Ανάμεσά μας άσφαλτος που ολοένα μακραίνει

Εικόνα Ευαγγελία Κορωναίου

Όποιος βιάζεται σκοντάφτει, λέει ο θυμόσοφος λαός. Πού σκοντάφτει όμως, λέει;

Μπορεί να σκοντάφτει σε μία πέτρα. Μπορεί να σκοντάφτει σε ένα ξεχαρβαλωμένο πλακάκι. Μπορεί να σκοντάφτει, σε ένα σκαλοπάτι. Μπορεί και να σκοντάφτει σε κάποια λακκούβα, που μπορεί να έχει δημιουργηθεί, από κάποιο κομμάτι ασφάλτου που μπορεί να αποκολλήθηκε από κάποιο δρόμο, που μπορεί να είχε γίνει βιαστικά. Μπορεί, λέω, υποθετικά μιλώντας.

Τώρα, που είπα δρόμος, θυμάμαι, που ο μπαμπάς μου μού αφηγείται συχνά-πυκνά ιστορίες, για τις εποχές, που ακόμη η Σύρος δεν είχε δει άσφαλτο ούτε στους τόμους της εγκυκλοπαίδειας, οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι και ο κόσμος κυκλοφορούσε με τα κάρα του. Ωραίες αναμνήσεις. Τι ωραία, που θα ήταν να ξαναγυρνούσαν αυτές οι εποχές. Να ανεβάζεις τη φαμίλια στο κάρο, να βάζεις μπροστά τον Ντορή και να σεργιανίζεις χοροπηδώντας στις λακκούβες χαρωπά, όπως o Τσάρλς, η Καρολάιν, η Μαίρη και η Λώρα Ίνγκαλς στο «Μικρό Σπίτι Στο Λιβάδι».

Μα να μου πεις, δύσκολο είναι; Λακκούβες, δόξα τω Θεώ, έχουμε και υπάρχει και η πιθανότητα να αποκτήσουμε κι άλλες. Και μπορεί κάρα να μην έχουμε, αλλά αυτό το χοροπηδηχτό χαρωπό σεργιάνι, μπορεί να γίνει άνετα και μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Σε μία παραλιακή οδό, ας πούμε, υποθετικά πάντα, ένα παράδειγμα φέρνω.

Είπα παραλιακή οδός και θυμήθηκα, ότι περνώντας από μία παραλιακή οδό, πήγα σε μάγισσες, σε χαρτορίχτρες, να δω πού χάθηκαν όλες οι πίσσες, αλλά, όχι μόνο δεν έμαθα, αλλά με χρέωσαν και για την επίσκεψη. Μου έδωσαν, όμως μία σημαντική πληροφορία. Θα μάθω, λέει, αλλά όχι ακόμα. Η καφετζού μου είπε, ότι η πληροφορία αυτή θα έρθει πάνω σε ένα έξι. Έξι μέρες; Έξι μήνες; Έξι χρόνια; Όχι δεν μπορεί σε έξι χρόνια, το φλυτζάνι «βλέπει» μέχρι εξάμηνο.

Το θέμα είναι τι θα γίνει, αν δεν πρόκειται για έξι μέρες, μέσα σε αυτό το εξάμηνο, που εγώ θα ψάχνω τις πίσσες κι αυτές μπορεί να φεύγουν και να κατρακυλούν σιγά – σιγά στη θάλασσα και μην τις είδατε.

Τη ρώτησα και για αυτόν τον Χαραλάμπη, που μ’ έχει κάψει σαν παλιόχαρτο, την καρδιά μου έχει κάνει τσιγαρόχαρτο. Πώς είναι ένα στρώμα άσφαλτος; Έτσι. Μου είπε, «μην ανησυχείς, το τσιγαρόχαρτο – μην το βλέπεις έτσι – είναι ανθεκτικό υλικό. Για λίγο, τουλάχιστον. Ε, εντάξει, αν δε βραχεί. Καλά, ξέχνα τον, θα σου βρω εγώ άλλον».

Όχι κυρία μου, γιατί ο Χαραλάμπης εμένα μου έχει αφήσει στίγμα ως άντρας και τώρα που τον έχασα, τα κομμάτια της καρδιάς μου ξεκολλούν ένα – ένα, όπως ξεκολλά ένα κομμάτι λεπτής ασφάλτου από το οδόστρωμα. Τι ποιητικά που τα λέω, όμως…

Έτσι είμαι εγώ, χαρακτήρας με βάθος. Και τον Χαραλάμπη τον αγάπησα για το είναι του και όχι για το φαίνεσθαι (γιατί, εδώ που τα λέμε, ο Χαραλάμπης από εμφάνιση, τον λες και φωνάρα). Αλλά έτσι πρέπει. Τι είμαι δηλαδή; Καμιά ρηχιά;

Άλλο τι φαίνεται κάτι και άλλο τι είναι πραγματικά. Τα λούσα και τα στολίδια, η ωραία εμφάνιση και η βαρύγδουπη παρουσίαση, είναι πράγματα επιφανειακά. Η ουσία του πράγματος, κρύβεται στις λεπτομέρειες, όπως και ο διάβολος.

Τι να το κάνεις να φαίνεται η γυναίκα μαρμαροκολώνα, αν απ’ έξω είναι μάρμαρο, αλλά από μέσα ξύλο απελέκητο; Τι να το κάνεις να σου φέρουν ένα ωραία αμπαλαρισμένο κουτί, με τις κάρτες του και τις κορδέλες του, αν το δώρο αυτό καθ’ αυτό είναι όλο κι όλο ένα ματσάκι σέλινο; Τι να την κάνεις την πλατεία, αν για να βάλεις και να βγάλεις μία ομπρέλα, παραδείγματος χάριν, πρέπει να τη γκρεμίσεις και να την ξαναχτίσεις; Τι να την κάνεις μια εθνική οδό, που περηφανεύεσαι ότι την έκανες μέσα σε τρεις μήνες, αν εν τέλει σου προκύψει καρμανιόλα;

Έτσι είναι τα πράγματα, πρέπει να κοιτάζουμε κυρίως την ουσία του πράγματος και όχι το πώς είναι αμπαλαρισμένο.

Ακούς Χαραλάμπη;

Διαβάστε ακόμα