Περασμένα μεγαλεία, διηγώντας τα να κλαις

Εικόνα Ευαγγελία Κορωναίου

Οι εκλογές σας το'χω πει, θέλουν ψυχή και φαντασία, μα εσείς τις καταντήσατε, μία τυπική διαδικασία...

Τίποτα, τίποτα. Έχω απογοητευτεί από τις εκλογές. Όχι από το αποτέλεσμα, αυτό πλέον είναι αδιάφορο. Να, αυτό εννοώ, ότι έχει γίνει αδιάφορη η διαδικασία και το αποτέλεσμα των εκλογών.

Έχει καταντήσει, να αντιμετωπίζουμε την Κυριακή των εκλογών, όπως θα αντιμετωπίζαμε μία οποιαδήποτε άλλη Κυριακή. Να συνεχίζουμε την καθημερινότητά μας, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Τι χάλια είναι αυτά;

Να έρχεται η Δευτέρα και είτε έχει βγει ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε η ΝΔ, είτε το κίνημα ΕΛ.ΛΑ.Δ.Α, η αποχαύνωση στη φάτσα μας να μένει η ίδια, σαν αυτή η Κυριακή των εκλογών να μην υπήρξε ποτέ.

Να βλέπουμε τους πολιτικούς αρχηγούς με το μισοκρεμασμένο χείλος της αηδίας, είτε τους έχουμε ψηφίσει, είτε όχι, αντί να τους δοξάζουμε σαν θεούς σε mini-edition-μικρογραφία, κλαίγοντας με δάκρυα συγκίνησης καυτά για την εκλογή τους, ή για την πολιτική τους ήττα.

Θυμάστε τότε; Που ο ορίτζιναλ δικομματισμός (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ), μας έκανε να αντιμετωπίζουμε τις εκλογές σα μια μεγάλη γιορτή;

Αρχικά, στις προεκλογικές συγκεντρώσεις υπήρχε όντως κοσμοπλησμονή και η τηλεοπτική εικόνα δεν ήταν αποτέλεσμα ψηφιακής επεξεργασίας. Ακόμη και στην επαρχία, οι παππούδες, οι μπαμπάδες, έπαιρναν τα νιάνιαρα, τα έντυναν στα μπλε, στα πράσινα, στα κόκκινα, τα έβαζαν να ανεμίζουν και μία σημαία του κόμματος, που ήθελαν εκείνοι και πήγαιναν να δουν την ομιλία του πολιτικού αρχηγού, ή του βουλευτή του νομού, που τους υποσχόταν όλα εκείνα, που ήθελαν να ακούσουν.

Όταν έφτανε η μέρα των εκλογών, ξυπνούσαμε το πρωί, πίναμε καφεδάκι και μόλις άνοιγε το μάτι, αμέσως βάζαμε τα καλά μας ρούχα, τα γυαλισμένα μας παπούτσια και μαζί με όλη την οικογένεια, μανάδες, πατεράδες, αδέρφια, παππούδες, γιαγιάδες, θείες, θείοι, πηγαίναμε να ψηφίσουμε.

Στα εκλογικά κέντρα, επικρατούσε η γιορτή έξω και η ευλαβική τάξη μέσα. Στις αυλές των σχολείων, μαζεύονταν όλοι οι Πασόκοι σε ένα πηγαδάκι και πανηγύριζαν συγκρατημένα την προδιαγεγραμμένη νίκη του κόμματος, όλοι οι Νεοδημοκράτες σε ένα άλλο πηγαδάκι, όπου δήλωναν μετά βεβαιότητος, ότι αυτή θα ήταν η αναμέτρηση που το κόμμα τους θα έσπαγε την πασοκοκρατία, ενώ αν τύχαινε και σχηματιζόταν μεικτό πηγαδάκι, ξεσπούσαν γιορτινοί καβγάδες, που κατέληγαν σε “δε βαριέσαι” και αγκαλιές αντρικές, που σήμαινε, ότι οι πολιτικοί “αντίπαλοι” θα συνέχιζαν το άτυπο debate κάποια άλλη στιγμή σε κάποια συνάντηση για ένα ουζάκι.

Έπειτα από την οικογενειακή ψήφο, υπήρχε το οικογενειακό γεύμα, όπου όλη η οικογένεια, σκοτωνόταν πάνω από τα κοψίδια και τις μπριζόλες και το αρνάκι λαδορίγανη, για το ποιος Κώστας ήταν αυτός, που θα έδινε τις μεγαλύτερες αυξήσεις. Και οι γυναίκες, από πάνω σέρβιραν σαλάτα τον αναψοκοκκινισμένο από τα πολιτικά και τη ρετσίνα σύζυγο και από κάτω από το τραπέζι του έριχναν διακριτικότατα μία κλωτσιά στο καλάμι, για να σταματήσει η κουβέντα.

Και το απόγευμα, όταν έκλειναν οι κάλπες, όλοι μαζί στις πλατείες, στην αναμονή για τους βουλευτές, που τότε δεν κρύβονταν από τον κόσμο, έβγαιναν και φιλιόντουσαν και αγκαλιάζονταν με όλους, χωρίς να τους ξέρουν. Και μόλις το αποτέλεσμα ήταν οριστικό και η τετρακομματική βουλή, με ΠΑΣΟΚ – ΝΔ – ΚΚΕ – “Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου” (μπαμπά του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ), ξεσπούσαν οι χοροί και τα πανηγύρια και οι μουσικές και τα συνθήματα, για όλα αυτά τα καλά, που είχαμε να περιμένουμε από την κυβερνησάρα, τη ντερμπεντέρισσα, που οι υπουργοί της μοίραζαν δεκαχίλιαρα πουρμπουάρ, διόριζαν στο δημόσιο, χόρευαν μάγκικο ζεϊμπέκικο, έδιναν αυξήσεις σε μισθούς δημοσίου και συντάξεις και είχαν εμπειρία στο υπουργιλίκι οκταετία τουλάχιστον, έκαστος και άρα είχαν εμπειρία και άρα ήταν καλοί, δεν πειράζει που έκλεβαν, εμείς ήμασταν καλά, χαλάλι τους.

Και τώρα, όλη αυτή η πίκρα, η αναισθησία, η απάθεια. Έχω την αίσθηση, ότι ο πιο μεγάλος θυμός του Έλληνα από 40 ετών και πάνω, ο οποίος είχε ζήσει στο πετσί του αυτές τις εποχές της αφθονίας, αυτό που τον “πονάει”, δεν είναι ότι τον κορόιδεψαν, γιατί του πήραν τα δικαιώματά του και τον φόρτωσαν υποχρεώσεις και τα σχετικά. Ο θυμός, προέρχεται από το απότομο γκρέμισμα του status quo ante, της πρότερης κατάστασης. Όπως θυμώνουμε με κάποιον που μας ξυπνάει, πάνω στο καλύτερο σημείο του ονείρου.

Και ό,τι κι αν λέμε, όσο κι αν βρίζουμε και κατηγορούμε το πολιτικό κατεστημένο των δεκαετιών του '90 και '00, η πικρή αλήθεια, είναι ότι μας λείπει. Μας λείπει η μακαριότητα της άγνοιας, για την πραγματική αιτία αυτής της πλαστής καλοπέρασης, που, όμως, μας χάρισε κάποια από τα ωραιότερα χρόνια μας, τα οποία, κατά πάσα πιθανότητα, δεν πρόκειται να ξαναδούμε σύντομα.

Διαβάστε ακόμα