Άντε και του χρόνου

Εικόνα Τέτα Βαρλάμη

Προς το τέλος της οδεύει και η φετινή τουριστική περίοδος, με τα νησιά να κληθούν από τον επόμενο μήνα να μετρήσουν τα κέρδη και τις πληγές που τους άφησε και το φετινό καλοκαίρι.

Χρονιά ρεκόρ δείχνουν τα στοιχεία για την άφιξη των τουριστών στα νησιά, με τα περισσότερα να βουλιάζουν από κόσμο.

Ήδη οι πρωταγωνιστές των νησιών ξεκίνησαν να συζητούν για ότι είδαν, έζησαν, έπαθαν και προσμένουν.

-«Τι ήταν αυτό που έγινε και φέτος στη Μύκονο!», είπε με τη βαριά φωνή του στην ομήγυρη, ο γνωστός πελεκάνος, το σήμα κατατεθέν του νησιού, «βουλιάξαμε ρε παιδιά. Με τσαλαπατούσαν κάθε 3 δευτερόλεπτα. Που είσαι ρε καημένε πρόγονε Πέτρο, που έζησες τα μεγαλεία να τρως, αραχτός, ψαράκι από το χέρι του Ωνάση. Α! ρε χλιδή! Τώρα ο ένας πάνω στον άλλο κι εγώ πάνω σε σένα, που λέει ο λόγος».

-«Μη διαμαρτύρεσαι», πετάγεται το γαϊδουράκι της Σαντορίνης, ρίχνοντας μία «τυφλή» κλωτσιά με τα πίσω πόδια ως ένδειξη διαμαρτυρίας. «Εδώ κόντεψε να εκραγεί ξανά το ηφαίστειο από την κοσμοπλημμύρα. Τι να πούμε κι εμείς!». «Πες τα γλυκέ μου», τον σιγοντάρισε η φάβα, την ώρα που τριβόταν πάνω σε ένα τοματάκι και συνέχισε με την τσιριχτή φωνή της «Με το έτος γαστρονομίας όλοι ζητούσαν να μας δοκιμάσουν. Καλέ τι επιτυχία είχαμε! Μην κοιτάς το αμπέλι που βαριέται να σηκωθεί από τη θέση του και δεν μιλάει, αλλά να δες το καημένο το τοματάκι, το ξεζούμισαν».

-«Μην πολυλογείτε τέκνα μου», ακούστηκε μακάρια μια γαλήνια φωνή από το βάθος της Μεγαλόχαρης. «Πάντοτε εδώ στην Τήνο, γεμίζουμε από προσκυνητές».

-«Καλά σας λέει», επιβεβαίωσε μια Θεία φωνή από την Εκατονταπυλιανή «Να είστε πράοι και να ευχαριστείτε για την ευλογία που σας δόθηκε».

-«Κι εμένα με ευλόγηθαν», είπε μέσα στην πήλινη γάστρα της η ρεβυθάδα «όμωθ για να τους ικανοποιήθω όλουθ θυνέχει βράζω μέθα θτο ζουμί μου. Έθκαθα η καημένη».

-«Εμένα δεν μου άφησαν κεφάλι για κεφάλι», είπε το παράπονο της η γραβιέρα της Νάξου. «Όλοι πριν ακόμα με κόψουν με τρώγαν με τα μάτια τους» συμπλήρωσε φιλάρεσκα. «Πες κι εσύ βρε βόιδι» προκάλεσε το βαριεστημένο τετράποδο που παρακολουθούσε από απόσταση. «Μουουουου. Έτσι όπως τα λέει είναι» ακούστηκε η μακρόσυρτη φωνή του. «Κάθε ένας ζήταγε κι ένα κομμάτι μου. Είμαι νόστιμο το άτιμο. Τι να κάνω!».

Κι ενώ κάπως έτσι κυλούσε η συζήτηση, με μία προς μία τις «φίρμες» των νησιών να περιγράφουν τις εμπειρίες τους από τα πλήθη που συνάτνησαν, πετάγεται κάποιος και παρατηρεί σιωπηλά σε μία γωνιά να κάθονται τα λουκούμια και οι χαλβαδόπιτες.

-«Εσείς γιατί δεν μιλάτε;» ήρθε η ερώτηση που μόλις την άκουσαν πήραν ακόμα πιο περίλυπο ύφος. «Πείτε μας καλέ, πόσες χιλιάδες κόσμου σας λιμπίστηκαν φέτος;»

-«Τι να πούμε», απάντησε με τρεμάμενο το κάτω χείλος η χαλβαδόπιτα, «εμείς καταντήσαμε αόματοι. Κόσμο ακούγαμε και κόσμο δεν βλέπαμε. Ευτυχώς που μας έβαζαν μέσα στα πλοία που πήγαιναν τους επισκέπτες στα άλλα νησιά και έτσι ήρθαμε σε επαφή με κόσμο».

-«Πάντως γλυκάναμε όλους αυτούς που κερδίσατε εσείς» είπε περίλυπο το λουκούμι και για να κρύψει ένα δάκρυ που ήταν έτοιμο να τρέξει στα κατάλευκα μάγουλα του, τίναξε με σκέρτσο την άχνη από πάνω του, θολώνοντας το τοπίο.

Και μέσα σ’ αυτό το θολό τουριστικά τοπίο κινηθήκαμε και φέτος, μεταθέτοντας τις ελπίδες μας για του χρόνου και που ξέρεις ίσως τότε να μπορέσει να συμμετέχει και η Σύρος σε αυτό που φέτος έχασε.

Διαβάστε ακόμα