Στα όρη, στ' άγρια βουνά

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

Από το πρώτο κιόλας λεπτό που καθίσαμε στην καφετέρια, το μυαλό μου άρχισε να ταξιδεύει. Προσπαθούσα απεγνωσμένα να βρω μια διέξοδο για να βγω απ' το αδιέξοδο στο οποίο είχα οδηγηθεί χωρίς τη συγκατάθεσή μου.

Ένιωθα πως είχα φτάσει στο τέλμα της καθημερινότητας, όπου μεσουρανεί η μιζέρια, η γκρίνια, η αδιακρισία, η αγένεια και η βαβούρα της πόλης. Εκεί όπου όλοι τρέχουν, φωνάζουν, επαναλαμβάνονται, συζητούν μονάχα για την εργασία ή την ανεργία τους και στο τέλος, πέφτουν σε βαθιά κατάθλιψη, μόλις αντιληφθούν τη ματαιότητα της ζωής που έχουν επιλέξει. Και επειδή προσωπικά βίωνα τα προεόρτια αυτής της συναισθηματικής κατηφόρας, αναζητούσα πάση θυσία μία αλλαγή. Αισθανόμουν πως δε με χωράει ο τόπος, όχι λόγω του βάρους που είχα πάρει στα πλαϊνά, αλλά λόγω του βάρους που είχε θρονιαστεί εντός μου και ανά πάσα στιγμή κόντευαν να μου βγουν τα μέσα έξω.

Όση ώρα οι υπόλοιποι παράγγελναν καφέδες, χυμούς και τοστ, εγώ ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου, ψάχνοντας τον ιδανικό τρόπο διαφυγής μου. Όταν το μάτι μου έπεσε στο ένθετο μιας εφημερίδας με θέμα “τα μεγαλύτερα βουνά της Ελλάδας”, τότε είχα μια έκλαμψη. Ενθουσιάστηκα τόσο πολύ με την ιδέα, που δεν κατάλαβα ότι ο σερβιτόρος μου απηύθυνε το λόγο.

“Θα πάρω τα βουνά” πανηγύρισα και οι υπόλοιποι έψαχναν στον κατάλογο να βρουν τη Γκιώνα και τον Παρνασσό. “Όχι, δε λέω τι θα παραγγείλω, αλλά πού θα μετακομίσω”, εξήγησα. “Στην Απάνω Μεριά”, αναφώνησα με ένα διάπλατο χαμόγελο στα χείλη, όμως δε φάνηκε να συγκινείται κανείς.

“Και τον άνθρωπο, τι τον νοιάζει”; ρώτησε επικριτικά μία φίλη μου και έστρεψε το βλέμμα της στο σερβιτόρο. “Φέρε του ένα τσάι”.

“Τι τσάι”; ρώτησε το παλικάρι.

“Του βουνού”, απάντησε καυστικά εκείνη.

Μόλις μείναμε μόνοι μας, ξεκίνησε η ανάκριση.

“Και σε ποιο βουνό κατέληξες”; με ειρωνεύτηκε η φίλη μου. “Στο “πέμπτο βουνό” του Κοέλο, στο “παγωμένο βουνό” του Φρέιζιερ ή στα “ψηλά βουνά” του Ζαχαρία Παπαντωνίου;

“Δεν έχει σημασία το ακριβές μέρος. Με ενδιαφέρει απλά να πάω κάπου, όπου θα χαλαρώσω και θα μπορώ να είμαι ο εαυτός μου”, εξήγησα.

“Κατάλαβα. Στα “Βουνά της Τρέλας” του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ” πρόσθεσε εκείνη, ολοκληρώνοντας έτσι αυτό το φόρο τιμής στην ελληνική και ξένη λογοτεχνία, με επίκεντρο τα γεωλογικά υψώματα της επιφάνειας της γης που ξεπερνούν τα 300 μ.

