχι για διασκέδαση, αλλά για επιβίωση. Όχι για παιχνίδι, αλλά για σωτηρία. Πλέον πηδάμε για να γλιτώσουμε, είτε από κάποιον που μας κυνηγάει, είτε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Πηδάμε ανεξέλεγκτα χωρίς να είμαστε σίγουροι αν θα σηκωθούμε και πάλι όρθιοι. Χωρίς να λάβουμε υπόψη μας ότι ένα άλμα διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα, ενώ η πτώση μπορεί να κρατήσει για πάντα.

Η σημερινή αγριότητα έχει “μολύνει” ακόμα και τα ένστικτά μας. Δεν υπάρχει ψυχραιμία, δεν υπάρχει λογική, μόνο το αίσθημα της αυτοσυντήρησης με κάθε τρόπο. Είμαστε αποφασισμένοι να παίξουμε ακόμα και τη ζωή μας κορώνα-γράμματα, προκειμένου να μη βρεθούμε στα χέρια των άλλων. Να μη μας σπρώξουν, αλλά να πηδήξουμε μόνοι μας σαν τις Σουλιώτισσες. Από πείσμα; Από εγωισμό; Από φόβο; Από τζαμπατζιλίκι; Αυτό είναι υποκειμενικό.

Οι λόγοι ποικίλουν, όπως και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να ξεσπάσει κανείς. Δεν τους φανταζόμαστε. Δεν μας περνούν από το μυαλό. Η έκρηξη μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Στο λεωφορείο όπου δεν έχεις πληρώσει εισιτήριο, στο μπαλκόνι σου όπου έχεις βγει για να ποτίσεις τα λουλούδια, στο δρόμο, στη θάλασσα, στο βουνό, οπουδήποτε νιώσεις την ανάγκη να πετάξεις, χωρίς να ξέρεις αν αυτή θα είναι η τελευταία φορά που ανοίγεις τα φτερά σου.

Τα όρια δεν είναι περιορισμένα, ούτε μπορεί να υπογράψει κανείς ότι αυτά που συμβαίνουν σήμερα στη δική σου μεγαλούπολη, δε θα συμβούν αύριο στο δικό μου νησί. Ακόμα κι αν ο παππούς, ο οποίος μπήκε λαθραία στο mini bus -καθώς δεν του περισσεύουν 60 ευρώ από τη σύνταξή του για εισιτήρια- δεν πηδήξει από το λεωφορείο, αλλά ανοίξει με το μπαστούνι του το κεφάλι του ελεγκτή... δεν μπορείς να πεις ότι εμείς εδώ “είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε”.

Το ερώτημα είναι, πότε ακριβώς θα πέσουν οι τίτλοι τέλους; Πότε θα σταματήσει αυτή η παράνοια; Αυτή η μανία καταδίωξης; Αυτό το αίσθημα διαφυγής από τους πάντες και τα πάντα; Πότε θα ηρεμήσουμε και θα παύσουμε να είμαστε τόσο ευερέθιστοι; Πότε θα αρχίσουμε να γελάμε με την καρδιά μας, χωρίς να φοβόμαστε ότι ο διπλανός θα μας κοιτάξει σαν να πέσαμε από το διάστημα; Ακόμα και υπερκινητικός να είσαι, κάποια στιγμή χρειάζεσαι να κατεβάσεις τις ασφάλειες. Να δεις τα πράγματα διαφορετικά. Να βρεις τη γωνιά σου, να αράξεις και να μην πηδάς άλλο δεξιά και αριστερά.

Εξάλλου, αν θέλεις να παραμείνεις πιστός σε αυτό το σπορ, υπάρχουν και πιο αναίμακτοι τρόποι. Άλλοι “πηδούν” επίπεδα. Άλλοι “πηδούν” εξάμηνα. Άλλοι “πηδούν” σελίδες. Άλλοι πηδούν τα κύματα και άλλοι ό,τι τους κάτσει. Για τα περισσότερα από τα παραπάνω, σου εγγυώμαι εκ πείρας ότι μπορείς να εκτονωθείς στον ίδιο βαθμό. Για τα υπόλοιπα, κάτσε να ψάξω στο google...

Διαβάστε ακόμα