Ήξερα πολύ καλά ότι μία μεγαλύτερης εμβέλειας “μετανάστευση”, πέρα από τα γεωγραφικά σύνορα του νησιού δεν ήταν καθόλου εύκολη. Την είχα οραματιστεί, την είχα σχεδιάσει, την είχα μελετήσει, αλλά ποτέ δεν κατάφερα να την κάνω πράξη. Έδωσα όμως υπόσχεση στον εαυτό μου ότι μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή, που θα γυρίσει ο τροχός και εμείς θα χαρούμε ελαφρώς, θα φροντίσω να απολαύσω τη ζωή, εξασφαλίζοντας τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για μένα. Μπορεί να μη μου επιτρέπεται να φύγω, αλλά δεν μου απαγορεύεται να αλλάξω παραστάσεις.

Γιατί να μείνω με σταυρωμένα χέρια, συνεχίζοντας τους κύκλους γύρω από τον εαυτό μου; Γιατί να μην αλλάξω το σκηνικό; Μπορεί η ζωή μας να μην είναι τηλεοπτική σειρά, όπου στη μία σεζόν μένω στην επαρχία με τους γονείς μου και την επόμενη, φεύγω για σπουδές στη μεγάλη πόλη, ωστόσο όλοι μας έχουμε ανάγκη από μία ανανέωση. Από μία αλλαγή που θα συμβάλει στον καθαρισμό του μυαλού μας από δυσάρεστες σκέψεις που με ύπουλο τρόπο δε μας αφήνουν να προχωρήσουμε.

Γιατί να φοβηθώ να ζήσω μακριά από το κέντρο, χωμένος στην αγκαλιά της φύσης; Γιατί να μην αφιερωθώ έστω και λίγο στις δικές μου ανάγκες; Γιατί να μην απολαύσω αυτή την απόλυτη γαλήνη, αφήνοντας την υπέροχη θέα που απλώνεται μπροστά μου να με εμπνεύσει και να με ανυψώσει πνευματικά και δημιουργικά;

“Γιατί δε θα αντέξεις παραπάνω από δύο εβδομάδες” υπογράμμισε δεικτικά η φίλη μου. “Όταν η μηχανή σου παρουσιάσει πάλι πρόβλημα και δεν θα μπορείς να εξυπηρετηθείς, όταν εμείς θα συναντιόμαστε κάτω και εσύ θα είσαι αποκλεισμένος εκεί πάνω ή όταν θα μένεις για μέρες χωρίς ρεύμα και κατά συνέπεια χωρίς ίντερνετ λόγω της έντονης κακοκαιρίας, δεν θα έχεις μετά ούτε την όρεξη, ούτε την ψυχική ηρεμία για να γράψεις υπό το φως των κεριών”, μου εξήγησε.

Παράλληλα, μου πρότεινε να μην είμαι τόσο ρομαντικός, πράγμα που θα μπορούσε να με οδηγήσει σε περισσότερα λάθη.

“Όταν κάθε τρεις μέρες πρέπει να βάζεις πέντε ευρώ βενζίνη, τι θα γίνει αν μείνεις δέκα χιλιόμετρα έξω από την πόλη; Αν δεν έχεις τη δυνατότητα να πηγαίνεις εύκολα σινεμά, θέατρο ή μια βόλτα, τι θα κάνεις; Εδώ πήρες κατάκαρδα τη μετακόμισή σου από την Αθήνα στη Σύρο και θα αντέξεις αυτή την αλλαγή; Για να κάνεις ένα τέτοιο βήμα, πρέπει να είσαι συνειδητοποιημένος. Μπορείς να διεκδικήσεις την ηρεμία, την αυτονομία και την ελευθερία που ζητάς, όπου κι αν είσαι. Μη φοβάσαι”.

“Έχεις δίκιο. Δεν πρέπει να ντρέπομαι για τις επιλογές μου. Άκυρο το τσάι” φώναξα στο σερβιτόρο. “Μία βότκα λεμόνι”.

“Μα είναι έντεκα το πρωί” είπε σαστισμένη η παρέα μου.

“Σωστά. Φέρε κι ένα τοστάκι”, πρόσθεσα.

Διαβάστε ακόμα